Με την έναρξη και την εξέλιξη της διαδικασίας για τη διεύρυνση και την ανασυγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ αναδεικνύονται και βαθιές ιδεολογικές, και κατ’ επέκταση πολιτικές, διαφορές που υπάρχουν στις τάξεις του.
Θα πίστευε κανείς ότι αυτές οι ιδεολογικές και πολιτικές διαφορές μπορούν να εντοπιστούν ανάμεσα στον «υφιστάμενο» ΣΥΡΙΖΑ, από τη μια, και όσους και όσες προσέρχονται τώρα είτε ως άτομα είτε ως συλλογικότητες, από την άλλη. Είναι κάθε άλλο παρά έτσι. Νομίζω, μάλιστα, ότι αυτές οι διαφορές εντοπίζονται περισσότερο μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ, όπως ήταν μέχρι τώρα. Η διαδικασία του «ανοίγματος», της «διεύρυνσης», της «ανασυγκρότησης» ή όπως αλλιώς θέλει να την πει κανείς, έφερε αυτές τις διαφορές στην επιφάνεια, ενώ μέχρι τώρα ήταν βουβές.
Η κύρια διαφορά, από την οποία όμως πηγάζουν πολλές επιμέρους, αφορά τον προγραμματικό σκοπό του ΣΥΡΙΖΑ και τη φυσιογνωμία του.
Η φυσιογνωμία ως προσανατολισμός
Έχει διατυπωθεί, λοιπόν, η γνώμη ότι η φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ ως δύναμης ανταγωνιστικής απέναντι στον καπιταλισμό και την αστική εξουσία είναι παρωχημένη. Πρόσφατα μάλιστα διατυπώθηκε και η γνώμη ότι η «ταξική μεροληψία», δηλαδή η φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ ως κόμματος που εκπροσωπεί τη μισθωτή εργασία και τις άλλες λαϊκές τάξεις, δηλαδή τους ανθρώπους που ζούνε από τη δουλειά τους και που επιδιώκει την αντικατάσταση της αστικής εξουσίας από την εξουσία των εργαζόμενων τάξεων, δεν παίρνει υπόψη της τις αλλαγές που έχουν συμβεί τις τελευταίες δεκαετίες στον κόσμο.
Προσωπικά έχω κατανόηση γι’ αυτήν τη γνώμη. Συχνά συναντάμε το επιχείρημα ότι η μία ή η άλλη πρόταση αντιτίθεται στους διακηρυγμένους προγραμματικούς σκοπούς ή στις «αρχές και τις αξίες» του κόμματος ή της Αριστεράς εν γένει. Είναι ένας τρόπος σκέψης προνεοτερικός (ή μετανεοτερικός, αν προτιμάτε), όπου όλα ξεκινούν και κρίνονται με βάση μια γενική αρχή ή μια αυθεντία. Αυτός ο τρόπος σκέψης επικράτησε στο κομμουνιστικό κίνημα για μεγάλο χρονικό διάστημα, παρά την αντίδραση φωτισμένων ανθρώπων, όπως του Λένιν ή αργότερα της Ρόζας Λούξεμπουργκ, και οδήγησε σε καταστροφές – όποτε το αδιέξοδο γινόταν εμφανές, επιστρατεύονταν άλλες «ιερές γραφές» ή άλλα αποσπάσματα των ίδιων για να δικαιολογηθεί η στροφή. Σε μια συζήτηση με τον Μιχάλη Παπαγιαννάκη, στην οποία τον ρώτησα για τη θέση του σχετικά με τον σοσιαλισμό, μου είχε απαντήσει: «Σοσιαλισμός, βέβαια, αν όμως έρθεις μετά και μου πεις ότι η συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση αντιτίθεται στην επιδίωξη του σοσιαλισμού;» Θα μπορούσα να του απαντήσω ότι αυτό θα ήταν γελοίο επιχείρημα, όμως πολλοί άνθρωποι το πρόβαλλαν και εξάλλου η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει και αυτόν τον σκοπό, αφού είναι ένωση καπιταλιστικών κρατών. Το επιχείρημα όμως είναι γελοίο, γιατί η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι η πραγματικότητα και επειδή, όπως έλεγε ο Μήτσος ο Κωστόπουλος, είναι το μέγεθος που μας νοιάζει.
