Στην «Εποχή», στις 23 Σεπτεμβρίου, ο Δημήτρης Γιατζόγλου έθεσε ενδιαφέροντα ερωτήματα και ταυτόχρονα κατέθεσε κάποιες πρώτες σκέψεις σε ό,τι αφορά την επόμενη αλλά και την προηγούμενη μέρα του ΣΥΡΙΖΑ. Καταρχάς, ο Δημήτρης έχει δίκιο: δεν μπορείς να σχεδιάσεις το μέλλον αν δεν αναστοχαστείς για το παρελθόν, τι έκανες καλά και τι λάθος, και την ίδια στιγμή να επερωτήσεις κατά πόσο οι σημερινές σου επιλογές υπηρετούν ένα στρατηγικό σχέδιο μετασχηματισμού της κοινωνίας, της οικονομίας και του κράτους ή απλώς αποτελούν μια (καλή και αριστερή) διαχείριση του υπάρχοντος εξ αιτίας των δυσμενών συσχετισμών, της ύφεσης των αγώνων και της έκπτωσης των συλλογικών μορφών του κοινωνικού ανταγωνισμού.
Θα ήταν επιστροφή στην παλαιοντολογία της Αριστεράς αν μηδενιστούν τα βήματα που γίνανε. Αν, δηλαδή, θεωρηθεί ανάξια λόγου η καθολική πρόσβαση στο δημόσιο σύστημα υγείας (ιδιαίτερα των ανασφάλιστων), το κοινωνικό εισόδημα αλληλεγγύης, η επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων, η αύξηση του κατώτατου μισθού, η μείωση της ανεργίας κατά εννιά μονάδες, η νησιωτική πολιτική με εμβληματικό σημείο της το μεταφορικό ισοδύναμο. Και τούτα είναι μόνο μερικά από τα παραδείγματα και όχι τα μόνα άξια λόγου. Όπως, επίσης, δεν μπορούν να μην καταταχθούν οι θεσμικές αλλαγές (δηλαδή τα ζητήματα φύλου, η απλή αναλογική, τα δικαιώματα των φυλακισμένων, η επίλυση του Μακεδονικού) σε αυτά που ονομάζουμε στρατηγικές επιλογές. Την ίδια στιγμή, θα ήταν παράλογο να μην χαίρεσαι για την κατάκτηση ζητημάτων ταυτοτικών για την ανανεωτική και ριζοσπαστική αριστερά. Ως υπόδειγμα μπορεί να αναφερθεί η αλληλέγγυα και ανθρωποκεντρική προσέγγιση στο μεταναστευτικό, την ίδια στιγμή που στην Ευρώπη αναπτύσσεται ραγδαία ένα σκοτεινό, ρατσιστικό και μισαλλόδοξο πολιτικό ρεύμα.
Προτεραιότητα στα λαϊκά στρώματα
Δεν υπαινίσσομαι ότι ο Δ. Γιατζόγλου υποτιμά τα προηγούμενα, αντιθέτως. Απλά είναι xρήσιμο να τα θυμόμαστε στο δημόσιο λόγο μας, ακόμα και όταν κάνουμε την πιο αυστηρή κριτική στα πεπραγμένα. Θα συμφωνήσω, όμως, μαζί του ότι «η επιστροφή στη μεταμνημονιακή κανονικότητα» μπορεί να διαβαστεί και ως συνθηκολόγηση με τη νεοφιλελεύθερη πραγματικότητα, ως συμφιλίωση με τις ανισότητες, την υπερεκμετάλλευση της εργασίας, την επισφάλεια. Εκτιμώ ότι αυτό, δηλαδή η συμφιλίωση με το νεοφιλελευθερισμό, δεν συμβαίνει. Όχι μόνο γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ δεν υιοθέτησε ποτέ τις μνημονιακές υποχρεώσεις ως δικό του πρόγραμμα, αλλά γιατί ο πολιτικός του λόγος και οι κυβερνητικές του προτεραιότητες ήταν στον αντίποδα του νεοφιλελευθερισμού, παρά τους καταναγκασμούς και τα ασφυκτικά δημοσιονομικά όρια. Ο δημόσιος λόγος του ΣΥΡΙΖΑ είναι πληβειακός, απευθύνεται κατά προτεραιότητα στα λαϊκά στρώματα και τη μισθωτή εργασία. Σε αυτές τις κοινωνικές κατηγορίες δημιουργεί εκπροσωπήσεις και κοινωνικές αναφορές.
Με αυτήν την έννοια, έχει νόημα να είμαστε αυστηροί στο δημόσιο λόγο του κόμματος μας, να μη βολευόμαστε για παράδειγμα με τη σκανδαλολογία, γιατί ο λόγος δεν παράγει μόνο εκπροσωπήσεις και δέσμευση, αλλά ιδεολογία και αξίες. Να θυμηθούμε, εξάλλου, ότι πριν τη μετάλλαξη του Εργατικού Κόμματος του Ενωμένου Βασιλείου στο τριτοδρομικό Νέο Εργατικό Κόμμα με τον Μπλερ, προηγήθηκε η αναστροφή απεύθυνσης του πολιτικού του λόγου στα νέα δυναμικά κοινωνικά στρώματα, με την ταυτόχρονη εγκατάλειψη του κόσμου της εργασίας και τον αποκλεισμό των συνδικάτων.
