Macro

Το παρελθόν είναι μια διαρκής μάχη στη Βόρεια Ιρλανδία

Ποια είναι η γυναίκα που σε καθηλώνει με το βλέμμα της, στο εξώφυλλο του «Μην πεις λέξη», βραβευμένου έργου του δημοσιογράφου Πάτρικ Ράντεν Κιφ; Ποιο μυστικό την συνέδεε με τον Τζέρι Ανταμς, εμβληματικό Βορειοϊρλανδό πολιτικό της ρεπουμπλικανικής παράταξης; Βασισμένο σε μαρτυρίες, το βιβλίο αναπτύσσεται σαν συναρπαστικό θρίλερ για τις αδελφοκτόνες συγκρούσεις στη Β. Ιρλανδία που μπαίνει σε νέα τροχιά μετά τις εκλογές του Μαΐου 2022.

Το πρόσωπο που ξεπροβάλλει από το βιβλίο του Patrick Radden Keefe, είναι η Ντολόρς Πράις, μέλος από τα νιάτα της του Ιρλανδικού Ρεπουμπλικανικού Στρατού (IRA). Ηταν το «κορίτσι με τις βόμβες» που έκανε απεργία πείνας στη φυλακή, παράλληλα με τους «Δέκα του Μπέλφαστ» και τον Μπόμπι Σαντς, προκειμένου να αναγνωριστεί ως πολιτική κρατούμενη του Ηνωμένου Βασιλείου. Εκείνοι πέθαναν το 1981, εκείνη αφέθηκε ελεύθερη «για ιατρικούς λόγους».

Παρέμεινε μια σκληροπυρηνική Βορειοϊρλανδή μέχρι τον θάνατό της (2013), η οποία έσπασε τη σιωπή της για τη δράση της στον IRA, μετά το 1998. Μετά την ειρηνευτική «Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής» που επέβαλε κατάπαυση πυρός μεταξύ του «Προσωρινού IRA» (Provos) και των παραστρατιωτικών ομάδων των Ενωτικών (Unionist paramilitary groups).

Και έδωσε ένα πρώτο τέλος σε τρεις δεκαετίες αιματηρών συγκρούσεων («ταραχών») στη Β. Ιρλανδία μεταξύ των υπερσυντηρητικών «Ενωτικών» της φιλοβρετανικής προτεσταντικής πλειονότητας, και από την άλλη, των ρεπουμπλικάνων «Εθνικιστών» της καθολικής μειονότητας. Αυτών που ζούσαν σε ένα «σύστημα γκέτο» και βίωναν συνεχείς παραβιάσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων τους. Η «Ματωμένη Κυριακή» του 1972, με τους Βρετανούς αλεξιπτωτιστές να ανοίγουν πυρ σε ειρηνικούς διαδηλωτές στο Ντέρι προκαλώντας 13 θανάτους, ήταν ένα από τα πολλά παραδείγματα.

Εκείνη τη χρονιά, το 1972, η Ντολόρς Πράις και δύο ακόμη πρόσωπα συμμετείχαν στην απαγωγή και εκτέλεση της Τζιν Μακόνβιλ – μιας 38χρονης χήρας, μάνας δέκα παιδιών, θεωρούμενης πληροφοριοδότριας των δυνάμεων Ασφαλείας. Ο Προσωρινός IRA παραδέχθηκε την εκτέλεση το 1999, ο τάφος της εντοπίστηκε το 2003, αλλά ο δολοφόνος της δεν έχει ταυτοποιηθεί επίσημα.

Αυτή η υπόθεση γίνεται για τον Κιφ το κλειδί προκειμένου να διερευνήσει, με τον τρόπο της μη μυθοπλαστικής αφήγησης, τον παραλογισμό της μισαλλοδοξίας στη Β. Ιρλανδία. Και, παράλληλα, του επιτρέπει να φωτίσει τους πολέμους της μνήμης σχετικά με τα ένοπλα αντιστασιακά κινήματα και τα στελέχη που, μετά τη λήξη της ένοπλης πάλης, διεκδικούν ρόλο στην κεντρική πολιτική σκηνή.