Αυτή λοιπόν η γνώμη, που αρνείται το «μεγάλο αφήγημα» της επανάστασης και του κομμουνισμού, έχει τα δίκια της. Κάνει όμως συχνά, αν και με τον αντίθετο τρόπο, ακριβώς το ίδιο λάθος με την αντίπαλη σκέψη: απορρίπτει τη θεμελιώδη θέση του Διαφωτισμού «να σκεφτόμαστε με προσανατολισμό» και σκέφτεται με τον μετανεοτερικό, μεταμοντέρνο τρόπο του «όλα παίζονται».
Έτσι τίθεται σήμερα το ζήτημα του σοσιαλισμού
Στη σύγχρονη ευρωπαϊκή πολιτική έχουμε δύο παραδείγματα τέτοιας σκέψης. Είναι το «Ποτάμι» στην Ελλάδα και το κόμμα του Μακρόν στη Γαλλία, με εφήμερη επιτυχία και τα δύο – για τον Μακρόν δεν το ξέρουμε ακόμα αλλά έτσι φαίνεται. Το κοινό των δύο εγχειρημάτων είναι το «νέο» σε αντίθεση με το «παλιό» – λες και η πολιτική είναι παπούτσια –, αλλά προπάντων η απόλυτη προσήλωση στο εδώ και τώρα, χωρίς σκέψη για το μέλλον και χωρίς έγνοια για τα μεγάλα ζητήματα που απασχολούν την ανθρωπότητα και τους λαούς στις χώρες όπου αυτά τα κόμματα δραστηριοποιούνται.
Η διεθνής και η ευρωπαϊκή πολιτική και θεωρητική συζήτηση σήμερα στον γενικά αποκαλούμενο «προοδευτικό» πολιτικό και κοινωνικοεπιστημονικό χώρο ασχολείται με δύο κυρίως ζητήματα: την κλιματική αλλαγή, δηλαδή την περιβαλλοντική κρίση, και την οικονομική στασιμότητα, δηλαδή τον γενικά χαμηλό ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης. Αυτά τα δύο, και μάλιστα ο συνδυασμός τους, δημιουργούν κρίση και θα επηρεάσουν θα καθορίσουν κιόλας, φαίνεται, την πορεία των κοινωνιών μας. Βεβαίως τίθεται σε αυτήν τη συζήτηση το ερώτημα αν ο καπιταλισμός μπορεί να αντεπεξέλθει σε αυτές τις προκλήσεις, νομίζω όμως ότι δεν είναι το σωστό ερώτημα. Ο καπιταλισμός έχει αντεπεξέλθει σε όλες τις κρίσεις μέχρι τώρα – το ζήτημα είναι πώς και με ποιες θυσίες για ποιους.
