Μακριά από μένα η σκέψη να μειώσω το δραματικό χαρακτήρα των συνεπειών, που θα επισύρει η ψήφος του Ηνωμένου Βασιλείου για τους Βρετανούς και για την Ευρώπη. Ωστόσο, μου κάνει εντύπωση ο τρόπος με τον οποίο οι τίτλοι του γαλλικού και ξένου Τύπου, μάς παρουσιάζουν τα πράγματα.Με ελάχιστες εξαιρέσεις, όλοι φαίνεται να θεωρούν δεδομένο ότι το διαζύγιο επήλθε. Στην πραγματικότητα, εισερχόμαστε, βεβαίως, σε μια περίοδο αναταράξεων, η έκβαση των οποίων δεν έχει, όμως, τίποτε ξεκάθαρο. Κι αυτήν ακριβώς την αβεβαιότητα θα επιχειρήσω να σχολιάσω και να ερμηνεύσω.
Το ξέρουμε όλοι, η σύγκριση δεν αποδεικνύει τίποτα κι, ωστόσο, πώς να μην θυμηθούμε ότι, στην πρόσφατη ιστορία της ευρωπαϊκής πολιτικής, τα εθνικά ή διακρατικά δημοψηφίσματα δεν τέθηκαν ποτέ σε ισχύ; Αυτό συνέβη το 2005 και το 2008 με αφορμή το «Ευρωπαϊκό Σύνταγμα» και τη Συνθήκη της Λισαβόνας κι ακόμη πιο ξεκάθαρα το 2015 με το δημοψήφισμα, που επεβλήθη στην Ελλάδα. Το πιθανότερο είναι να συμβεί το ίδιο κι αυτή τη φορά. Η βρετανική ιθύνουσα τάξη, πέρα από τις συγκρούσεις προσώπων, που εφάρμοσαν στρατηγικές διχασμού, ελίσσεται προκειμένου να καθυστερήσει την προθεσμία και να διαπραγματευθεί όσο το δυνατόν καλύτερα τους όρους της «εξόδου». Κάποιες κυβερνήσεις (με επικεφαλής τη γαλλική), καθώς και τα φερέφωνα της Κομισιόν, ανεβάζουν τον πήχη του ρητορικού στόμφου («έξω σημαίνει έξω», «η αποχώρηση σημαίνει αποχώρηση»). Όμως, η Γερμανία δεν ακούει αυτά που ακούν οι άλλοι και δεν θα υπάρξει καμιά ομοφωνία, παρά μόνο προς το θεαθήναι.
Μια νέα γεωμετρία
Το πιο πιθανό, κατά τη διάρκεια μιας περιόδου εντάσεων -το αποτέλεσμα της οποίας δεν θα κριθεί τόσο από τη λαϊκή ετυμηγορία, όσο από τις διακυμάνσεις των χρηματαγορών- είναι να προτείνουν την κατασκευή μιας νέας γεωμετρίας του «συστήματος» των ευρωπαϊκών κρατών, κατά την οποία η επίσημη συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα συνδυάζεται πάντοτε με άλλες δομές: την ευρωζώνη, αλλά επίσης και το ΝΑΤΟ, το σύστημα ασφαλείας των συνόρων, που θα διαδεχθεί τη Σένγκεν, και μια «ζώνη ελεύθερου εμπορίου», που θα καθορίζεται επί τη βάσει σχέσεων οικονομικής ισχύος. Από αυτή την άποψη, επίσης, η σύγκριση μεταξύ του Grexit και του Brexit μπορεί να αποβεί διδακτική: η αδυναμία της Ελλάδας, εγκαταλελειμμένης απ’ όλους εκείνους, που, λογικά, θα έπρεπε να υποστηρίζουν τις αξιώσεις της, οδήγησε σε ένα καθεστώς εσωτερικού αποκλεισμού˙. Η σχετική ισχύς του Ηνωμένου Βασιλείου (που μπορεί να υπολογίζει σε στέρεα ερείσματα στο εσωτερικό της ΕΕ) θα οδηγήσει δίχως άλλο σε μια βελτιωμένη μορφή εξωτερικής ένταξης.
