Macro

Τόνι Νέγκρι: Λαϊκισμοί του χθες και του σήμερα

Όταν ήμουν νέος, στη δεύτερη φάση της μεταπολεμικής εποχής, δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ο λαϊκισμός ήταν κάτι δεξιό, ακροδεξιό. Αυτό που είχε πει ο Καρλ Σμιτ στο γραπτό του που αφιέρωσε στο ναζιστικό κίνημα του ’33, αντιστοιχούσε με αυτό που αναγνωρίζαμε στον λαϊκισμό: ένα καθεστώς στο οποίο «από την κορφή ως τα νύχια και πάνω σε κάθε άτομο του λαού κυριαρχούσε η ηγεσία» και στο οποίο «η εθνική ταυτότητα αποτελούσε/εμπότιζε την ψυχολογική και ανθρωπολογική βάση κάθε συμφέροντος και κάθε πολιτικής επιθυμίας του λαού».

 

Ο λαϊκισμός στη νεωτερικότητα

Θα μπορούσε να υπάρξει ένας «αριστερός λαϊκισμός», έτσι όπως ήμασταν τότε βυθισμένοι μέσα στη νεωτερικότητα; Όταν το πολιτικό ήταν στενά αγκιστρωμένο στην εθνική κυριαρχία και στην καπιταλιστική ηγεμονία; Το αποκλείαμε. Ακόμη και όταν αυτό έμοιαζε προφανές, για παράδειγμα στο «εθνικο-λαϊκό» του ΙΚΚ, το θεωρούσαμε ένα μικρότερο κακό: έγινε μεγαλύτερο μόνο αργότερα όταν το ΙΚΚ, με θράσος, άρχισε να απαλύνει την ταξική του φύση και να εμφανίζεται αποκλειστικά ως «κόμμα όλου του λαού». Οι πρώτες αμφιβολίες για τη δυνατότητα ενός διαφορετικού προσδιορισμού του λαϊκισμού άρχισαν να εγείρονται με την αργεντινή εμπειρία του κόμματος των περονιστών, που πρώτα θεωρούνταν παρα-φασιστικό και στη συνέχεια θεωρήθηκε, αλλά με αμφιβολίες, ως ένα επαμφοτερίζον μοντέλο με παρα-δημοκρατική δομή – αποσπασματική και πρόσκαιρη της πολιτικής μεταβολής μιας υποανάπτυκτης χώρας. Μέχρι που ήρθε ο Λακλάου.

Ας ξανάρθουμε σε εμάς: υπήρχε σίγουρα ένας λαϊκισμός μεταξύ του τέλους του 19ου και του 2ου αιώνα, που παγιώθηκε στο τέλος της νεωτερικότητας, και που ήταν πάντα δεξιός. Ήταν μια απάντηση στην κρίση του κυρίαρχου κράτους της νεωτερικότητας γύρω από τρία σημεία. Πρώτο: μια θεραπεία της ανικανότητας που είχε το κράτος να μεσολαβεί στην πολλαπλότητα των συμφερόντων, των αντιθέσεων και των ανταγωνισμών που εκφράζονταν στην κοινωνία, που είχε μπει στον ώριμο καπιταλισμό. Δεύτερο: μια προσπάθεια υπέρβασης εκείνης της κρίσης μέσα από την ανάθεση σε μια νέα νομιμότητα που ενσαρκώνεται από την τριάδα λαός-έθνος-πατρίδα. Τρίτο: στην επίκληση των αφελών και ειλικρινών αξιών του λαού, του χώρου προέλευσης, ενάντια στην αφηρημένη έννοια της εργασίας και της εμπορευματοποίησης της ζωής και ενάντια στις εξαντλημένες δομές της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, θα μπορούσε να αντιταχθεί η ενέργεια ενός ηγέτη ικανού να συναρμολογήσει τα υποκείμενα, να ερμηνεύσει τις ανάγκες τους και να αποφασίζει ένα σχέδιο.

