Macro

Tony Barber: H πολιτική ζωή της Γερμανίας πρασινίζει με απρόβλεπτες συνέπειες

Η Γερμανία εκπροσωπεί την πολιτική σταθερότητα, τη μετριοπάθεια και τη συνέχεια στην ηγεσία όσο καμία άλλη δυτική δημοκρατία. Από την ίδρυση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας, το 1949, μόλις οκτώ καγκελάριοι από δύο κόμματα κυβέρνησαν τη χώρα: πέντε Χριστιανοδημοκράτες και τρεις Σοσιαλδημοκράτες. Όταν η Άνγκελα Μέρκελ αποχωρήσει μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου, θα έχει κυβερνήσει για σχεδόν 16 χρόνια, τα 12 από τα οποία σε “μεγάλους συνασπισμούς” του CDU με το SPD.

Ωστόσο, οι επικείμενες εκλογές σπρώχνουν την πολιτική ζωή της Γερμανίας προς μια ασυνήθιστη, απρόβλεπτη κατεύθυνση. Το CDU αντιμετωπίζει προβλήματα, καθώς δυσκολεύεται να βρει πειστικό διάδοχο της Μέρκελ και φθείρεται από σκάνδαλα διαφθοράς. Η κυβέρνηση πασχίζει να θέσει υπό έλεγχο την κρίση της πανδημίας και να ξανανοίξει την οικονομία. Η σταθερότητα και το προσωπικό κύρος της Μέρκελ την κατέστησαν συμπαθή στους Γερμανούς ψηφοφόρους, οι οποίοι απεχθάνονται τα ρίσκα. Το αποτέλεσμα ήταν να κερδηθούν τέσσερις εκλογές από το 2005 ώς το 2017, αλλά και να διαβρωθεί η ικανότητα του CDU να βρίσκει νέες ιδέες και ηγεσίες.

Ο κατακερματισμός της μεταπολεμικής πολιτικής τάξης κατά την περίοδο Μέρκελ καθιστά δύσκολες τις προβλέψεις για τον συνδυασμό των κομμάτων που θα ανέβουν στην εξουσία μετά τις εκλογές. Δεν είναι όμως πλέον αδιανόητο ότι το CDU, που προηγείται ακόμη οριακά στις δημοσκοπήσεις, θα μπορούσε να καταλήξει στην αντιπολίτευση. Αντιθέτως, φαίνεται πιθανό ότι η επόμενη κυβέρνηση θα περιλαμβάνει τους Πράσινους, οι οποίοι επωφελήθηκαν από την παρακμή του SPD, σε σημείο να προβάλλουν σήμερα ως βασικός αντίπαλος του CDU.

Γι’ αυτό τον λόγο, το εκλογικό πρόγραμμα των Πρασίνων, που δόθηκε στη δημοσιότητα τον προηγούμενο μήνα, αξίζει προσοχής. Εφόσον ανέλθει στην εξουσία το κόμμα, θα μπορούσε να αλλάξει σημαντικά τα πράγματα σε ό,τι αφορά την εξωτερική, την κοινωνική και την οικονομική πολιτική της Γερμανίας, ιδίως αν ένας από τους Αναλένα Μπέρμποκ και Ρόμπερτ Χάμπεκ, τους δύο συμπροέδρους του κόμματος, γινόταν καγκελάριος. Είναι η Καγκελαρία και όχι το υπουργείο Εξωτερικών εκείνη που καθορίζει σήμερα τον διεθνή ρόλο της Γερμανίας.

Μία πρόταση των Πρασίνων ξεχωρίζει. Το κόμμα θέλει να σταματήσει την κατασκευή του αγωγού Nord Stream 2 για την εισαγωγή ρωσικού φυσικού αερίου από τη θάλασσα της Βαλτικής, ένα σχέδιο ιδιαίτερα σημαντικό για τη Μέρκελ. Τα επιχειρήματα των Πρασίνων δεν επικεντρώνονται μόνο στο περιβάλλον. Αντιτίθενται στο σχέδιο και επειδή “θα ήταν επιζήμιο στο γεωπολιτικό επίπεδο, ιδιαίτερα με δεδομένη την κατάσταση στην Ουκρανία”. Οι Πράσινοι ευθυγραμμίζονται περισσότερο με τις ΗΠΑ και τους ανατολικούς γείτονες της Γερμανίας παρά με το CDU.

