Macro

Συναθροίσεις μόνο για προνομιούχους;

Σε έναν νόμο δεν πρέπει να εξετάζουμε μόνο τη ratio legis, τον δηλούμενο σκοπό του, αλλά και την occasio legis, την αφορμή και τη συγκυρία της νομοθέτησής του. Το νομοσχέδιο για τις δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις που συζητιέται αυτές τις μέρες στη Βουλή υποτίθεται ότι έρχεται να καλύψει ένα θεσμικό κενό: την απουσία εκτελεστικού νόμου για τη ρύθμιση της άσκησης του δικαιώματος της συνάθροισης. Έρχεται όμως στη συγκυρία μιας ζοφερής πραγματικότητας, την οποίαν επέτεινε και ενέτεινε η υγειονομική κρίση. Το αποτέλεσμα είναι ένα νομοθέτημα που περιορίζει μάλλον παρά ρυθμίζει την άσκηση του δικαιώματος. Και που, κυρίως, αποκλείει εκείνους ακριβώς που το έχουν περισσότερο ανάγκη: τους πιο αδύναμους.

Κρίσιμο στοιχείο της συγκυρίας είναι η πρωτοφανής μονοφωνία και απουσία πλουραλισμού στην ενημέρωση. Το μιντιακό σύστημα ασκεί καταθλιπτικό έλεγχο στη δημόσια σφαίρα, εξοβελίζοντας τις απόψεις που διαφοροποιούνται από τον κυρίαρχο λόγο. Για όσους δεν έχουν επαρκείς μιντιακούς πόρους, δηλαδή πρόσβαση στα κατεστημένα μέσα, κι ακόμα περισσότερο για όσους δεν έχουν φωνή, τους αόρατους της κοινωνίας, συχνά η μόνη διέξοδος που απομένει για να συμμετέχουν στα κοινά και να έχουν λόγο στην πολιτική είναι ο δρόμος. Αυτοί είναι τα θύματα του νομοσχεδίου.

Ποινικοποίηση της συμμετοχής

Ίσως η πιο προβληματική ρύθμισή του είναι η υποχρέωση να ορίζεται σε κάθε συγκέντρωση ή διαδήλωση ένα πρόσωπο ως «οργανωτής». Με το άρθρο 13 του νομοσχεδίου ο οργανωτής βαρύνεται με την ευθύνη να αποζημιώσει κάθε ζημία που τυχόν θα προκύψει από τη συνάθροιση. Η διαδικαστική αυτή απαίτηση δυσχεραίνει υπέρμετρα συναθροίσεις που προκύπτουν αυθόρμητα ή χωρίς κεντρική οργάνωση. Πώς θα οριστεί οργανωτής στις περιπτώσεις αυτές; Και ποιος θα δεχτεί ν’ αναλάβει μια τόσο βαριά ευθύνη για συναθροίσεις που συγκαλούνται παράλληλα από περισσότερες οργανώσεις ή συσσωματώσεις τις οποίες δεν ελέγχει ή ενδεχομένως δεν γνωρίζει καν; Και σαν να μην έφτανε αυτό, ποινικοποιείται (πάλι με το άρθρο 13) η συμμετοχή, δηλαδή η απλή παρουσία και μόνο, ακόμα και τυχαία ενδεχομένως, σε διαδήλωση που για οποιονδήποτε λόγο «πήγε στραβά».

Παρότι έμμεση, αυτή είναι η πιο σοβαρή αντισυνταγματικότητα του νομοσχεδίου. Οι διαδικαστικές προϋποθέσεις που τίθενται είναι τόσο αυστηρές, ώστε αποθαρρύνεται η άσκηση του δικαιώματος της συνάθροισης. Το νομοσχέδιο προκαλεί το λεγόμενο chilling effect, αποτρεπτικό αποτέλεσμα. Πολλοί που θα ήθελαν να διοργανώσουν ή να συμμετάσχουν σε συνάθροιση, θα το σκεφτούν δυο και τρεις φορές και πιθανότατα θα παραιτηθούν από την ιδέα, από τον φόβο ότι δεν θα καταφέρουν ν’ ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του νόμου και υπό την διπλή δαμόκλειο σπάθη, της αστικής ευθύνης του οργανωτή και της ποινικοποίησης της συμμετοχής. Και, φυσικά, αυτοί που κυρίως αδυνατούν ν’ ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του νόμου είναι οι λιγότερο οργανωμένοι, οι μικρές συσσωματώσεις, με τους λιγότερους πόρους -με μια λέξη: οι πιο αδύναμοι.

