Macro

Στέφανος Δημητρίου: Το νέο κοινωνικό ζήτημα

Η πανδημία είναι η πλέον ευεπίφορη στιγμή για τρεις παράλληλες κινήσεις, δηλαδή για την ταυτόχρονη αντιμεταρρύθμιση στο πεδίο της εργασίας, των δικαιωμάτων και των δημοσίων αγαθών

 

Ι. Η αντιμετώπιση των κρίσεων είναι, για τη δημοκρατία, πεδίο στο οποίο δοκιμάζεται η λειτουργία των θεσμών. Σε τέτοιες περιόδους, η κοινωνία αντιλαμβάνεται όλα τα συναφή προβλήματα ως προβλήματα των λειτουργιών του κράτους, το οποίο δοκιμάζεται και ως μηχανισμός διαχείρισης κρίσεων. Η κοινωνία συχνά συλλαμβάνει τις λειτουργίες του κράτους στην ενιαία μορφή τους και τις ταυτίζει με το πολίτευμα. Η υγειονομική και οικονομική κρίση δοκιμάζει την αξιοπιστία των δημοκρατικών, πολιτικών θεσμών, εφόσον τα προβλήματα που αφορούν την κρατική πολιτική, ως προς την αντιμετώπιση της υγειονομικής και οικονομικής κρίσης, γίνονται αντιληπτά και ως προβλήματα της ίδιας της δημοκρατίας. Αυτό μάς οδηγεί στο κατεξοχήν κρίσιμο ερώτημα: είναι η δημοκρατία πολίτευμα ικανό να προστατεύσει τους πολίτες, σε τέτοιες κρίσεις, κατά τις οποίες απειλείται, όχι μόνο η υγεία τους, αλλά και η ίδια η ζωή τους; Το ερώτημα συνδέεται αρραγώς με το πώς καταλαβαίνει κανείς τη λειτουργία του κράτους σε τέτοιες συνθήκες. Πυρήνας του ερωτήματος είναι το αν η συγκεκριμένη κρίση επηρεάζει, όχι μόνο τις λειτουργίες του πολιτεύματος, μέσω της κρινόμενης αποτελεσματικότητας των λειτουργιών του κράτους ως μηχανισμού διαχείρισης κρίσεων, αλλά και το αν επηρεάζει τα θεμελιώδη γνωρίσματα που συνθέτουν τη φυσιογνωμία του πολιτεύματος, ώστε να το καθιστούν αναγνωρίσιμο ως δημοκρατία.

Τα παραπάνω τίθενται ως ζητήματα στο πεδίο της αντιπαράθεσης, στο οποίο τίθεται εν αμφιβόλω η αναγκαιότητα του κράτους, ζητείται η συρρίκνωσή του και απαξιώνεται ως κακός επιχειρηματίας, ώστε να προβάλλεται η ιδιωτικοποίηση δημοσίων αγαθών. Τίποτε, όμως, από αυτά δεν μπορεί να συσκοτίσει τον ρόλο του κράτους ως ρυθμιστικού μηχανισμού όλων των λειτουργιών στο πεδίο της κοινωνίας και της οικονομίας, άρα στο πεδίο που καταγράφονται οι βαρειές απώλειες. Ταυτόχρονα, με τη μετατροπή –ή τη μετάφραση– των ζητημάτων της αντίστοιχης κρατικής πολιτικής σε ζητήματα δημοκρατίας, αναδεικνύεται και ένα ζήτημα κυριαρχίας.

 

