Συνεντεύξεις

Τόνι Νέγκρι: Οι εργαζόμενοι να ανακτήσουν τον έλεγχο της πολιτικής

Το απεργιακό κύμα στη Γαλλία συνεχίζεται με τους εργαζόμενους στο σιδηροδρομικό δίκτυο να συνεχίζουν τις απεργίες τους αύριο Δευτέρα και Τρίτη, μετά τις συναντήσεις τους με κυβερνητικά κλιμάκια την περασμένη εβδομάδα. Κομμάτι ευρύτερων αγώνων στους οποίους συμμετέχουν φοιτητές, αντιφασίστες και κόσμος αυτόνομων κοινοτήτων, και τμήμα της γενικευμένης επίθεσης που επιχειρεί ο Μακρόν, κατά τις προεκλογικές του δεσμεύσεις, σε μια περίοδο που νιώθει πιεσμένος και διεθνώς, η ιδιωτικοποίηση του σιδηροδρομικού δικτύου συναντά την αντίσταση των εργαζομένων σ’ αυτό. Με αφορμή την πίεση που δέχονται για να σταματήσουν την απεργία, αλλά και την αλληλεγγύη που βιώνουν (ήδη ένα αλληλέγγυο, απεργιακό ταμείο έχει διαθέσει 1 εκατ. ευρώ στους απεργούς) απηύθυναν τρεις ερωτήσεις στον Αντόνιο Νέγκρι, περί κοινωνικού αυτοματισμού, μορφών πάλης και του ρόλου των διανοούμενων.

Α: Πώς μπορεί ένας διανοούμενος σήμερα να δείξει την αλληλεγγύη του σε μια απεργία;

Γιατί υποστηρίζω τον αγώνα σας «σήμερα», αυτή τη στιγμή; Θα τον υποστήριζα και χθες, αλλά έχω την εντύπωση ότι σήμερα τα αφεντικά και ο γάλλος πρόεδρος βρίσκουν τον αγώνα αυτό εξαιρετικά ανησυχητικό. Γιατί; Πρώτον, γιατί δείχνει ότι ο ταξικός πόλεμος δεν διεξάγεται μόνο από τα αφεντικά. Η πραγματικότητα είναι ότι ο ταξικός αγώνας των εργαζομένων είναι καθοριστικός στον προσδιορισμό των θεμελίων των κοινωνικών σχέσεων και της ανάπτυξης της κοινωνίας. Γι’ αυτό και μπορεί να ενώσει όλους τους καταπιεσμένους. Δεν υπάρχει παράδοξο στο γεγονός ότι ο εργατικός αγώνας των σιδηροδρόμων (δεν είναι τίποτα άλλο, παρά εργατικός) γίνεται εμβληματικός για τον αγώνα όλου του πρεκαριάτου, συμπεριλαμβανομένου του αγώνα των φοιτητών.
Δεύτερον, γιατί αυτός ο αγώνας, που όλοι θέλουμε να δούμε να παίρνει το χαρακτήρα «κοινωνικής απεργίας» —είναι προϋπόθεση για την επιτυχίας του—, εναντιώνεται σε μια ιδιωτικοποίηση. Η ιδιωτικοποίηση είναι βασικό εργαλείο του νεοφιλελεύθερου τρόπου διακυβέρνησης και της αναδιανομής πλούτου υπέρ του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου.
Τρίτον, επειδή ο Μακρόν κατέστησε τον αγώνα αυτό σύμβολο της κυριαρχίας του σε βάρος όλων των τάξεων. Νίκη σ’ αυτό τον αγώνα σημαίνει για τον πρόεδρο ότι εξαλείφεται οποιαδήποτε πιθανότητα εργατικών αγώνων και ο σχηματισμός μια ταξικής αντιπολίτευσης τα επόμενα χρόνια. Το ίδιο έπραξε η Θάτσερ και ο Ρίγκαν με τους ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας. Επρόκειτο, όμως, για μια άλλη εποχή. Σήμερα, ο νεοφιλελευθερισμός είναι σε κρίση. Και εσείς, οι σιδηροδρομικοί αποτελείται μια τρανταχτή απόδειξη αυτού του γεγονότος.

Β: Λέγεται ότι είμαστε προνομιούχοι μιας εποχής που έχει παρέλθει. Κατα την άποψή σου τι είναι σήμερα δικαίωμα και τι προνόμιο;