Υπάρχει όμως και μια άμεση, και γι’ αυτό πρόδηλη, αντισυνταγματικότητα. Σύμφωνα με το άρθρο 11 του συντάγματος, δημόσια υπαίθρια συνάθροιση μπορεί ν’ απαγορευτεί για δύο λόγους και μόνο: όταν επίκειται σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια ή όταν απειλείται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής. Το άρθρο 3 του νομοσχεδίου επιβάλλει την υποχρέωση προηγούμενης γνωστοποίησης της συνάθροισης. Και το άρθρο 8 προβλέπει έναν νέο θεσμό: τους «περιορισμούς», δηλαδή αστυνομικές διατάξεις με τις οποίες επιβάλλονται υποχρεώσεις στον τρόπο διεξαγωγής της συνάθροισης, όπως η κατάληψη μέρους μόνο του οδοστρώματος ή η διαφοροποίηση της διαδρομής.

Το άρθρο 9 προβλέπει ότι μια συνάθροιση μπορεί να διαλυθεί αν δεν προηγήθηκε γνωστοποίησή της ή αν δεν τηρούνται οι επιβληθέντες από την αστυνομία περιορισμοί, έστω κι αν καθαυτή η συνάθροιση ούτε τη δημόσια ασφάλεια απειλεί ούτε σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής επιφέρει. Θεσπίζονται έτσι δύο νέοι λόγοι διάλυσης, δηλαδή απαγόρευσης εν εξελίξει συνάθροισης (παράλειψη γνωστοποίησης και μη συμμόρφωση σε αστυνομικούς περιορισμούς), παρότι το σύνταγμα απαριθμεί περιοριστικά και εξαντλητικά τους λόγους απαγόρευσης.

“Διατάζουμε και επιτηρούμε”

Αυτά και άλλα προβλήματα του νομοσχεδίου οφείλονται στο ότι εμπνέεται από παρωχημένο ρυθμιστικό πρότυπο. Η φιλοσοφία που το διέπει είναι τύπου command and control, «διατάζουμε και επιτηρούμε». Πρόκειται για ρυθμιστικό πρότυπο της δεκαετίας του 1970. Σ’ αυτό οφείλεται και η ομοιότητα -που προκαλεί, αν μη τι άλλο, αμηχανία- με τα χουντικά νομοθετήματα της εποχής εκείνης.

Ένα σύγχρονο ρυθμιστικό πρότυπο διέπεται από λογικές συνεννόησης και συνδιαλλαγής, καθοδήγησης μέσω κινήτρων και αντικινήτρων και ήπιων τεχνικών συμμόρφωσης (nudging). Το ότι υιοθετήθηκε το ένα και όχι το άλλο ρυθμιστικό πρότυπο υπήρξε βεβαίως συνειδητή επιλογή. Κάτι που αποτυπώθηκε και στη νομοθετική διαδικασία που ακολουθήθηκε. Ένα νομοθέτημα που ήρθε από τα πάνω και με όρους κρατικού πατερναλισμού και, παρότι αφορά τη ρύθμιση ενός συλλογικού δικαιώματος, κατατέθηκε στη Βουλή χωρίς να προηγηθεί καμία ουσιαστική διαβούλευση και χωρίς οποιαδήποτε σύμπραξη αυτών που κατεξοχήν αφορά, της κοινωνίας και των συσσωματώσεών της.

Η επιλογή του ρυθμιστικού προτύπου υπήρξε συνειδητή πολιτική επιλογή. Η επικράτηση του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος τις τελευταίες δεκαετίες σηματοδότησε τη δραστική απορρύθμιση της οικονομικής δραστηριότητας, με κατάργηση περιορισμών, διαδικασιών και αδειοδοτήσεων.

Η άλλη όψη αυτής της εξέλιξης υπήρξε η υπερ-ρύθμιση των μη οικονομικών πεδίων της κοινωνικής συμβίωσης, με την επιβολή περιορισμών, διαδικασιών και οιονεί αδειοδοτήσεων για την άσκηση συλλογικών και δημοκρατικών ελευθεριών. Έκφραση αυτής της άγριας τάσης επιβολής του οικονομικού πάνω στο πολιτικό αποτελεί και το συζητούμενο νομοσχέδιο για τις δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις. Και, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις αυτές, αυτοί που κυρίως ζημιώνονται από τους περιορισμούς των δημοκρατικών ελευθεριών είναι όσοι τις έχουν περισσότερο ανάγκη: οι πιο αδύναμοι.

Ο Ακρίτας Καϊδατζής είναι επίκουρος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο ΑΠΘ

Πηγή: Η Αυγή