Γεγονός είναι ότι αυτή η κατάσταση έχει αλλάξει τα δεδομένα και επαναφέρει με δραματικό τρόπο τη δημόσια παρέμβαση: στις δαπάνες που θα απαιτηθούν και στις ρυθμίσεις που πρέπει να γίνουν. Τα σωστά ερωτήματα λοιπόν είναι: αυτή η μετάβαση θα γίνει με ιδιωτικές τράπεζες και ιδιωτικά μονοπώλια, ας πούμε στον ψηφιακό κόσμο, στην ενέργεια, στη μετακίνηση, στη μετάβαση στην κυκλική οικονομία, και στη στέγαση ακόμα, (αν σκεφτούμε ότι σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες ιδιωτικές εταιρίες κατέχουν δεκάδες και εκατοντάδες χιλιάδες διαμερίσματα και ότι αυτό πιθανόν να υφέρπει σαν τάση στις ελληνικές πόλεις); Θα γίνει δηλαδή η μετάβαση με αρπαγή πλούτου, που θα απαιτήσει και τον αντίστοιχο αυταρχισμό, ή σε αυτή τη διαδικασία μεγάλων αλλαγών, η δημοκρατία θα εισέλθει δυναμικά στο χώρο της παραγωγής και της διανομής όσων παράγονται; Έτσι τίθεται σήμερα το ζήτημα του σοσιαλισμού. Γεγονός είναι ότι ο αυταρχικός-δικτατορικός κοινωνικός έλεγχος της παραγωγής και της διανομής, δηλαδή ο άλλοτε υπαρκτός σοσιαλισμός, κατέρρευσε για πάντα, χωρίς μάλιστα να έχει πετύχει κάτι αξιόλογο για τον σχεδιασμό του μέλλοντος. Επομένως, όσοι και όσες ανησυχούν ότι η αξίωση για κοινωνικό έλεγχο της παραγωγής μάς γυρίζει πίσω σε καταστάσεις που παρήλθαν ανεπιστρεπτί, δεν σκέφτονται με τα σημερινά δεδομένα, αλλά με δεδομένα του παρελθόντος.
Συζήτηση με τα δεδομένα του παρελθόντος
Για να επανέλθουμε στον ΣΥΡΙΖΑ, η συζήτηση που διεξάγεται τώρα γίνεται ακριβώς έτσι: με τα δεδομένα του παρελθόντος. Από τη μία πλευρά υπάρχει η, απολύτως ευγενής, υπεράσπιση «αρχών» και «αξιών», οι οποίες κανείς δεν ξέρει από πού ήρθαν και πού πάνε – επομένως αυτή η θέση καταδικάζει κάθε πολιτικό οργανισμό σε στασιμότητα. Από την άλλη, υπάρχει μια ψευδο-υπερπολιτικοποίηση των επιχειρημάτων που όμως καταλήγει, με εξίσου ευγενείς προθέσεις, στη ατελέσφορη χυδαιότητα της πολιτικής, με βάση μονάχα μετρήσεις της κοινής γνώμης, τη δημοφιλία πολιτικών προσώπων, ή ακόμα και επιθυμιών και προσδοκιών του κοινού – ας πούμε: «Άφησέ τα αυτά, δεν τα καταλαβαίνει ο κόσμος!» Αυτή η ψευδο-υπερπολιτικοποιηση μεταφέρεται μετά και στη μορφή των πολιτικών οργανώσεων που αντιγράφουν τη δήθεν δημοκρατική δομή (όσοι και όσες το ισχυρίζονται εννοούν το δικαίωμα ψήφου με βάση τα εταιρικά μερίδια) των ιδιωτικών επιχειρήσεων με τους επικεφαλής μίας χρήσεως. Από την άλλη, αν η Αριστερά δεν σκέφτεται την πολιτική με τους υπαρκτούς όρους και τις υπαρκτές ανάγκες των ανθρώπων, όπως αυτοί τις διατυπώνουν θα απομονωθεί. Ο συγκερασμός και η εξισορρόπηση αυτών των δύο είναι η τέχνη της αριστερής πολιτικής.