Η κυριαρχία σε συνθήκες κρίσης

Αναδεικνύεται το ίδιο το ζήτημα της κυριαρχίας σε συνθήκες κρίσεις, σε έκτακτες συνθήκες –όχι κατ’ ανάγκην όπως τις συνέλαβε, τις διατύπωσε και τις επεξεργάστηκε η πολιτική και πολιτειολογική θεωρία του μεσοπολέμου– αλλά, πάντως, σε συνθήκες αποκλίνουσες από την κανονικότητα και το συνεχές των εκδηλώσεων και των λειτουργιών της. Τι δικαιολογεί –ή και τι επιτάσσει– η πανδημία ως έκτακτη κατάσταση, ως εξαιρετική συνθήκη, η οποία, με σκοπό την προστασία του πληθυσμού, απαιτεί αντίστοιχα μέτρα, και ποιο σύστημα θα επιβάλει και θα νομιμοποιήσει αυτά τα μέτρα; Μπορεί το υφιστάμενο πλαίσιο ελευθεριών και δικαιωμάτων να συμπεριλάβει τις έκτακτες ρυθμίσεις και να τις ενσωματώσει στο σύνολο των εγγυήσεών του; Εάν δεν συμβεί αυτό, τότε η απάντηση ίσως δοθεί μέσα από ένα δίκαιο ανάγκης, το οποίο θα επιβάλει προσωρινές ρυθμίσεις, οι οποίες, όμως, παρατεινόμενες, αποκτούν σταθερότητα και διάρκεια, ώστε να συγκροτήσουν ένα νέο κανονιστικό πλαίσιο ή, ακόμη, και τον κανόνα ο οποίος θα ορίσει την καινούργια κανονικότητα.

Σε αυτές τις συνθήκες, ο ρόλος της εκτελεστικής εξουσίας είναι καθοριστικός. Ο γνώμονας για την ορθή λήψη αποφάσεων είναι ο αναλογικός προσδιορισμός της σχέσης ανάμεσα στη διαφύλαξη ενός υπό διακινδύνευση αγαθού, όπως η Δημόσια Υγεία, και του αναγκαίου περιορισμού δικαιωμάτων, αλλά μόνο όταν διασφαλίζονται όλα τα εχέγγυα ως προς την προστασία της ουσίας, του πυρήνα των σχετικών δικαιωμάτων. Αντί όλων αυτών, η κυβέρνηση επιδόθηκε σε ασκήσεις ολοκληρωτισμού, κυρίως με τον έλεγχο των ΜΜΕ, διά της μη αναγκαίας χρηματικής τους ενίσχυσης και των χαριστικών μέτρων, ως προς τις σχέσεις των ιδιοκτητών τους με τους εργαζόμενους, ώστε να εξασφαλίσει την προπαγανδιστική τους υποστήριξη. Ακύρωσε κάθε δυνατότητα διαφανούς λειτουργίας των οργάνων που λαμβάνουν αποφάσεις με καθοριστικές συνέπειες τόσο για την εθνική οικονομία όσο και για τη ζωή των ανθρώπων. Η αρχή της δημοσιότητας δεν δεσμεύει την επιτροπή των λοιμωξιολόγων, η οποία, με το να μη δημοσιεύει τα πρακτικά των συζητήσεων και το αιτιολογικό σκεπτικό των σχετικών εισηγήσεων και αποφάσεων, συντείνει στην απονομιμοποίηση της λειτουργίας των θεσμών και κλονίζει την εμπιστοσύνη των πολιτών σε αυτούς.

Δεν είναι περίεργο, εφόσον ούτε η κυβέρνηση αισθάνεται ότι υπόκειται στις δεσμεύσεις που απορρέουν από τον κανόνα της λογοδοσίας. Παραλλήλως, η λήψη των αποφάσεων γίνεται εκτός του πεδίου –και κατά παρέκκλιση από τον κανόνα– της δημοκρατικής διαβούλευσης, χωρίς τη συμμετοχή αρμόδιων φορέων και πολιτικών κομμάτων, δηλαδή ερήμην της κοινωνίας , οπότε βαθαίνει η πολιτική υποαντιπροσώπευση, με αποτέλεσμα η κυβερνητική πολιτική να εμπίπτει στις περιπτώσεις της ολιγαρχικής, ολοκληρωτικού τύπου, άσκησης της εκτελεστικής εξουσίας. Φαίνεται αυτό και από την κατάρτιση και ψήφιση νομοσχεδίων, χωρίς την απαιτητέα πρωθύστερη διαβούλευση και τη σχετική κατάθεση προτάσεων. Η κυβερνητική πολιτική συνιστά απόκλιση από τους κανόνες μιας ευσύντακτης δημοκρατικής, πλουραλιστικής κοινωνίας. Πρόκειται για εκφώνηση εντολών που επιβάλλονται στην κοινωνία με την αστυνομική αυθαίρετη και απρόκλητη βία, όπως την παρακολουθούμε από τον Νοέμβριο του 2019, να συνεχίζεται αδιατάρακτη μέχρι και τώρα και να θυμίζει την εποχή του Μπάλκου (άλλωστε επανήλθαν οι διαβόητες αύρες). Το αρμόδιο υπουργείο ορθώς δεν ονομάζεται πια «Υπουργείο Δημοσίας Τάξεως», γιατί, πλέον, είναι ο μηχανισμός διασάλευσης, μέσω της αστυνομικής αυθαιρεσίας, της δημόσιας συνταγματικής, δημοκρατικής τάξης και νομιμότητας.