 

O δημαγωγικός θεσμός του μονάρχη

Είναι σκόπιμο να υπογραμμιστεί αμέσως ότι, εκπληρώνοντας αυτή την αποστολή, στην ανάπτυξη του λαϊκισμού υπεισέρχονται και εντάσσονται αμοιβαία τα στοιχεία που υπενθυμίσαμε, με μια κυκλικότητα από την οποία είναι δύσκολο να βγει κανείς. Ας δούμε πώς διαρθώνεται το πρώτο σημείο, όπου ο λαϊκισμός (της νεωτερικότητας) εμφανίζεται ως απάντηση στην όλο και μεγαλύτερη δυσκολία απάντησης απέναντι στην πολλαπλότητα των αντίθετων συμφερόντων και των ανταγωνισμών που ωριμάζουν μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία και που αυτή η κοινωνία εκφράζει. Το σχέδιο οικοδόμησης της μεσολάβησης παντρεύεται εδώ με την επείγουσα ανάγκη επανενεργοποίησης της κυριαρχίας ως χώρου διοίκησης: ποια καλύτερη μορφή μπορεί να υπάρχει γι’ αυτό το σκοπό από τη μετάφραση της κυριαρχίας σε ηγεσία; Μπορούμε να πούμε, αναφερόμενοι στην κλασσική ταξινόμηση των μορφών διακυβέρνησης μοναρχία/αριστοκρατία/δημοκρατία και το «κακό» τους ανάποδο: τυραννία/ολιγαρχία/δημαγωγία, που έχουν μεταξύ τους συμπληρωματική και κυκλικά προοδευτική σχέση) ότι εδώ βρισκόμαστε μπροστά στην «κακή πλευρά» της δημοκρατίας, δηλαδή στο σημείο κατά το οποίο, στον κύκλο των μορφών διακυβέρνησης, η δημοκρατική κρίση, δηλαδή η δημαγωγία, ακολουθείται από την παλινόρθωση της μοναρχικής εξουσίας. Σ’ αυτή την περίπτωση μπορούμε να ταξινομήσουμε τον λαϊκισμό ως δημαγωγικό θεσμό του μονάρχη, της εξουσίας του ενός.

Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι σ’ αυτή την περίπτωση τα πράγματα πάνε καλύτερα. Η reductio ad unum της κυριαρχίας ανοίγει πολλαπλές αντιθέσεις και δημιουργεί διάφορες απορίες. Γι’ αυτό και, πάντοτε στο πλαίσιο της νεωτερικότητας, η επίκληση της ηγεσίας αναζητά νέα νομιμοποίηση καταφεύγοντας στο λαό/έθνος/πατρίδα. Κάτι σταθερό όπου Ortung και Ordnung, έθνος/γη και τάξη συνταιριάζονται και η εξουσία δίνεται ως σώμα του μονάρχη. Κατ’ αυτόν τον τρόπο εξαίρεται, στο λαϊκισμό, μια λεβιαθανική αντίληψη της εξουσίας (πολύ πέρα από την αντίληψη του Χομπς): μια οργανική εξουσία, μια δύναμη χωρίς προηγούμενο που βρίσκει όρια μόνο έξω από την ίδια. Όμως, είναι εύκολο να παρατηρήσουμε ότι, και σ’ αυτό το σημείο, η νομιμοποιητική επίκληση των αξιών είναι ανοιχτή σε πολλαπλές αντιφάσεις. Ας δούμε την πιο ακραία: ποιο είναι το σύμβολο της επίκλησης της λαϊκίστικης τριάδας; Μπορεί να είναι υλικό (η παράδοση, η γλώσσα, η ανθρωπολογία και οι μορφές διαβίωσης, όπως θέλει ο Καρλ Σμιτ) ή μπορεί να οριστεί με όρους ηγεμονίας/κυρίαρχης και χαρισματικής εξαίρεσης (όπως θεωρεί ο Λακλάου). Μπορεί δηλαδή να είναι αντιδραστικό ή συντηρητικό, να ανοίγεται προς τη βαρβαρότητα της συνήθειας, του ρατσισμού και του πολέμου, ή να είναι απλά ταυτοτικό και ανοιχτό σε προοδευτικά σημάδια της κυρίαρχης ηγεμονίας. Εν ολίγοις, η δεύτερη όψη του λαϊκισμού (στο καθεστώς της νεωτερικότητας) ως μορφή διακυβέρνησης και πολιτικού συνδυασμού με αναφορά στο «λαό», βρίσκεται μεταξύ της εξαίρεσης και του κυρίαρχου φορμαλισμού – μορφές που παραπαίουν, σε κάθε περίπτωση, που ρέπουν προς τον νιχιλισμό, χαρακτηριστικό σημάδι του νεωτεριστικού.