Ετσι, στο «Μην πεις λέξη» (Μεταίχμιο, μτφρ. Κ. Πανσέληνος), εμφανίζεται άλλο ένα πρόσωπο-κλειδί που κρατά ρόλο σκοτεινού πρωταγωνιστή. Είναι ο 74χρονος σήμερα Τζέρι Ανταμς, ο εμβληματικός αρχηγός του κόμματος Σιν Φέιν (Sinn Fein) από το 1983 ώς το 2018, εκλεγμένος βουλευτής στο Βρετανικό Κοινοβούλιο (ώς το 2011) για την περιφέρεια του Δυτικού Μπέλφαστ.

Ο Πάτρικ Ράντεν Κιφ τον αντιμετωπίζει ως ηθικό αυτουργό της εκτέλεσης της Τζιν Μακόνβιλ – μια εμπλοκή που ο Ανταμς ανέκαθεν αρνιόταν. Και όταν το 2014 κλήθηκε να καταθέσει σχετικά, αφέθηκε ελεύθερος λόγω μη επαρκών αποδείξεων. Ο συγγραφέας αναζητά παρ’ όλα αυτά το αποτύπωμα του Ανταμς ως μέλους του IRA καθώς αναψηλαφεί στο βιβλίο του την οργάνωση της απαγωγής της Τζιν Μακόνβιλ, και ενόσω περνά από το μικροσκόπιο τις μαρτυρίες της Ντολόρς Πράις, η οποία θεωρούσε προδοτική την πολιτική στρατηγική του «αρχηγού». Ωστόσο, ο Τζέρι Ανταμς δεν έχει πει λέξη μέχρι σήμερα γι’ αυτή την υπόθεση. Και ο συγγραφέας δηλώνει στην «Εφ.Συν.»: «Πιστέψτε με, το προσπάθησα αλλά ο κύριος Ανταμς δεν ενδιαφερόταν να συζητήσει».

Σε όλες του τις διαστάσεις, το ζήτημα αυτό έχει ένα κρίσιμο πολιτικό βάρος που καθιστά το βιβλίο του Πάτρικ Ράντεν Κιφ ιδιαίτερα ενδιαφέρον, ίσως όμως και αμφιλεγόμενο. Οπως μας είπε: «Ελπίζω πως εάν υπάρχει ένα πράγμα που ξεκαθαρίζει το βιβλίο μου, αυτό είναι ότι για την ακραία βία στη Β. Ιρλανδία δεν θα μπορούσε να κατηγορηθεί αποκλειστικά κανένα συγκεκριμένο κόμμα.

Το να υποστηρίζει κανείς κάτι διαφορετικό, σημαίνει ότι ακολουθεί κάποιου είδους φανατική φαντασίωση. Η σύγκρουση κατέληξε σε ένα αδιέξοδο και αυτός είναι ένας λόγος για τον οποίο δεν υπήρξε ποτέ κάποια διαδικασία επούλωσης των πληγών. Και επειδή δεν υπήρξε κάποιος καθοριστικός νικητής, αμφισβητούνται ακόμη και οι όροι με βάση τους οποίους θα μπορούσε να πραγματωθεί η επούλωση».

● Είναι έτοιμη άραγε η Β. Ιρλανδία σήμερα να απελευθερωθεί από όσα την συγκρατούν δεμένη στο βαρύ παρελθόν της;

Το παρελθόν είναι μια συνεχιζόμενη μάχη στη Βόρεια Ιρλανδία. Πρόσφατα επανήλθε στο προσκήνιο, στο πλαίσιο του Brexit. Και εξακολουθούν οι συζητήσεις για το εάν το βρετανικό κράτος θα δώσει αμνηστία για τα εγκλήματα των συγκρούσεων στις «Ταραχές» (1968-1998), εάν θα υπάρξει κάποιας μορφής διαδικασία «αλήθειας και συμφιλίωσης», κ.ο.κ. Μακάρι να μπορούσα να πω ότι η Βόρεια Ιρλανδία είναι έτοιμη να αντιπαρέλθει (shrug off) το παρελθόν της. Ομως, επειδή ώς τώρα δεν το αντιμετώπισε με κανέναν ουσιαστικό τρόπο, το παρελθόν εξακολουθεί να είναι μια πηγή μεγάλων εντάσεων.

● Στο βιβλίο σας εστιάζετε κυρίως στη βία των Ιρλανδών «Εθνικιστών» και όχι στα έργα των «Ενωτικών» υπέρμαχων της βρετανικής κυριαρχίας. Αυτό φαίνεται άδικο και η προσέγγισή σας ενδεχομένως να θεωρηθεί μεροληπτική προς την προτεσταντική πλειονότητα.