 

II. Ο κανόνας της κυβερνητικής πολιτικής εξηγεί τα παραπάνω. Η κυβέρνηση έχει υποκαταστήσει τη φυσική επιλογή ως προς τη διαχείριση της πανδημίας, δηλαδή την «ανοσία της αγέλης» με την κοινωνική-ταξική επιλογή ως προς το ποιοι θα πληγούν, κυρίως, και από την πανδημία και από τις ολετήριες οικονομικές της επιπτώσεις. Πάλι, όμως, με τα κριτήρια που αναλογούν στη μεταφορά της «ανοσίας της αγέλης» στην οικονομία. Άλλωστε, ο υφυπουργός Οικονομικών, κ. Γ. Ζαββός, είχε ήδη, από τον Μάιο, δηλώσει ότι η χρηματοδότηση των τραπεζών δεν θα κατευθυνθεί προς τις «επιχειρήσεις – ζόμπι», δηλαδή προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οπότε οι συνέπειες θα πλήξουν τον πυρήνα της ελληνικής κοινωνίας και οικογένειας. Αυτό, συνδυαζόμενο με τον νέο πτωχευτικό κώδικα, συμπυκνώνει τον νεοφιλελεύθερο κώδικα: μαζί με τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, θα πτωχεύσουν οι ιδιοκτήτες τους και ως ιδιοκτήτες των σπιτιών τους. Αίρονται οι εγγυήσεις αξιοπρεπούς διαβίωσης. Με τον πτωχευτικό κώδικα πτωχεύει η ίση δυνατότητα βιοτικής αυτοτέλειας όλων. Έτσι, όμως, πτωχεύει και η ίση ατομική ελευθερία ως ίσο δικαίωμα στην ίση βιοτική αυτοτέλεια. Αυτό δεν είναι σαν εκδρομή στην Πάρνηθα. Δεν είναι μια στιγμή ανεμελιάς. Είναι συστηματική αντιμεταρρύθμιση.

Γίνεται πιο ξεκάθαρο, εάν συνδυαστεί με την αντιμεταρρύθμιση ως προς τη ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, δηλαδή με την κατάργηση του ν. 1264/1982 και την επαναφορά του πνεύματος του ν. 330/1976. Η κυβερνητική διαχείριση της πανδημίας συμπίπτει με την εργασιακή αντιμεταρρύθμιση και την αστυνομική περιστολή θεμελιωδών συνταγματικών ελευθεριών και δικαιωμάτων, ατομικών και συλλογικών. Αίρονται κοινωνικά και εργασιακά δικαιώματα, περιορίζονται και τα ατομικά δικαιώματα και υπονομεύονται τα δημόσια αγαθά, εφόσον, μαζί με την κατάρρευση του Δημόσιου Συστήματος Υγείας, μέσω της καθιέρωσης ιδιωτικών ΙΕΚ για μαθητές Γυμνασίου, αποκόπτεται μεγάλο μέρος του νεανικού πληθυσμού από τη δυνατότητα να αποκτήσει μορφωτική καλλιέργεια και γνώση, προκειμένου να αποτελέσει το πάμφθηνο, αναλώσιμο δυναμικό, που θα ενταχθεί στην, εκτός κανονιστικών ρυθμίσεων, αγορά εργασίας, έτσι όπως αυτή θα διαμορφωθεί μετά την πλήρη αποδιάρθρωση του Εργατικού Δικαίου και της σχετικής νομοθεσίας. Οι νέες εργασιακές σχέσεις χρειάζονται νέους πληβείους. Αυτό λέγεται και ancienne regime.