Μπορούμε, λοιπόν, στο τέλος αυτής της διαδρομής μας, να συμπεράνουμε (και μπορεί να το επιβεβαιώσει οποιαδήποτε ανάλυση της υπόθεσης του λαϊκισμού στη Λατινική Αμερική καθώς και στην Ευρώπη, που όμως θα πρέπει να αξιολογηθεί υπό διαφορετικές προοπτικές) ότι ο λαϊκισμός είναι περισσότερο ένα σημάδι της κρίσης, παρά μια ουσιαστική υπέρβασή της. Είναι περισσότερο πρόβλημα, παρά λύση. Αν ο δεξιός λαϊκισμός γεννιέται ως αντιδραστική πρόταση για να σταματήσει τις αντιθέσεις της άσκησης κυριαρχίας μεταξύ 19ου κει 20ου αιώνα υπό καθεστώς κρίσης και ωριμότητας του καπιταλισμού, στην αναπαραγωγή του στα τέλη του 20ου αιώνα προτείνει μη ρεαλιστικές μορφές νομιμοποίησης και νομικής αποτελεσματικότητας.

 

Ο λαϊκισμός στη μετανεωτερικότητα

Μολαταύτα, πρέπει να δούμε μήπως ο λαϊκισμός (ιδιαίτερα ο λαϊκισμός της αριστεράς) είναι ένα σύμπτωμα άλλων εξελίξεων και πρέπει να τον αναλύσουμε ως τέτοιο, ακολουθώντας την αλτουσεριανή μεθοδική ένδειξη που θεωρεί το σύμπτωμα τόσο ως ένα σημάδι της πραγματικότητας όσο και ως τη νόθευσή της. Ο λαϊκισμός μοιάζει, πράγματι, να εμφανίζεται, όπως θα δούμε, σχεδόν σαν ένα αποτέλεσμα μιας παράδοξης εμπλοκής και κάποιες φορές παρουσιάζεται ως συγκεκριμένη και παραπλανητική ένδειξη της επανεμφάνισης του πολιτικού σε σχέση με τον τρόπο παραγωγής στην μετανεωτερικότητα και σε σχέση με τα κοινά.