Δεν θα μπορούσα παρά να εναντιωθώ στον χαρακτηρισμό σας για μεροληψία. Επέλεξα να εστιάσω σε μια συγκεκριμένη ιστορία, κάτι που είναι το δικαίωμα οποιουδήποτε δημοσιογράφου ή συγγραφέα. Η ιστορία που αφηγούμαι είναι, αυτή που κατά τη γνώμη μου παρουσίαζε το μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Το ξεκαθαρίζω απόλυτα πως δεν πρόκειται για ολόκληρη την ιστορία των «Ταραχών» του 1968-1998. Αυτό που κάνω είναι ότι αφηγούμαι ρητά το πώς ένα φαινόμενο που αντιμετωπιζόταν ανέκαθεν με τον τρόπο του «ναι μεν, αλλά» (whataboutery), έκανε εντέλει τους ανθρώπους να παραλύουν όταν καλούνταν να συζητήσουν για το παρελθόν.

Διότι κυριαρχούσε η αίσθηση πως οτιδήποτε λεγόταν θα έπρεπε να κρατά ένα είδος απόλυτης παραταξιακής ισορροπίας (perfect sectarian balance). Ομως η καθαρή αντικειμενική Ιστορία δεν υπάρχει. Εγώ λοιπόν προσφέρω μια αναθεωρητική άποψη (revisionist point of view) –τη δική μου υποκειμενική άποψη– σχετικά με μια σειρά γεγονότων τα οποία μυθοποιήθηκαν και προκάλεσαν συγκρούσεις για πέντε δεκαετίες.

● Μια από τις πηγές σας, ο Αντονι Μακιντάιρ, πρώην εθελοντής του IRA και κατοπινός πολέμιος της ηγεσίας του Σιν Φέιν και της στρατηγικής της σε καιρό ειρήνης, δηλώνει ότι οι δυνάμεις Ασφαλείας (PSNI) στη Β. Ιρλανδία προσπάθησαν μάλλον να αποκρύψουν παρά να αποκαλύψουν την αλήθεια. Μπορείτε να μας δώσετε μια εικόνα του πώς λειτούργησαν αυτές αλλά και οι παραστρατιωτικές ομάδες των «Ενωτικών»;

Το βιβλίο καθιστά σαφές ότι γίνονταν απαίσιες φρικαλεότητες από όλες τις πλευρές στις «Ταραχές», οπωσδήποτε λοιπόν και από τους πιο ακραιφνείς παραστρατιωτικούς των «Ενωτικών» (Loyalists UVF, UDA) και προφανώς προς όφελος του κράτους. Δεν είναι καθόλου ουδέτερη η πλευρά του βρετανικού κράτους –το οποίο εξακολουθεί να ασκεί μεγάλο έλεγχο στο πώς θα μελετηθεί αυτό το βίαιο παρελθόν και πώς θα αντιμετωπιστεί–, πράγμα που αποτελεί μέρος του προβλήματος σήμερα. Το βρετανικό κράτος είναι ένοχο για μια συμπεριφορά ειδεχθή και παράνομη στη Βόρεια Ιρλανδία, με βασανιστήρια, σφαγές, στοχευμένες δολοφονίες. Και οι επιδόσεις του στο να ξεπλένει τη δική του μελανή ιστορία είναι τέτοιες που δεν προκαλούν ιδιαίτερη αισιοδοξία…

● Ας εστιάσουμε στη μειονότητα των ρεπουμπλικάνων «Εθνικιστών» που αντιμετώπισε πολύ σοβαρά κοινωνικά προβλήματα με την κάλυψη των βρετανικών νόμων, οπότε ποιες εναλλακτικές είχε; Παθητική ανυπακοή, ενεργητική ανυπακοή, ένοπλη αντίσταση. Αυτήν επέλεξαν οι αριστεροί εθνικιστές. Γιατί κατηγορήθηκαν για «τρομοκρατία» ενώ αγωνίζονταν για την ελευθερία και τα πολιτικά τους δικαιώματα;

Υπάρχουν εκδοχές αντίστασης, ακόμη και ένοπλης αντίστασης, που… δεν τα καταφέρνουν να σκοτώσουν τόσους πολλούς αθώους πολίτες.

