Macro

Θόδωρος Παρασκευόπουλος: Πού θα βρούμε τα λεφτά;

Η συνάντηση Μητσοτάκη – Φον ντερ Λάιεν για τη συνδρομή της ΕΕ στην αποκατάσταση των ζημιών από τις πλημμύρες και τις πυρκαγιές δεν ήταν τόσο επιτυχής, όσο λέει η κυβέρνηση.
 
Το «καθαρό» ποσόν που πιθανόν να δοθεί στην Ελλάδα από τα ευρωπαϊκά ταμεία δεν υπερβαίνει τα 450 εκατομμύρια ευρώ και μάλλον είναι τα μισά· τα υπόλοιπα, μέχρι τα 2,25 δισεκατομμύρια για τα οποία πανηγυρίζει η κυβέρνηση, είναι χρήματα που είτε δεν απορρόφησε η ελληνική κυβέρνηση, είτε περισσέψανε από άλλα ταμεία, είτε προορίζονται για άλλα έργα που δεν θα γίνουν· επιπλέον είναι κάθε άλλο παρά βέβαιο ότι θα δοθούν.
 
Πολλά ΜΜΕ, κάθε άλλο παρά μόνο τα αντιπολιτευόμενα, είχαν αναλυτικά ρεπορτάζ για το ζήτημα. Φυσικά, απ’ όπου και αν προέρχονται αυτοί οι πόροι, είναι καλοδεχούμενοι, αν σκεφτούμε πόσο μεγάλη είναι η ζημιά: τα 10 δισεκατομμύρια που αναφέρθηκαν, είναι μάλλον μικρό ποσοστό των πραγματικών αναγκών.
 
Εάν είναι έτσι και εάν πρόκειται να αποκατασταθούν οι ζημιές στις υποδομές –συμπεριλαμβανόμενου και του εκσυγχρονισμού τους–, αν πρόκειται να αποζημιωθούν όσα νοικοκυριά και όσες επιχειρήσεις καταστραφήκανε, ώστε να ξαναπατήσουν στα πόδια τους, αν είναι να αναμορφωθεί η αγροτική παραγωγή της Θεσσαλίας, αν είναι να ξαναχτιστούν ολόκληρα χωριά, αν πρόκειται να τεθεί η Δαδιά σε καθεστώς ύψιστης προστασίας, τότε χρειάζεται αναμόρφωση όλου του προϋπολογισμού του κράτους, ακύρωση των σχεδίων για πλεονάσματα τα επόμενα χρόνια –γιατί βέβαια, το εγχείρημα έχει ορίζοντα δεκαετίας τουλάχιστον. Η κυβέρνηση δεν φαίνεται να προτίθεται να σχεδιάσει κεντρικά και να εφαρμόσει αποκεντρωμένα μέτρα αποκατάστασης. Ούτε φαίνεται διατεθειμένη να υπολογίσει και να ανακοινώσει το συνολικό κόστος, ώστε να μπορεί να υπάρξει σχέδιο για τις ενέργειες που χρειάζονται και δημόσια συζήτησή του.
 
 
Η αντιπολίτευση έχει ευθύνη
 
 
Αυτά τα, μέχρι σήμερα, δεδομένα βάζουν την αντιπολίτευση, συγκεκριμένα τα κόμματα του προοδευτικού χώρου και ιδιαίτερα την Αριστερά, μπροστά σε αποφάσεις που δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι έχουν αρχίσει να τις σκέφτονται. Ειδικά για τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, το κενό στο γραφείο προέδρου δεν είναι δικαιολογία. Οι πρόεδροι δεν εκλέγονται εν κενώ, αλλά για να συνεχίσουν, μεταξύ άλλων, δουλειές που τα κόμματά τους έχουν ήδη ανοίξει –δεν χρειάζεται να τα σκεφτούν μόνες τους ή μόνοι τους από την αρχή.
 
Κανείς δεν ζητάει από την αντιπολίτευση λεπτομερές σχέδιο –αυτό μόνο η κυβέρνηση μπορεί να το καταστρώσει με τη βοήθεια της γραφειοκρατίας. Όμως το γενικό πλαίσιο και την κατεύθυνση θα έπρεπε τα κόμματα της Αριστεράς ήδη να τα έχουν παρουσιάσει. Λόγου χάριν, ποιος θα είναι ο φορέας σχεδιασμού και εκτέλεσης; Πώς θα εξασφαλιστεί η συμμετοχή της αυτοδιοίκησης, των κοινωνικών φορέων και των πολιτών στον σχεδιασμό και στον έλεγχο όσων πρέπει να γίνουν; Και βέβαια: που θα βρεθούν τα λεφτά;
 