Επομένως, σήμερα οι προϋποθέσεις που δημιούργησαν τον λαϊκισμό στη νεωτερικότητα δεν υπάρχουν πλέον. Ο λαϊκισμός που εμφανίζεται σήμερα στη μετανεωτερικότητα (στον μεταφορντισμό και στην ψηφιακή εποχή) στην πολιτική σκηνή είναι ένα ελλιπές αντίγραφο του λαϊκισμού που αναπτύχθηκε στη νεωτερικότητα και κατέληξε στον φασισμό. Είναι ένα φάντασμα χωρίς ουσία. Γιατί; Ουσιαστικά, γιατί οι αντιθέσεις τις οποίες ο λαϊκισμός προσπαθούσε να διαμεσολαβήσει ή/και να επιλύσει, στο κυρίαρχο κράτος, υπό όρους ηγεσίας, έχουν γίνει δομικές. Η παρακμή της μεσαίας τάξης και η εξαφάνιση της κοινωνίας των πολιτών, καθώς και η ψηφιακή και κοινωνική μεταμόρφωση της εργασίας και η διάλυση των παλιών συντεχνιακών ομάδων (συμπεριλαμβανομένων εκείνων που εκπροσωπούν την εργατική τάξη) ορίζουν μια κοινωνική συγκρουσιακή κατάσταση και έναν κοινωνικό ανταγωνισμό, έναντι των οποίων η λαϊκίστικη πρόταση μπορεί μόνο να πολλαπλασιάσει την παραγωγή απατηλών λύσεων. Εκεί όπου το πολιτικό υποκείμενο έχει κατακερματιστεί, είναι πιθανό να καταστεί εφικτό να θεσπιστεί δημαγωγικά μια ηγεσία. Όμως η κατάσταση δεν μπορεί να θεωρηθεί σταθερή ούτε επιλυμένες οι αντιθέσεις. Όπου ο λαϊκισμός επιμένει για τη συμμετοχή, το πλήθος (το κατακερματισμένο και πολλαπλασιασμένο υποκείμενο) δημιουργεί φαινόμενα αποπομπής (ας δούμε, για παράδειγμα, την αύξηση της άρνησης συμμετοχής στις εκλογές και πολλές άλλες παρόμοιες πλευρές στην τρέχουσα πολιτική στιγμή). Το ίδιο μπορούμε να πούμε όσον αφορά στην αποτελεσματικότητα της λαϊκιστικής διακυβέρνησης: εδώ το πλήθος (το κατακερματισμένο και πολλαπλασιασμένο υποκείμενο) παραγνωρίζει την αποτελεσματικότητα της κυρίαρχης χειρονομίας ως παράγοντα πολιτικής ισορροπίας της συγκρουσιακής κατάστασης μεταξύ κοινωνικών δυνάμεων (για παράδειγμα είναι δυνατό υπό αυτή την έννοια να παρατηρήσουμε τη δυσκολία κινήσεων των ευρωπαϊκών αγώνων για τους «εργασιακούς νόμους»).

 

Ένα φάντασμα χωρίς ουσία

Όταν ο λαϊκισμός προσπαθεί να εξαναγκάσει το κατακερματισμένο και πολλαπλασιασμένο υποκείμενο να ενταχθεί σε ένα όλο και στενότερο συνταγματικό πλαίσιο, παρακολουθούμε μια γιγαντιαία έξοδο του πλήθους από τις δομές της πολιτικής οργάνωσης της ζωής (συνεπώς, για παράδειγμα, έρχονται οι αστυνομικοί νόμοι και οι νόμοι «εξαίρεσης»).
Όταν έπειτα ο λαϊκισμός παράγει μια νέα τάξη νομιμοποίησης, οικοδομημένη πάνω στο λαός/έθνος/πατρίδα, ακόμη κι αυτή η πράξη φαίνεται ελάχιστα ρεαλιστική. Πού τοποθετείται περισσότερο το πάθος/έθνος στην εικόνα της παγκόσμιας αγοράς και ποιο νόημα λαμβάνει; Πού είναι τώρα πια η πατρίδα μετά από τους δύο μεγάλους πολέμους του 20ου αιώνα και στην πυρηνική εποχή; Και όσον αφορά στην παγκοσμιοποίηση: είναι αντιστρέψιμοι οι όροι πάνω στους οποίους οικοδομήθηκε; Τι να πούμε, επίσης, για τις τοποθετήσεις απέναντι στον καθοριστικό οικολογικό παράγοντα; Είναι ξεκάθαρο ότι σ’ αυτά τα ερωτήματα η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι αρνητική.
Αυτή η αρνητικότητα πρέπει φυσικά να σχετικοποιηθεί. Υπάρχουν πράγματι σημαντικά κινήματα και διάχυτες ατομικές συμπεριφορές που αναπτύσσονται σε αντίθεση με την παγκοσμιοποίηση και αποκαλύπτουν μια ευρεία εμπιστοσύνη όχι τόσο στην ανανέωση των «εθνικών» δομών εξουσίας, όσο στη δυνατότητα ανάπτυξης αγώνων και επίτευξης αποτελεσμάτων μέσα στην παγκόσμια διάσταση, αρχή κάνοντας από τις εθνικές συνθήκες. Θα ήμασταν τυφλοί αν αρνιόμασταν αυτές τις δυνατότητες δράσης που αντίθετα πρέπει να μεγαλώσουν. Ταυτόχρονα, όμως, χρειάζεται να έχουμε υπόψη μας ότι αυτοί οι αγώνες εντάσσονται στην παγκόσμια σκηνή. Δηλαδή, αντί να σκεφτόμαστε ότι δεν υπάρχει πλέον πολιτική δυνατότητα από τη στιγμή που καταρρέει το εθνικό και κυρίαρχο καθεστώς της νεωτερικότητας, πρέπει να συλλάβουμε την κρίση σαν ένα χώρο γενικής αναδιοργάνωσης του παγκόσμιου συστήματος: η παγκοσμιοποίηση είναι μια ευκαιρία και όχι ένας περιορισμός.