Προνόμιο είναι μια ιδιότητα, μια κατάσταση ή μια συνθήκη που αποκλείει άλλους. Εσείς δεν αποκλείεται κανένα. Δεν κατακτήσατε τα δικαιώματα που έχετε επειδή θέλατε να αποκλείσετε κάποιον. Το αντίθετο: θέλετε όλοι οι εργαζόμενοι να απολαμβάνουν τα ίδια δικαιώματα και με τον αγώνα σας παλεύετε για να το καταφέρετε. Προνόμιο, αντίθετα, είναι η κατάσταση των πλουσίων, των πολύ πλουσίων, των οποίων την εισφορά αλληλεγγύης κατήργησε ο Μακρόν. Προνόμιο είναι κάτι αποκλειστικό: κάτι που αρνείται στους πολίτες μια λιγότερο άνιση κατανομή πλούτου και τα δικαιώματα που προέρχονται απ’ αυτή.
Τούτων λεχθέντων, η επίθεση στα δικαιώματα των σιδηροδρομικών είναι προφανώς ένα πρόσχημα για να πραγματοποιηθεί η ιδιωτικοποίηση του εθνικού σιδηροδρομικού συστήματος και για την εφαρμογή μιας νεοφιλελεύθερης κοινωνικής κανονικότητας σε τομείς της εργασίας που μέχρι στιγμής έχουν αντισταθεί. Υπάρχει, όμως, και ένα απώτερο ιδεολογικό πρόταγμα πίσω από την προσπάθεια κατάργησης των δικαιωμάτων σας: αυτά ήταν και παραμένουν μια συλλογική κατάκτηση. Και εναντίον αυτού παλεύουν τα αφεντικά. Συναινούν σε οποιοδήποτε ατομικό προνόμιο, αλλά απορρίπτουν οποιαδήποτε συλλογική κατάκτηση. Δείτε τη συμβαίνει στην αυτόνομη ζώνη ZAD στη δυτική Γαλλία. Μετά τη εκδίωξη των καταληψιών, τούς επετράπη να επιστρέψουν ένας ένας, υπό τον όρο της υπογραφής ατομικών συμβολαίων. Τούς απαγορεύτηκε να διαμορφώσουν οποιοδήποτε κοινό αίτημα. Ο αγώνας εναντίον σας είναι μια συμβολική μάχη, κάτω από τη σημαία του ατομισμού.

Γ: Η απεργία μπορεί να σκληρύνει συν τω χρόνω. Μιλούν εναντίον μας, σαν να κρατάμε ομήρους. Ποια η γνώμη σου γι’ αυτό;

Όσοι σας κατηγορούν ότι «κρατάτε την κοινωνία όμηρο» ξεχνούν ότι η κοινωνία στην οποία ζούμε είναι ταξική —είναι δηλαδή μια κοινωνία διαμορφωμένη από την πάλη των τάξεων. Είναι μάλλον κωμικό να βλέπει κανείς τα αφεντικά να κλαψουρίζουν επειδή ένας εργατικός αγώνας τούς «κρατά ομήρους». Οι ίδιοι αγωνίζονται για την τάξη τους καθημερινά. Κρατούν ομήρους τους εργαζόμενους όταν τους λένε «είτε δουλέψτε για το ημερομίσθιο που αποφάσισα είτε θα σας πετάξω έξω και θα σας καταδικάσω στη φτώχεια».
Πέρα όμως απ’ αυτή την κωμική πτυχή της κατάστασης, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι αυτή η δήλωση εκφράζει και ένα συγκεκριμένο φόβο των αφεντικών, που είναι πολύ έντονος για όσους έζησαν τις απεργιακές κινητοποιήσεις του 1995, όπως ο σημερινος πρωθυπουργός, Εντουάρντ Φιλίπ, που ήταν εκπρόσωπος Τύπου του τότε πρωθυπουργού Αλέν Ζιπέ. Τρέμουν στο ενδεχόμενο σύγκλισης των διαφορετικών αγώνων, ειδικά όταν αυτή έχει διάρκεια.
Φοβούνται την οικοδόμηση ενός πολιτικού κινήματος, ειδικά σε μια στιγμή που η σοσιαλδημοκρατία πεθαίνει. Αυτό έλειπε από τους αγώνες του 1995. Η ανάγκη όμως αυτής της κατεύθυνσης ήταν και τότε ορατή. Τότε είχα πάρει συνέντευξη από τον Μπερνάρ Τιμπό (ηγέτη των σιδηροδρομικών της εργατικής ένωσης CGT), που μου είπε: «είτε τα αριστερά κόμματα θα αποδειχθούν ικανά για μια πραγματική ανανέωση, και γρήγορα θα συντονιστούν με το απεργιακό κίνημα ή αυτό θα δώσει δικές του πολιτικές απαντήσεις χωρίς προηγούμενο». Δεν έγινε αυτό τελικά. Συμφωνούμε με την ομηρία μας από αυτές τις ήττες; Ο Τιμπό πρόσθεσε ότι «οι εργαζόμενοι πρέπει να πάρουν τον έλεγχο της πολιτικής διάστασης του αγώνα. Δηλαδή πρέπει να ανακτήσουν τον έλεγχο της πολιτικής για τον εαυτό τους». Αυτό δίνει μια κατεύθυνση για σήμερα, για να μπορέσουμε πραγματικά να κρατήσουμε ομήρους τα αφεντικά.

Μετάφραση: Πέτρος Κοντές

Πηγή: Η Εποχή