● Στο «Μην πεις λέξη» επισημαίνετε ότι οι συνεντεύξεις από το ερευνητικό πρόγραμμα προφορικής ιστορίας του Κολεγίου της Βοστόνης σχετικά με τις «Ταραχές» χρησιμοποιήθηκαν ως πολιτικό όπλο για να στοιχειοθετηθεί η ενοχή αγωνιστών μεταξύ των Ιρλανδών «Εθνικιστών», παρότι υπήρχε ρήτρα μεταθανάτιας αποσφράγισής τους. Πώς σχολιάζετε το ηθικό ζήτημα που ανακύπτει; Δεν είναι άραγε κάτι παρόμοιο με τη δική σας προσέγγιση αφού αξιοποιήσατε ορισμένες συνεντεύξεις σαν να επρόκειτο για αδιαμφισβήτητη απόδειξη αλήθειας;

Καθόλου. Εγώ δεν είμαι εισαγγελέας, ούτε αστυνομικός. Και δεν έχω καμία απολύτως πολιτική ατζέντα. Στο βιβλίο μου κάνω ακριβώς τη διάκριση ανάμεσα στους αντιτιθέμενους στόχους της δικαιοσύνης και της αλήθειας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αναζητώ τη δικαιοσύνη, αναζητώ την αλήθεια. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι κάθε προσωπική μαρτυρία ή υποκειμενική προφορική ιστορία μπορεί να υποκαταστήσει την απόλυτη αλήθεια, γι’ αυτό και κανείς δεν βασίζεται σε μονάχα μια πηγή. Στη δική μου περίπτωση αυτό σήμαινε επτά ταξίδια στη Β. Ιρλανδία, επίσης συνεντεύξεις με παραπάνω από εκατό πρόσωπα, και, παράλληλα, τεκμηρίωση των μαρτυριών προφορικής ιστορίας με βάση τη σχετική ειδησεογραφία στον Τύπο της εποχής.

Ετσι έγινε με τις συνεντεύξεις π.χ. του Μπρένταν Χιουζ για το Κολέγιο της Βοστώνης, που είχα στα χέρια μου και στις οποίες βασίστηκα. Κάποιες φορές όλο αυτό σήμαινε έναν σκεπτικισμό από μέρους μου για τα λεγόμενα ορισμένων ανθρώπων. Υπάρχουν π.χ. σημεία όπου παραθέτω μεν την Ντολόρς Πράις, αλλά εκφράζω αμφιβολίες για το αν μπορούμε να πιστέψουμε τη συγκεκριμένη άποψη. Ετσι δουλεύει η καλή δημοσιογραφία: συγκεντρώνεις τις μαρτυρίες διαφόρων ανθρώπων, τις τσεκάρεις και τις ξανατσεκάρεις, και παρουσιάζεις αυτό που, με βάση την έρευνά σου, είναι η πιο κοντινή εκδοχή στην αλήθεια.

● Είστε Αμερικανός με καταγωγή από την Ιρλανδία και την Αυστραλία. Στις ΗΠΑ ζει πια και ο Ιρλανδός Κόλουμ ΜακΚαν, ο οποίος με το μυθιστόρημα «Υπερατλαντικός» (2013) αποτύπωσε, το παρασκήνιο της Συμφωνίας της Μ. Παρασκευής που τερμάτισε την ένοπλη αδελφοκτόνα βία στη Β. Ιρλανδία. Από την πλευρά σας, φωτίζετε το συγκρουσιακό κλίμα στη Β. Ιρλανδία πριν (επί Θάτσερ) αλλά και μετά τη Συμφωνία. Σκεφτήκατε ποτέ ότι το βιβλίο σας θα μπορούσε να υποδαυλίσει μια πόλωση ή να επηρεάσει την κοινή γνώμη εναντίον του Τζέρι Ανταμς, που συμμετείχε στη διαπραγμάτευση και είχε πολιτική ακτινοβολία;

Γνωρίζω και θαυμάζω τον Κόλουμ ΜακΚαν και το μυθιστόρημά του, αλλά το δικό μου εγχείρημα είναι κάτι διαφορετικό. Και πάντως δεν πιστεύω πως θα μπορούσε να υπονομεύσει την ειρήνη στη Β. Ιρλανδία – απόδειξη το ότι το βιβλίο μου κυκλοφορεί εκεί τρία χρόνια τώρα, χωρίς να υπάρξει καμία φανερή συνέπεια. Ας μιλήσουμε όμως πιο συγκεκριμένα.