 

Ο αριστερός λαϊκισμός

Σήμερα ο «αριστερός λαϊκισμός», αν ερμηνευθεί (όπως θα θέλαμε να κάνουμε) με καλή πρόθεση, προτείνει πάνω απ’ όλα την οριζοντιότητα της ηγεσίας. Αυτή η διεκδίκηση είναι σύμπτωμα ποιού πράγματος; Μιας νέας αντίληψης του γεγονότος ότι η δημοκρατική νομιμότητα αναπαύεται πάνω σε έναν «λαό» ο οποίος, υλικά, είναι μια ισχυρή πολλαπλότητα, μια οριζόντια επικοινωνιακή σχέση, ένα σύνολο από μοναδικότητες. Δεν πρόκειται πλέον απλά και μόνο για την ενοποίηση της πολλαπλότητας, αλλά για την υπαγωγή της οριζοντιότητας, του συνόλου των μοναδικοτήτων στην καθετότητα της διοίκησης. Κινούμενη υπό αυτή την έννοια, η λαϊκίστικη επιταγή αντιτίθεται στην οριζόντια μορφή με την οποία τα κινήματα, από το 2011, οργάνωσαν τους αγώνες και εκφράστηκαν υπέρ του leaderless και ενάντια στην εκπροσώπηση και στις πολιτικές ιεραρχίες. Ο αριστερός λαϊκισμός μετατρέπει επομένως το φαινόμενο leaderless (πήραμε το θάρρος να συντομεύσουμε έτσι το συλλογισμό) στο αντίθετό του, εκλαμβάνοντας την άρνηση εκπροσώπησης (της κάστας, ενός πολιτικού αποστεωμένου συστήματος, κλπ) και της «αυτονομίας του πολιτικού» ως υλικό μετατροπής τύπου Ρουσώ του πλήθους στο κυρίαρχο Ένα.
Πώς να αντιδράσουμε σε αυτή την επιχείρηση; Επιμένοντας στο γεγονός ότι δεν είναι παραποιήσιμη και αναγώγιμη με αυταρχικό τρόπο εκείνη η οριζοντιότητα που οικοδόμησαν οι αγώνες. Αυτή προτείνει να θεμελιωθεί κάθε κοινωνική νομιμοποίηση πάνω στα πολιτικά σχέδια που εκπορεύονται από τα κινήματα του πλήθους. Κάθε πολιτική και κοινωνική στρατηγική ανήκει στα κινήματα και δεν είναι δυνατό να την αποστερηθούν. Η κάθετη μεταμόρφωση του πλήθους παραποιεί ό, τι πιο νέο και δυνατό υπάρχει στη μορφή των κινημάτων σήμερα: το γεγονός ότι κρατούν στο εσωτερικό τους την πολιτική στρατηγική και προσπαθούν να την οργανώσουν, να την οικοδομήσουν και να την αναπτύξουν σε «μη κυρίαρχους θεσμούς». Μέσα στην έλλειψη ενότητας του «συνόλου των μοναδικοτήτων» του πλήθους (που έτσι το βλέπουμε από τα κάτω, ενώ από τα πάνω φαινόταν σαν ένα κατακερματισμένο υποκείμενο) βιώνεται πιο πολύ η επιθυμία του πλήθους να διαμορφώσει μια πλουραλιστική και συνεταιριστική οντολογία πολιτικών συνασπισμών. Πολλά κινήματα μιλάνε πλέον με όρους αλληλοσυσχετικότητας, ποικίλων και ισχυρών διασυνδέσεων σε διεκδικήσεις, σε αγώνες και σε θεσμούς: έτσι οργανώνεται η νέα δύναμη του πλήθους.