Το νόημα της «ταξικής μεροληψίας»
Η είσοδος της δημοκρατίας σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής (σήμερα η οικονομία βρίσκεται εκτός δημοκρατίας), η άρση δηλαδή του χωρισμού μεταξύ οικονομίας και πολιτικής, δεν είναι απλώς και μόνο ένα αίτημα δικαιοσύνης – να μετάσχουν οι αποκλεισμένοι, δηλαδή οι εργαζόμενοι άνθρωποι – αλλά ζήτημα αποτελεσματικότητας. Ο κίνδυνος που διαγράφεται είναι να σχεδιαστεί και να εφαρμοστεί μια πολιτική μετασχηματισμού της παραγωγής με αυταρχικό και κερδοσκοπικό τρόπο, ο οποίος θα οδηγήσει σε νέες κρίσεις ή και σε περιστολή δημοκρατικών δικαιωμάτων, αφήνοντας έξω τις γνώσεις, τα ταλέντα, αλλά και τις ανάγκες των ανθρώπων. Γι’ αυτόν τον λόγο η αξίωση της Αριστεράς για κοινωνική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και για πολύ ευρύτερη δημοκρατία με περισσότερη συμμετοχή, πιο άμεση και πιο αντιπροσωπευτική ταυτόχρονα είναι και τώρα, ίσως πιο πολύ ακόμα, επίκαιρη αξίωση. Πρόκειται για ένα εξόχως ταξικό πρόγραμμα, επειδή «ευρύτερη δημοκρατία, πιο συμμετοχική, πιο άμεση και πιο αντιπροσωπευτική» αφορά τον πολύ κόσμο και αυτός ο κόσμος είναι οι άνθρωποι που ζούνε από τη δουλειά τους και όχι από τη δουλειά άλλων.
Αυτό είναι το νόημα της «ταξικής μεροληψίας» και όχι μόνο αυτό. Τα περισσότερα μέτρα που πήρε η κυβέρνηση της Αριστεράς μετά την έξοδο από την επιτροπεία ήταν μέτρα ταξικής μεροληψίας, αλλά και πολλά που πήρε προηγουμένως: η προστασία των φτωχών, η επέκταση των δωρεάν θέσεων σε βρεφονηπιακούς σταθμούς στις άνεργες μητέρες, τα σχολικά γεύματα, η αύξηση του κατώτατου μισθού και η κατάργηση του υποκατώτατου, η προστασία της εργασίας με την αναβάθμιση του ΣΕΠΕ και με τη διάταξη για την αιτιολογημένη απόλυση, η αποκατάσταση της ισχύος των συλλογικών συμβάσεων. Αλλά και τα μέτρα της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας που ξηλώνουν τα παραπάνω, μέτρα ταξικής μεροληψίας είναι: για μιαν άλλη κοινωνική τάξη. Ο ΣΥΡΙΖΑ χαρακτήρισε τα μέτρα της κυβέρνησής του μέτρα ταξικής μεροληψίας, προσθέτοντας όμως ότι αυτά είναι μέτρα που ωφελούν ολόκληρη την κοινωνία και την οικονομική ανάπτυξη. Την οικονομική ανάπτυξη επικαλέστηκε και η Νέα Δημοκρατία, μόνο που τα μέτρα της Αριστεράς απέδωσαν. Και δεν είναι αλήθεια, όπως γράφτηκε ότι την έννοια της ταξικής μεροληψίας τη χρησιμοποιεί η Δεξιά – το αρνείται μετά βδελυγμίας. Ταξική μεροληψία της Αριστεράς λοιπόν είναι η έγνοια για τις εργαζόμενες τάξεις, το εισόδημα και τα δικαιώματά τους, έγνοια επωφελής για την κοινωνία και την προκοπή της. Είναι όμως και η έγνοια για το μέλλον της κοινωνίας, η προβολή μιας κοινωνικής κατάστασης διαφορετικής, της ισότητας και της ελευθερίας. Αυτό είναι ταξική μεροληψία υπέρ της ανθρωπότητας.
Είναι όμως και ζήτημα ζωής και θανάτου για την Αριστερά: Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ολλανδίας πήραν την κατιούσα από τότε που η ταξική μεροληψία, έστω και κουτσουρεμένη, έπαψε να αποτελεί μέρος της φυσιογνωμίας τους. Έγιναν κόμματα χωρίς κοινωνική αναφορά και κινδυνεύουν να εξαφανιστούν, γιατί δεν έχουν πια ρόλο – όπως εξαφανίστηκε το Ποτάμι.
Θόδωρος Παρασκευόπουλος
Πηγή: Η Εποχή