Οι Πράσινοι φαίνεται επίσης να υιοθετούν πιο σκληρή στάση απέναντι στην Κίνα σε σχέση με τα άλλα κόμματα. Εκφράζουν την ελπίδα για συνεργασία με το Πεκίνο για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, αλλά δεν μασούν τα λόγια τους όταν είναι να καταγγείλουν “τις εξόφθαλμες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Σιντζιάνγκ, το Θιβέτ και το Χονγκ Κονγκ”.

Στην οικονομική πολιτική, οι Πράσινοι στρέφονται κατά της ορθοδοξίας της εποχής Μέρκελ. Με τα να ζητούν τη μεταρρύθμιση του συνταγματικά κατοχυρωμένου “φρένου χρέους”, που επιβάλλει συνήθως ισορροπημένους ή πλεονασματικούς προϋπολογισμούς, αμφισβητούν τον ακρογωνιαίο λίθο της γερμανικής οικονομικής πολιτικής κατά την περίοδο κρίσης χρέους της Ευρωζώνης. Θέλουν λιγότερο άτεγκτους δημοσιονομικούς κανόνες προκειμένου να συγκεντρώσουν επενδύσεις για έργα όπως, παραδείγματος χάριν, το Ίντερνετ υψηλών ταχυτήτων σύνδεσης.

Στην πράξη, οι Πράσινοι επικρίνουν την περίοδο παραμονής του CDU στην εξουσία για δύο βασικά πράγματα. Πρώτον, το κόμμα της Μέρκελ απέφυγε τις σοβαρές οικονομικές μεταρρυθμίσεις αρκούμενο στην ευημερία που δημιούργησε το κράτος πρόνοιας και οι πρωτοβουλίες στην αγορά εργασίας που έλαβε η συγκυβέρνηση SPD – Πρασίνων από το 1998 ώς το 2005. Δεύτερον, η γερμανική πολιτική απέναντι στην Κίνα και τη Ρωσία έγινε υπερβολικά εξαρτημένη από οικονομικά συμφέροντα, με αποτέλεσμα να φανεί νωθρή απέναντι στις γεωπολιτικές προκλήσεις που θέτουν για την Ευρώπη και την υπερατλαντική συμμαχία διάφορες αυταρχικές δυνάμεις.

Το αν θα επηρεάσουν την πολιτική ζωή της χώρας θα εξαρτηθεί από το εκλογικό αποτέλεσμα και τους συμμάχους που θα επιλέξουν προκειμένου να ανέβουν στην εξουσία. Το Nord Stream 2, το θέμα του χρέους και η περισσότερο ανεκτική πολιτική τους απέναντι στη μετανάστευση είναι τρία πιθανά εμπόδια σε μια συνεργασία CDU – Πρασίνων.

Σημασία έχουν και οι απόψεις των μικρότερων κομμάτων. Οι φιλελεύθεροι Ελεύθεροι Δημοκράτες αντιπαθούν τo “πάθος” των Πρασίνων για “περισσότερο χρέος και υψηλότερους φόρους”. Ένας συνασπισμός που θα απαρτίζεται μόνο από κόμματα της Αριστεράς μοιάζει ακόμη πιο δύσκολος. Ούτε οι Πράσινοι ούτε το SPD συμμερίζονται την αντι-ΝΑΤΟϊκή στάση του Die Linke, ενός αριστερού κόμματος με ρίζες στην πρώην κομμουνιστική Ανατολική Γερμανία.

Οι Πράσινοι έχουν ωριμάσει πολύ από την ίδρυσή τους ως κίνημα διαμαρτυρίας κατά του κατεστημένου έπειτα από το 1968. Βλέπουν τους εαυτούς τους ως εγγυητές της ενωμένης Ευρώπης, υπερασπιστές των φιλελεύθερων αξιών και πιστούς στην Ατλαντική συμμαχία.

Παρ’ όλα αυτά, οι κυβερνήσεις στη Γερμανία αποτελούνται από συνασπισμούς κομμάτων. Για να συμμετάσχουν στην κυβέρνηση, οι Πράσινοι θα πρέπει να κάνουν συμβιβασμούς. Οι σύμμαχοι της Γερμανίας θα παρακολουθούν στενά το πόσο διατεθειμένοι είναι να βάλουν νερό στο κρασί τους προκειμένου να επιστρέψουν στην εξουσία.

Tony Barber

Πηγή: Η Αυγή από Financial Times