 

Η παραποιημένη ανατροπή των κοινών

Υπάρχει όμως και μια άλλη συμπτωματική διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί στην ανάλυση του αριστερού λαϊκισμού, με στόχο την αποκάλυψη μιας άλλης παραποίησης. Στην επιμονή με την οποία ο λαϊκισμός προωθεί τις συζητήσεις για τις αξίες του «λαού» (έθνος/πατρίδα) μπορούμε ασφαλώς να αναγνωρίσουμε απεχθείς ταυτοτικές και ρατσιστικές τάσεις. Όμως υπάρχει μια μη διακριτή κοινοτική αντίληψη που πρέπει να αντιληφθούμε και να της κάνουμε κριτική, γιατί δεν είναι δυνατό να χλευάζεται η διαμαρτυρία ενάντια στην κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου πάνω στη ζωή, ούτε ενάντια στην καταγγελία της αυξανόμενης αποξένωσης που υπόκειται η ζωντανή εργασία με την εκμετάλλευση/την απόσπαση της αξίας της. Δεν θα είναι δύσκολο να δούμε πίσω από αυτά τα βάσανα του «λαού» τη ζοφερή αναγνώριση μιας πολύ περίπλοκης και καθορισμένης επιχείρησης: της επιχείρησης του χρήματος, του χρηματοοικονομικού κεφαλαίου που εκμεταλλεύεται τα κοινά, τη συλλογική και συνεταιριστική δουλειά, που αποσπά αξία από το βιοπολιτικό σύνολο της φύσης και της κοινωνίας. Ο λαϊκισμός μεταφράζει εδώ τις συνεργαζόμενες πολλαπλότητες σε ένα ενιαίο τέρας στο οποίο δεν ξέρει παρά να προτείνει τη μεταμόρφωση στην απαράλλαχτη, στην αντίστοιχη αφηρημένη έννοια του λαού – επαναλαμβάνοντας την αυταπάτη του διαλεκτικού παιχνιδιού, που πάντα ανανεώνει την παραποίηση της πραγματικότητας για να περιγράψει την εκμετάλλευση του κεφαλαίου. Ασκώντας κριτική σ’ αυτή την επιχείρηση, ας αναγνωρίσουμε μολαταύτα τον αποτελεσματικό εκσυγχρονισμό που πραγματοποιεί (από την καπιταλιστική πλευρά) στην αστική παραποίηση του εντοπισμού του νέου υποκειμένου προς εκμετάλλευση: του πλήθους, που ενδυναμώνεται από τον τρόπο παραγωγής των κοινών.
Είναι πολύ επιεικής αυτή η αξιολόγηση του μεταμοντέρνου λαϊκισμού; Ίσως. Είναι παρόλα αυτά χρήσιμο να την φέρουμε εις πέρας, γιατί δεν οδηγεί μόνο προς την τυπική έξοδο από την πλάνη εκείνης της διαλεκτικής διαδικασίας, αλλά και σε μια επακόλουθη και σημαντικότερη εμβάθυνση της κριτικής. Υπό την έννοια της αποκάλυψης της επείγουσας ανάγκης ανάκτησης των κοινών, που τα έχουν υφαρπάξει από το πλήθος, από το σύνολο των ισχυρών υποκειμένων που το αποτελούν, με τη χρηματοοικονομική οργάνωση της εκμετάλλευσης.