Η αντίληψη που απαξιώνει το Δημόσιο
Οι προτεραιότητες της κυβέρνησης είχαν και έχουν ένα σαφή ταξικό πρόσημο: προστασία των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, φροντίδα σε εκείνους που επλήγησαν περισσότερο από την κρίση, τα μνημόνια και την ανεργία, αξιοπρέπεια της εργασίας, ανασύσταση του κοινωνικού κράτους. Αυτά αποτελούν τη ραχοκοκαλιά του προγράμματος μας. Αμήχανος είναι ο ΣΥΡΙΖΑ όσον αφορά το κράτος και τη Δημόσια Διοίκηση, η οποία, μετά από τρία χρόνια διακυβέρνησης, εξακολουθεί να είναι εχθρική και αδιάφορη ως προς τις αυξημένες απαιτήσεις των πολιτών. Το ίδιο συμβαίνει και με τους δημόσιους οργανισμούς, με συνέπεια να κερδίζουν ανοχή -αν όχι συνειδήσεις- οι νεοφιλελεύθερες ιδέες ιδιωτικοποίησης του κράτους και παράδοσης των κοινωνικών υπηρεσιών του στο ιδιωτικό κέρδος. Δεν υποτιμώ τις ενέργειες που έγιναν για να απεμπλακεί το Δημόσιο από την κομματική διαμεσολάβηση και τα πελατειακά συστήματα, ούτε φυσικά τις προσπάθειες να αντιμετωπισθεί η εκτεταμένη μικρή και μεγάλη διαφθορά. Δεν είναι όμως αρκετά, τουλάχιστον όσο χρειάζεται, για να αναστραφεί η εμπεδωμένη αντίληψη που απαξιώνει το Δημόσιο.
Στην πραγματικότητα οι μετασχηματισμοί δεν γίνονται μόνο από τα πάνω, δεν γίνονται χωρίς τη συμμετοχή και τον έλεγχο της κοινωνίας. Ιδιαίτερα σε εποχές όπως η σημερινή όπου ο νεοφιλελευθερισμός -όπως γράφει ο Μάρκο Ρεβέλι- με την εφαρμογή αντικοινωνικών πολιτικών που κατακερμάτισαν την κοινωνία, εξατομίκευσαν τη συλλογικότητα των ανθρώπων, εξασθένισαν μέχρι να τις εξαφανίσουν τις οργανώσεις εκπροσώπησης της εργασίας, οδήγησαν στην κατάρρευση της αγοραστικής δύναμης των μισθών και των δικαιωμάτων της εργασίας, εκτίναξαν τις ανισότητες και οδήγησαν στην έκρηξη της μοναξιάς, της επιθετικότητας, του θυμού, της απογοήτευσης, του μοριακού ανταγωνισμού.
Η περιθωριοποίηση του κόμματος
Ευνόητο είναι ότι η παραπάνω κατάσταση επηρεάζει απόλυτα και το κομματικό φαινόμενο, την πολιτική ένταξη και συμμετοχή. Με αυτή την έννοια, η κομματική ανασύνταξη είναι επιβεβλημένη, αν θέλεις να δημιουργήσεις κοινωνικά αντίβαρα, αλλά και την ίδια στιγμή είναι μια πολύ δύσκολη ιστορία στις παρούσες συνθήκες. Σαφώς έχει δίκιο ο Δημήτρης όταν γράφει ότι τα τρία προηγούμενα χρόνια υποτιμήθηκε η πολιτική λειτουργία του κόμματος, πως ο ΣΥΡΙΖΑ παρακολουθούσε άφωνος την κυβέρνηση, ότι παραμελήθηκε η λειτουργία των οργάνων και ότι όταν συγκαλούνταν -στην καλύτερη περίπτωση- εκφράζανε γνώμη συνήθως εκ των υστέρων, ενώ οι αποφάσεις τους δεν ήταν δεσμευτικές.
Ταυτόχρονα, είναι σωστή η κριτική που ακούγεται ότι κινδυνεύουμε να αντιγράψουμε την πρακτική του ΠΑΣΟΚ με την περιθωριοποίηση του κόμματος. Βλέπετε, πασοκοποίηση δεν είναι να θεωρείς σπουδαία τη Διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη, αλλά να αντιγράφεις τις πρακτικές του, για παράδειγμα να χρησιμοποιείς φιλικά ΜΜΕ για να διαβάλεις συντρόφους με τους οποίους δεν συμφωνείς.
Τέλος, το ζήτημα των συμμαχιών είναι περισσότερο επίκαιρο από ποτέ, διότι δεν αφορά μόνο την εσωτερική πολιτική σκηνή και τις αυτοδιοικητικές εκλογές του Μαΐου, αλλά και την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η γραμμή της Κόκκινο-Κόκκινο-Πράσινης συμμαχίας (δηλαδή η συμμαχία της Ριζοσπαστικής Αριστεράς με τη Σοσιαλδημοκρατία και τους Πράσινους) αποτελεί μια ρεαλιστική πολιτική πρόταση, ιδιαίτερα στα ευρωπαϊκά πράγματα, στο βαθμό που προσπαθεί να απαντήσει στο σκοταδιστικό άξονα Όρμπαν-Σαλβίνι-Λεπέν. Ισχύει, ωστόσο, η προϋπόθεση που έβαλε ο Αλέξης Τσίπρας στην προπαρασκευαστική σύνοδο του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος στο Στρασβούργο, δηλαδή η αντίθεση στο νεοφιλελευθερισμό, τη λιτότητα και η αλλαγή στάσης στο μεταναστευτικό. Αν το μεταφράσουμε αυτό στην εθνική πολιτική σκηνή, συμμαχίες δεν μπορούν να γίνουν με βάση μόνο την πολιτική γεωγραφία, αλλά με το πρόγραμμα, με τις προοδευτικές μεταρρυθμίσεις, με την υπεράσπιση του κόσμου της εργασίας και των λαϊκών στρωμάτων.
Χριστόφορος Παπαδόπουλος, μέλος της Κ.Ε. και βουλευτής Β’ Αθήνας του ΣΥΡΙΖΑ