 
Μόνη πηγή η φορολογία των πλουσίων
 
 
Οι μεγάλες χρηματοδοτικές ανάγκες των κρατών έχουν ήδη ξαναστρέψει το βλέμμα της πολιτικής στη φορολογία. Έπειτα από ένα διάστημα σχεδόν μισού αιώνα φοροαπαλλαγών και φοροελαφρύνσεων για τα μεγάλα εισοδήματα και τον μεγάλο πλούτο, μπροστά στις κρίσεις που επέφερε η χρηματοδότηση με δάνεια και με την έκρηξη κερδών των μεγάλων επιχειρήσεων και εισοδημάτων των πλουσίων, η φορολογία ξανακερδίζει δημοτικότητα. Ήδη συζητήθηκε στην Ελλάδα η φορολόγηση των μεγάλων κερδών από τις ανατιμήσεις στην ενέργεια και συζητιέται πανευρωπαϊκά η φορολόγηση των μεγάλων κερδών των τραπεζών έπειτα από την αύξηση των επιτοκίων δανεισμού.
 
Στην Ελλάδα, έπειτα από τις νέες μειώσεις της φορολογίας των κερδών που διευρύνουν το χάσμα διαθέσιμου εισοδήματος μεταξύ πλουσίων και φτωχών, την ουσιαστική άρνηση της κυβέρνησης να φορολογήσει αποτελεσματικά τα υπερκέρδη των επιχειρήσεων στην ενέργεια, την πλημμύρα χρήματος στα ταμεία της βιομηχανίας και της εμπορίας τροφίμων, τα τεράστια κέρδη των τραπεζών από τη διαφορά μεταξύ τόκων χορηγήσεων και τόκων καταθέσεων, η ιδεολογία των λίγων φόρων έχει ξεθωριάσει. Σήμερα, η ανάγκη χρηματοδότησης τεράστιων έργων για την ανοικοδόμηση ολόκληρων περιοχών που καταστράφηκαν μέσα σε λίγες μέρες, μπορεί να ξαναφέρει στην επικαιρότητα το ζήτημα της φορολογικής δικαιοσύνης –δηλαδή να πληρώνουν οι πλούσιοι.
 
 
Τεράστια κέρδη αμελητέοι φόροι
 
 
Σήμερα τα κέρδη των κερδοσκοπικών νομικών προσώπων, δηλαδή Ανώνυμων Εταιριών και Εταιριών Περιορισμένης Ευθύνης, φορολογούνται με συντελεστή 21%, ανεξάρτητα από το ύψος τους. Αξίζει να θυμηθούμε ότι πριν από περίπου 30 χρόνια ο συντελεστής αυτός ήταν 48%. Τα κέρδη των τραπεζών φορολογούνται με συντελεστή 29%. Προσπάθειες να αυξηθεί η φορολογία των τραπεζών προσκρούουν στις αντιρρήσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που με θρασύτητα αμφισβητεί τη φορολογική κυριαρχία των κρατών της ΕΕ, προκειμένου να προστατέψει το εισόδημα των τραπεζιτών. Μόνο φορολογία ειδικού σκοπού επιτρέπεται, λέει η ΕΚΤ. Τα κέρδη των ελληνικών τραπεζών το πρώτο εξάμηνο του 2023 ήταν 2 δισεκατομμύρια ευρώ. Με ειδικό φόρο 20% επιπλέον, το κράτος θα εισέπραττε 400 εκατομμύρια για το πρώτο εξάμηνο και αν συνεχιστεί ο πακτωλός των κερδών, συνολικά 800 εκατομμύρια το 2023.
 
Οι δέκα πιο κερδοφόρες από τις εισηγμένες στο Χρηματιστήριο ελληνικές εταιρείες είχαν το 2022 συνολικά καθαρά κέρδη 5 δισεκατομμύρια ευρώ. Ένας ειδικός φόρος 20% θα απέφερε 1 δισεκατομμύριο ευρώ μόνο από αυτές τις δέκα. Μια αύξηση φόρου 2%–5% για τα μεγάλα και πολύ μεγάλα εισοδήματα και αύξηση της φορολογίας των μερισμάτων πάνω από 50.000 ευρώ από 5% σε 20% θα μπορούσε να συμπληρώσει τα χρειαζούμενα.
 
Ιδού λοιπόν η πηγή από την οποία μπορούν να χρηματοδοτηθούν για την επόμενη πενταετία τα έργα ανοικοδόμησης που θα χρειαστεί να γίνουν, χωρίς νέο δημόσιο δανεισμό. Οι επιχειρήσεις που θα στερηθούν μέσα για επενδύσεις (αν υποθέσουμε ότι επενδύουν τα κέρδη τους) μπορούν να δανειστούν από τις εμπορικές τράπεζες.
 
Με τέτοιες, απολύτως ρεαλιστικές, προτάσεις μπορεί η Αριστερά να παρέμβει και να αναπτύξει, ιδίως στις περιοχές που έχουν πληγεί, κινήματα για την ανοικοδόμηση. Χρειάζεται όμως να ασχοληθεί και να τις διατυπώσει.

Θόδωρος Παρασκευόπουλος