Αυτό θα γίνει ξεσκεπάζοντας το κράτος και όλες τις ύπουλες διπλοπροσωπίες που προτείνει ο λαϊκισμός, καθώς και οργανώνοντας τα κοινά υπό συνεταιριστικούς όρους, μη ιδιοκτησιακούς, συστατικούς.

 

Μια πολιτική αλληλεγγύης και κοινωφέλειας

Ένα τελευταίο κεφάλαιο. Υπάρχει ένα χαρακτηριστικό του μεταμοντέρνου λαϊκισμού (σε εμβρυακή μορφή στον αριστερό λαϊκισμό), το να γίνεται παλλακίδα του νεοφιλελευθερισμού. Πώς; Το βλέπουμε στις «κεντρώες» εκδοχές του λαϊκισμού (σήμερα ιδιαίτερα εμφανές: Μακρόν, Κίνημα 5 Αστέρων και, ίσως, Ciudadanos) με τη φιλελεύθερη μυθολογία της αξίας, της αγοράς και της επιχειρηματικότητας να προτείνεται ενάντια στα «δεσμά» που επιβάλλονται στην αγορά από τον παλιό συνδικαλισμό και από τις οργανώσεις συμφερόντων των υποτελών. Μα πώς; Διεκδικώντας να αναγνωριστεί η αξία της σκληρής δουλειάς του λαού, της δημιουργίας πλούτου από μέρους του και της συνεισφοράς του στα δημόσια οικονομικά και στη φορολογία. Έτσι, τα άτομα γίνονται λαός μέσα από την εργασία –μια εργασία που συντονίζει μέσα από τη λαϊκή ενότητα πλούσιους και φτωχούς, αφεντικά και εκμεταλλευόμενους, διοικητές και διοικούμενους. Οι κανόνες αυτής της εργασίας είναι, ούτε λίγο ούτε πολύ, οι κανόνες του καπιταλισμού, της διαβίωσης μέσα στη σχέση κεφαλαίου. Όμως σήμερα εμφανίζεται μια δυσαναλογία, ή μάλλον, εμφανίζεται μια φασική μετατόπιση, μια ρωγμή στην κατανομή της κοινωνικής εργασίας ανάμεσα σε αφεντικά και εκμεταλλευόμενους, ή καλύτερα, ανάμεσα στο κεφάλαιο και στη ζωντανή εργασία. Αυτή η φασική μετατόπιση συνίσταται στο γεγονός ότι η ζωντανή εργασία γίνεται εμφανής υπό τη μορφή της συνεργασίας.

Η ανάπτυξη των γνωστικών τεχνολογιών και η κοινωνική διεύρυνση του τρόπου παραγωγής, η ζωή μέσα στην εργασία αποδεικνύουν ότι η εργασία δεν είναι πλέον απλά και μόνο μια κοινωνική δύναμη οργανωμένη από το κεφάλαιο, αλλά μια κοινή δύναμη που αρθρώνει και συσπειρώνει την υποκειμενικότητα της ζωντανής εργασίας. Η κοινή ζωντανή εργασία αντιτίθεται στο καθοδηγούμενο εργατικό δυναμικό (υπό τη μορφή της εμπορευματοποιημένης εξατομίκευσης). Η καινοτομία, η επιχειρηματικότητα, η αύξηση της ισχύος της ζωντανής εργασίας βρίσκονται επομένως εκτός της καπιταλιστικής οργάνωσης της παραγωγής (και, συνεπώς, του εργαζόμενου λαού). Σ’ αυτό το σημείο μπορεί να αναγνωριστεί ο λαϊκισμός ως παραποίηση της επιχειρηματικότητας του πλήθους, των κοινών, της ζωντανής εργασίας.