Πολύς κόσμος έχει χρησιμοποιήσει ως δικαιολογία το φάντασμα της απειλούμενης ειρηνευτικής διαδικασίας, προκειμένου να αποσιωπήσει τις διαφωνίες που υπήρξαν και να συντηρήσει κάποια συγκεκριμένα αφηγήματα σχετικά με τις «Ταραχές». Ως δημοσιογράφος, δουλειά μου είναι να βγω στο πεδίο, να κάνω έρευνα σε βάθος, να κατανοήσω τα ζητήματα που προκαλούν αντιπαραθέσεις, και να γράψω τι βλέπω. Νομίζω πως όταν ένας δημοσιογράφος αποκρύπτει ορισμένες ιστορίες με βάση ό,τι εκείνος αντιλαμβάνεται ως πιθανές επιπτώσεις, τότε έχει πάψει να είναι δημοσιογράφος.

● Ποια είναι η προσωπική σας άποψη για τον Τζέρι Ανταμς; Υπήρξε ένας οπορτουνιστής πλήρους απασχόλησης ή ένας ρεαλιστής πολιτικός που πέτυχε τους στόχους του;

Γιατί πρέπει να είναι είτε το ένα είτε το άλλο; Ο Τζέρι Ανταμς είναι και τα δύο, πράγμα που αποτελεί ένα από τα στοιχεία που τον καθιστούν έναν συναρπαστικό χαρακτήρα.

Υπάρχουν πάντως δύο νέες γυναίκες στο τιμόνι του σημερινού Σιν Φέιν, οι οποίες έχουν φέρει στο προσκήνιο αυτό το κόμμα που υπήρξε η πολιτική πτέρυγα του IRA και αντιμετωπιζόταν για πολλά χρόνια ως πολιτικός παρίας. Είναι η Μέρι-Λου Μακντόναλντ στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας και η Μισέλ Ο’Νιλ στη Β. Ιρλανδία, Πώς βλέπετε να εξελίσσεται το πολιτικό σκηνικό με δεδομένο και το ότι η Β. Ιρλανδία είχε ψηφίσει το 2016 εναντίον του Brexit;

Το Σιν Φέιν πάντως τα κατάφερε, μέσα από νεότερα στελέχη όπως η Μέρι-Λου Μακ Ντόναλντ και η Μισέλ Ο’ Νιλ, να προχωρήσει πέρα από τη σκιά των «Ταραχών» και του Τζέρι Ανταμς. Και επανεφηύρε τον εαυτό του ως ένα κόμμα με ευρύτατη πολιτική απήχηση. Οι δυο τους ανήγγειλαν ότι θα διεκδικήσουν να διεξαχθεί το δημοψήφισμα για την επανένωση της Ιρλανδίας που, θεωρώ πως είναι ζήτημα χρόνου να πραγματωθεί. Η ειρωνεία, είναι ότι τρεις δεκαετίες βίας απέτυχαν να οδηγήσουν σε μια Ενωμένη Ιρλανδία, αλλά το Brexit μπορεί όντως να προκαλέσει αυτή την επανένωση.

Αστέρι της ερευνητικής δημοσιογραφίας, αρθρογράφος στον NewYorker με καταγωγή από το Ιρλανδικό Κορκ, ο Πάτρικ Ράντεν Κιφ έχει διακριθεί για τα μη μυθοπλαστικά αφηγήματά του. Οπως το «Μην πεις λέξη» που τιμήθηκε με το Βραβείο Οργουελ 2019 και αξιοποιεί αδημοσίευτες συνεντεύξεις για να αποτυπώσει το πολωμένο τοπίο στη Β. Ιρλανδία κατά την τελευταία 50ετία. Εχει ενδιαφέρον ότι η αμερικανική έκδοση (Doubleday 2019) έχει υπότιτλο που αναφέρεται στην αλήθεια, τους φόνους και τη μνήμη, «A true story of murder and memory in Northern Ireland», ενώ η ελληνική (Μεταίχμιο 2020, ) επιλέγει το «Βία και προδοσία στη Βόρεια Ιρλανδία – Η κρυφή ιστορία του IRA».

Μικέλα Χαρτουλάρη

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