Πρέπει λοιπόν να πούμε πως δεν σημειώθηκε καμία απολύτως μεταστροφή; Και βέβαια όχι. Ας εξετάσουμε εν συντομία την «αγγλική πλευρά» και την «ευρωπαϊκή πλευρά», πριν αναφερθούμε στους λόγους για τους οποίους όχι μόνο είναι αξεχώριστες, αλλά αντιπροσωπεύουν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Τα αποτελέσματα του νεοφιλελευθερισμού
Είναι προφανές ότι η ιδιάζουσα ιστορία της Μεγάλης Βρετανίας, το αυτοκρατορικό της παρελθόν, η κοινωνική ιστορία της, που συντίθεται από βίαιες ανατροπές, η «προνομιακή σχέση» της με τις Ηνωμένες Πολιτείες, πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν για να εξηγήσουμε πώς αναδύθηκε αυτό το ηγεμονικό «αντιευρωπαϊκό» συναίσθημα. Οι αναλύσεις που μας προτείνονται, καταδεικνύουν πως αυτό το συναίσθημα καλύπτει μιαν απίστευτη ποικιλομορφία κινήτρων, τα οποία διαχωρίζονται σε παράγοντες, που έχουν να κάνουν με την τάξη, τη γενιά, την εθνικότητα και την εθνική συνείδηση. Δυνητικά, είναι αντιφατικά μεταξύ τους, και αυτή, ακριβώς, η αντίφαση καλύπτει την «περί κυριαρχίας» συζήτηση, που ενορχηστρώθηκε από τους παρτιζάνους του Brexit. Πρέπει λοιπόν να θέσουμε στον εαυτό μας το ερώτημα για πόσο καιρό θα είναι αυτή σε θέση, να συγκαλύπτει το γεγονός ότι, όλως ιδιαιτέρως, οι οικονομικές και κοινωνικές επιδρομές, τις οποίες υφίσταται σήμερα μια ολοένα αυξανόμενη μερίδα «νεόπτωχων» του βασιλείου, οφείλονται στα σωρευτικά αποτελέσματα πολιτικών νέοφιλελευθερισμού, που δεν επιβλήθηκαν μόνο από την ΕΕ στη Μεγάλη Βρετανία. Αντιθέτως, ήδη από την εποχή της Θάτσερ και ακολούθως των Νέων Εργατικών, υπήρξε από τους πιο ενεργούς υποστηρικτές της εφαρμογής τους σε ολόκληρη την Ευρώπη. Από μόνο του, το «Brexit», όποιοι κι αν είναι οι όροι και οι προϋποθέσεις του, δεν πρόκειται να συμβάλει στη διόρθωση αυτής της κατάστασης, εκτός, βέβαια, εάν η πλειοψηφία υιοθετούσε μιαν εναλλακτική πολιτική στόχευση. Για να γίνει όμως κάτι τέτοιο, κι αυτό δεν είναι το λιγότερο παράδοξο αυτής της υπόθεσης, θα πρέπει να υπάρξει το αντίστοιχό του και στην υπόλοιπη ήπειρο, όπου ο νόμος του ανταγωνισμού μεταξύ «εδαφών» θα κατισχύσει περισσότερο παρά ποτέ.
