Για τη χάραξη πολιτικών σε οποιονδήποτε τομέα έχει σχέση με την παραγωγική δραστηριότητα, πρέπει να αποτελεί αφετηρία η διαπίστωση ότι η ελληνική οικονομία γνώρισε μια κατάρρευση του δυναμικού της και ότι οι παραγωγικές της δυνατότητες πρέπει να ανοικοδομηθούν. Η κατάρρευση αυτή δεν σημαίνει μόνο ότι χάθηκε παραγωγικό δυναμικό και θέσεις εργασίας σε πρωτόγνωρη κλίμακα σε περίοδο ειρήνης, αλλά και ότι το παραγωγικό κεφάλαιο συρρικνώθηκε δραματικά και, επιπλέον, ότι δεν υπάρχει μια αστική τάξη με ένα σχέδιο για την ανασυγκρότηση της οικονομίας, ούτε για την ανασυγκρότηση ενός κοινωνικού θεσμικού πλαισίου.
Οι δραστηριότητες που εξασφαλίζουν κατά κύριο λόγο εισοδήματα αποτελούν τη μεγάλη μάζα των παραγωγικών μονάδων που μπορούν να επωμιστούν την ανασυγκρότηση, και επομένως να αποτελέσουν τη βασική κινητήρια δύναμη της αύξησης της απασχόλησης. Μετά όμως τη μακρά περίοδο μείωσης της παραγωγής και κλεισίματος επιχειρήσεων και την παρουσία χρηματοδοτικών και άλλων εργαλείων που στηρίζουν γενικώς την εξωστρέφεια και την καινοτομία (δηλαδή τομείς δραστηριοτήτων που απαιτούν ειδικές στοχεύσεις και επομένως πολιτικές), χρειάζεται να υπάρξει σχεδιασμός με εσωστρεφή χαρακτήρα και να δημιουργηθούν δομές υποστήριξης με στόχο τις επιλογές προσανατολισμού, τη βιωσιμότητα των εγχειρημάτων, την επιλογή της ποιότητας των προϊόντων και τις μεθόδους διοίκησης και οργάνωσης των μονάδων.
Σε αυτές τις συνθήκες η ανάπτυξη της ΚΑλΟ είναι μια πολιτική επιλογή που μπορεί να διαλέξει να μην ευνοήσει τη μικρή ιδιωτική επιχειρηματικότητα και την αντίστοιχη μισθωτή εργασία, αλλά να ευνοήσει τις συλλογικές μορφές δραστηριοποίησης, που αποτελούν μια νέα μορφή συγκρότησης του κόσμου της εργασίας, η οποία μπορεί – μαζί με το νέο ρόλο του δημόσιου τομέα – να αποτελέσει και έναν παράγοντα ενίσχυσης των δημοκρατικών θεσμών σε τοπικό και εθνικό επίπεδο και διαμόρφωσης ενός «νέου παραγωγικού μοντέλου», που αξίζει πραγματικά αυτό το χαρακτηρισμό.