 

Ο μετασχηματισμός του κοινωνικού ζητήματος

Η πανδημία είναι η πλέον ευεπίφορη στιγμή για αυτές τις τρεις παράλληλες κινήσεις, δηλαδή για την ταυτόχρονη αντιμεταρρύθμιση στο πεδίο της εργασίας, των δικαιωμάτων και των δημοσίων αγαθών. Και αυτό επειδή και τα τρία συνδέονται. Η πλήρης απαξίωση της εργασίας δεν μπορεί να συντελεσθεί χωρίς τη συρρίκνωση των δικαιωμάτων, ατομικών και συλλογικών, δηλαδή και της δημοκρατικής αρχής και των αρχών του πολιτικού φιλελευθερισμού. Η απειλή κατά του κοινωνικού κράτους εκδηλώνεται και εναντίον του κράτους δικαίου. Ο νεοφιλελεύθερος φονταμενταλισμός μπορεί να επιτύχει το αντιμεταρρυθμιστικό του πρόγραμμα, εφόσον τα προαναφερθέντα πεδία τα καταστήσει ένα ενιαίο πεδίο, επί του οποίου θα επιβάλλει τις αντιμεταρρυθμιστικές αλλαγές του. Είναι στρατηγική ενοποίησης. Για να επιτευχθεί αυτό, θα πρέπει να πληγεί και ο δημοκρατικός – φιλελεύθερος πολιτικός πλουραλισμός, δηλαδή και οι κύριες αρχές του πολιτικού φιλελευθερισμού, όπως ο περιορισμός του δικαιώματος στη διαδήλωση, το οποίο εμπεριέχει και δημοκρατικά και πολιτικά φιλελεύθερα στοιχεία.

Τα παραπάνω μετασχηματίζουν τον ίδιον τον πυρήνα του κοινωνικού ζητήματος και, συνεπώς, ανακαθορίζουν τη σημασία του. Αυτός ο μετασχηματισμός επιφέρει αντίστοιχες αλλαγές και σε θεμελιώδη χαρακτηριστικά του πολιτεύματος, οι οποίες αποτυπώνονται και στα δημοκρατικά και στα δικαιοκρατικά του γνωρίσματα. Πώς αλλιώς, όμως, εκδηλώνεται αυτό; Εκδηλώνεται με την εντεινόμενη υπονόμευση του κοινωνικού κεκτημένου και την ταυτόχρονη υποβάθμιση του επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης, δηλαδή των συνθηκών που θα καθιστούσαν εφικτή την εν τοις πράγμασι απόλαυση των ατομικών ελευθεριών. Οι τελευταίες, όμως, αποσπώνται από τη σφαίρα των ίσων δικαιωμάτων και περιέρχονται στο κλειστό πεδίο των προνομίων –των ολιγαρχικών προνομίων– τα οποία, για να εδραιωθούν, προϋποθέτουν αυτή τη νεοφιλελεύθερη, ολιγαρχική αντιμεταρρύθμιση. Αυτός είναι ο ανοιχτός λογαριασμός του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού με τη δημοκρατία. Είναι ο ίδιος λογαριασμός που, ιστορικώς, από την πλευρά του καπιταλισμού, ανοίχθηκε ως φασισμός. Αυτός είναι και ο μετασχηματισμός του κοινωνικού ζητήματος. Πλέον, το κοινωνικό ζήτημα δεν μπορεί να διαχωρισθεί από το ζήτημα της δημοκρατίας. Το νέο κοινωνικό ζήτημα δεν μπορεί παρά να είναι το δημοκρατικό – κοινωνικό ζήτημα. Η δημοκρατία δεν θα μπορεί να υπάρξει χωρίς κοινωνική δικαιοσύνη και πολιτικά φιλελεύθερο πλουραλισμό, αλλά και πέραν της ιστορικής προοπτικής του μετασχηματισμού της σε κοινωνική δημοκρατία.