Πέρα απ’ το κατώφλι της αποσύνθεσης
Πράγμα που μας οδηγεί στην «ευρωπαϊκή» πλευρά. Αν λάβουμε υπ’ όψιν όλες τις ιδιαιτερότητες, κανένα από τα προβλήματα που πλήττουν το Ηνωμένο Βασίλειο δεν είναι άγνωστο στους ευρωπαϊκούς λαούς. Κι αυτό αποτελεί το στοιχείο αλήθειας στην «υπέρ των λαών» προπαγάνδα («ούτε δεξιά, ούτε αριστερά»), που ξεδιπλώνεται αυτή τη στιγμή στις τέσσερις γωνιές της ΕΕ, αξιώνοντας δημοψηφίσματα κατά το αγγλικό πρότυπο. Ήδη το 2005, ο Χέλμουτ Σμιτ είχε παρατηρήσει ότι, πλην εξαιρέσεων, οι δημόσιες διαβουλεύσεις για το γαλλικό και το ολλανδικό μοντέλο είχαν καταλήξει παντού σε αρνητικά αποτελέσματα. Η κρίση νομιμοποίησης, η επιστροφή του εθνικισμού, η τάση να χρεώνεται η κοινωνική και πολιτισμική κακοδαιμονία στον «εσωτερικό εχθρό», τον οποίο στοχοποιούν τα ξενοφοβικά και ισλαμοφοβικά κόμματα, εξαπλώθηκαν παντού. Η ελληνική κρίση χρησιμοποιήθηκε από τις κυβερνήσεις, που πρεσβεύουν την κοινωνική λιτότητα, για να αναγάγουν το δημόσιο χρέος σε φόβητρο για τους απανταχού φορολογούμενους. Η κρίση του προσφυγικού συνδυάστηκε με θέματα εθνικής ασφάλειας. Στην πραγματικότητα, αυτό που πέρα από τη Μάγχη εκδηλώθηκε ως «κίνημα απόσχισης», μεταφράζεται παντού στην Ευρώπη ως τάση κοινωνικών εκρήξεων, επιδείνωση των πληγμάτων που υπέστησαν στο εσωτερικό και το εξωτερικό.
Να το διατυπώσουμε καλύτερα: περάσαμε ήδη το κατώφλι της διαδικασίας αποσύνθεσης του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, όχι εξαιτίας του βρετανικού δημοψηφίσματος, αλλά λόγω των όσων αποκαλύπτει, σε ό,τι αφορά τις τάσεις πόλωσης του ευρωπαϊκού συνόλου και της πολιτικής κρίσης του, που είναι και κρίση ηθική. Όχι μόνο, όπως έχω γράψει, βρισκόμαστε στο στάδιο της «μεσοβασιλείας», αλλά παριστάμεθα μάρτυρες μιας διαδικασίας απόρριψης που, για την ώρα, δεν έχει υπόσταση ως προς τη σύστασή της.
Μπροστά σε μια μακρά πορεία
Ανίκανοι; Αυτό είναι το πραγματικό ερώτημα. Βραχυπρόθεσμα, είμαι πολύ απαισιόδοξος, γιατί οι συζητήσεις περί «επανίδρυσης» της Ευρώπης βρίσκονται στα χέρια μιας τάξης πολιτικής και τεχνοκρατικής, η οποία δεν οραματίζεται καμία μεταστροφή των κατευθυντηρίων, που της εξασφαλίζουν τα οφέλη μιας απόκρυφης εξουσίας (αυτής των χρηματαγορών), και δεν έχει καμία διάθεση να αναμορφώσει σε βάθος το σύστημα εξουσίας από το οποίο αντλεί το μονοπώλιο εκπροσώπησής της. Και, κατά συνέπεια, η λειτουργία της αμφισβήτησης εναποτίθεται σε κόμματα και ιδεολόγους, που τείνουν να σπάσουν τα δεσμά μεταξύ των λαών (ή, γενικότερα, μεταξύ των κατοίκων) της ΕΕ. Θα χρειαστεί μια πολύ μακρά πορεία προκειμένου να συνδυαστούν και να προσδιοριστούν στα μάτια μιας πλειοψηφίας πολιτών, πέρα από σύνορα, η στενή αλληλεξάρτηση μεταξύ κατατετμημένης εθνικής κυριαρχίας, διακρατικής δημοκρατίας, εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης, συν-ανάπτυξης των κρατών και των εθνών, επικοινωνίας μεταξύ των πολιτισμών. Δεν έχουμε φτάσει ακόμη εκεί, και ο χρόνος τρέχει… Ένας λόγος παραπάνω -αν πιστεύουμε στην Ευρώπη- για να παρακολουθήσουμε την ερμηνεία που θα δοθεί, χωρίς χρονοτριβή.
Ο Étienne Balibar είναι φιλόσοφος
Πηγή: Εποχή