Μόνο σ’ αυτό το σημείο μπορεί να προταθεί μια «ταξική πολιτική». Προωθώντας μια πορεία που υπερβαίνει τον λαϊκισμό, υπογραμμίζοντας από την άλλη το γεγονός ότι αυτός είναι αδύνατο να προταθεί στη μετανεωτεριστική εποχή: συνεπώς πρέπει απλά και μόνο να ανατραπεί. Από την άλλη, είναι καλή και χρήσιμη η αναφορά σε μια πολιτική της αλληλεγγύης και των κοινών στην οποία παρακινεί ο λαϊκισμός. Άρα, σ’ αυτό το πεδίο, ενάντια στην πρόταση της λαϊκίστικης ηγεσίας, πρέπει να αναπτυχθεί σε μέγιστο βαθμό η βασική δημοκρατική αντιπαράθεση. Στο κοινωνικό πεδίο, στις συνδικαλιστικούς αγώνες, στους αγώνες για το κοινωνικό κράτος, στις κοινωνικές απεργίες. Επίσης, στο θεσμικό πεδίο, με προτάσεις υποστήριξης της τοπικής αυτοδιοίκησης και των ομοσπονδιακών λύσεων. Στο συνταγματικό πεδίο με προτάσεις δημιουργίας θεσμών αντι-εξουσίας και με οριζόντιες οργανώσεις πρότασης και ελέγχου. Πρέπει να δοθεί η προοπτική στο πλήθος ενός ευρύτατου πεδίου πάνω στο οποίο η χρησιμοποίηση των αποριών της πολλαπλότητας μπορεί να μεταμορφωθεί σε εμπειρίες ανατροπής κάθε ιδεολογίας του ταυτόσημου και του Ενός. Χωρίς ποτέ να γίνεται σύγχυση της απόρριψης της ηγεσίας με την απόρριψη της οργάνωσης. Στο δεύτερο σημείο, δηλαδή στο θέμα της νομιμοποίησης που αναζητείται στο εθνικό έδαφος, πρέπει να προετοιμαστούν συναντήσεις και στιγμές διεθνούς οργάνωσης καθώς και οργάνωσης σε επίπεδο ηπείρου. Στο τρίτο σημείο, χρειάζεται πρόγραμμα και εναλλακτικές εμπειρίες στα κοινά. Οι δύο μεγάλες εμπειρίες των αγώνων μαζί με τους μετανάστες και των αγώνων του νέου κινήματος των γυναικών πρέπει σ’ αυτό το σημείο να υπογραμμιστούν. Το κλειδί που πρέπει να χρησιμοποιηθεί είναι αυτό του διατομεακού συντονισμού, είναι η άρθρωση των κινημάτων του πλήθους.

Στις θεωρίες της κυριαρχίας τίθενται προσδιορισμοί της φύσης της σε αναφορά με τις τρεις λειτουργίες, «παίρνω», «μοιράζομαι» και «παράγω». Σ’ αυτή την εποχή εμείς προτείνουμε ενάντια στον λαϊκισμό, ως προς το «παίρνω» την οριζόντια άσκηση της ισχύος του πλήθους ενάντια στην κάθετη κυριαρχική. Ως προς το «μοιράζομαι», την άρθρωση των κοινών ενάντια στην υπόσταση «λαός» και ως προς το «παράγω», την επιχειρηματικότητα του πλήθους και την «άρνηση της εργασίας» που οργανώνεται από το κεφάλαιο.

 

* Αυτές οι σημειώσεις είχαν συνταχθεί πριν από τη συνδιάσκεψη για τον λαϊκισμό που έλαβε χώρα στη Ρώμη μεταξύ 16 και 18 Ιουνίου 2017. Στη συνέχεια συμπληρώθηκαν, λαμβάνοντας υπόψη την εξέλιξη της συζήτησης.

Τόνι Νέγκρι

Μετάφραση: Τόνια Τσίτσοβιτς

Πηγή: Η Εποχή