 

III. Τι μπορεί να σημαίνουν τα παραπάνω για τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ; Μάλλον αναδεικνύουν την κρισιμότητα της διαμόρφωσης και ανάδειξης μιας στρατηγικής που θα αποσκοπεί στον σοσιαλιστικό κοινωνικό μετασχηματισμό. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ είναι κόμμα της Αριστεράς, επειδή είναι κόμμα που αποβλέπει σε αυτόν τον μετασχηματισμό, στον σοσιαλισμό. Σε αυτό έγκειται και ο ριζοσπαστισμός του. Για τον ίδιο λόγο, χρειάζεται και ένα συνεκτικό πρόγραμμα άμεσων και βαθειών μεταρρυθμιστικών αλλαγών, που θα φέρουν το γνώρισμα της στρατηγικής του απόβλεψης, αλλά κυρίως θα εστιάζονται στο να αλλάξουν και να βελτιώσουν την καθημερινότητα των ανθρώπων, μέσω μιας πολιτικής μακράς οικονομικής ανάπτυξης, με τη στήριξη, πρωτίστως, των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και των ασθενέστερων στρωμάτων, καθώς και την αναδιοργάνωση των δομών του κοινωνικού κράτους και της αντίστοιχης διαφύλαξης και ενίσχυσης των δημοσίων αγαθών. Χρειάζεται μια ακόμη πιο άμεση δέσμη θετικών προτάσεων, οι οποίες θα πυκνώνουν τον κριτικό, αντιπολιτευτικό λόγο του, ώστε αυτός να έχει περιεχόμενο, προκειμένου η κοινωνία να μην τον ακούει ως κενόηχη, άρα χωρίς αντίκρισμα, καταγγελία. Το άμεσο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ μπορεί να συνθέσει τη ριζοσπαστική προοπτική του κοινωνικού μετασχηματισμού με τις βραχείες, εξίσου ριζοσπαστικές όμως, μεταρρυθμιστικές αλλαγές που θα ορίζονται με τον γνώμονα της κοινωνικής δικαιοσύνης, αλλά και της αποτελεσματικής διαχείρισης της υγειονομικής και της οικονομικής κρίσης, καθώς και της αποτελεσματικής αντιμετώπισης των προβλημάτων.

 

Πρόγραμμα αποτελεσματικής πολιτικής

Η κοινωνία, αυτήν τη στιγμή, περιμένει ένα πρόγραμμα αποτελεσματικής πολιτικής. Η αποτελεσματική πολιτική είναι αυτή την οποία θα αναγνωρίσει ως αξιόπιστη πολιτική. Και η προγραμματική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ θα μπορεί να είναι αποτελεσματική, και άρα αξιόπιστη, ακριβώς επειδή θα εγγράφεται στην προοπτική του σοσιαλιστικού κοινωνικού μετασχηματισμού, αλλά και θα εξειδικεύεται στις παρούσες συνθήκες, σε αναφορά προς συγκεκριμένα προβλήματα των συγκεκριμένων ανθρώπων, αυτών δηλαδή που χειμάζονται από αυτά τα προβλήματα. Αυτό θα είναι και το πολιτικό «νεύρο» του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, τόσο ισχυρό, ως προς την άσκηση αποτελεσματικής πολιτικής για την καθημερινότητα, όσο στέρεο θα πρέπει να είναι και το ιδεολογικό του έρμα, το οποίο θα αντιστοιχεί στον σοσιαλιστικό του προσανατολισμό. Έτσι μπορεί να αποτελέσει κορμό μιας πλειοψηφικής κυβερνητικής δυναμικής, ικανής να αλλάξει τα πράγματα, τώρα, για τους συγκεκριμένους, πραγματικούς ανθρώπους και τις ανάγκες τους. Και αυτό, επειδή πολύ απλά, είναι ένα αριστερό κόμμα, άρα ένα σοσιαλιστικό κόμμα. Γιατί δεν μπορεί να είναι το ένα χωρίς το άλλο. Αλλιώς δεν θα είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο, οπότε θα είναι ακατανόητο το γιατί θα τύχει της προτίμησης της κοινωνίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ πρέπει να ξέρει να κάνει αποτελεσματική διαχείριση, επειδή έχει και στρατηγικό προσανατολισμό. Τα αριστερά κόμματα δεν είναι διαχειριστές πολυκατοικίας. Είναι δυνάμεις εκσυγχρονισμού, δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων και συντελεστές κοινωνικών αλλαγών. Και αυτό κάνει ένα αριστερό κόμμα: ξέρει πώς να κοιτάζει, όταν το κοιτάζουν. Με άλλα λόγια, όταν η κοινωνία σε κοιτάξει στα μάτια, επειδή κάτι θα περιμένει από σένα, δεν γίνεται να της κάνεις γκριμάτσες.

Ο Στέφανος Δημητρίου είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου.

Πηγή: Η Εποχή