Η εντεινόμενη κρίση της αντιπροσώπευσης, που πλέον εκδηλώνεται ως κρίση της πολιτικής και της ίδιας της δημοκρατίας, μας δείχνει ότι είναι λάθος να σκεφτόμαστε την αντιπροσωπευτική δημοκρατία ανεξάρτητα από την ιστορική της διαμόρφωση. Αυτό σημαίνει ότι διαμορφώθηκε -και εξακολουθεί να διαμορφώνεται- σε αναφορά προς ένα σύνολο δικαιωμάτων και θεσμικών εγγυήσεων. Αυτό, άλλωστε, είναι και το κράτος δικαίου ως συνταγματικό κράτος.
Η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, η διάκριση των εξουσιών, ως διακριτές λειτουργίες μίας ενιαίας εξουσίας, η διάκριση πλειοψηφιών και μειοψηφιών, αλλά και η οριοθέτηση της εκάστοτε πλειοψηφίας και των προκρινόμενων επιλογών της, σε αναφορά προς την προστασία δικαιωμάτων, συνθέτουν τα γνωρίσματα του δημοκρατικού συστήματος διακυβέρνησης. Η δημοκρατική αρχή και η αρχή της πλειοψηφίας αναγνωρίζονται πάντοτε σε σχέση με τη δικαιοκρατική αρχή. Η πρόσφατη κρίση στη λειτουργία του Κοινοβουλίου, όπως αυτή προέκυψε από την απόφαση συγκυριακής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, η οποία αποφάσισε τον αποκλεισμό εκπροσώπων της μειοψηφίας από την Προανακριτική Επιτροπή, θίγει το ίδιο το δημοκρατικό σύστημα διακυβέρνησης.
Η πλειοψηφία που χειραγωγεί τη μειοψηφία και της στερεί το αναγνωριζόμενο από τον κανονισμό του Κοινοβουλίου δικαίωμα να ορίζει η ίδια, ως μείζων αντιπολίτευση, τους εκπροσώπους της είναι αντικοινοβουλευτική πράξη.
Ο θεσμικός ρόλος της αξιωματικής αντιπολίτευσης
Η εκάστοτε κυβερνητική πλειοψηφία, για να λειτουργήσει θετικά, οφείλει να αναγνωρίζει την αντιπολίτευση ως κύριο παράγοντα ο οποίος εξισορροπεί το κοινοβουλευτικό σύστημα. Ως εκ τούτου, η αξιωματική αντιπολίτευση αναλαμβάνει μια ουσιώδη συνταγματική λειτουργία από την οποία εξαρτάται η πραγματικά εύρυθμη λειτουργία του πολιτεύματος.
Ο ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία, άλλωστε, δεν είναι απλώς αξιωματική αντιπολίτευση που ελέγχει και πιέζει την κυβέρνηση, αλλά είναι -ή οφείλει να γίνει- και εναλλακτική κυβερνητική πρόταση, όπως δικαιούται να επιδιώκει κάθε κόμμα που βρίσκεται στην αξιωματική αντιπολίτευση. Ως εκ τούτου, οφείλει ως αξιωματική αντιπολίτευση να ενεργεί ως το μελλοντικό κυβερνών κόμμα, που κυβέρνησε και συγκυριακώς βρέθηκε στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Αυτή είναι η προγραμματική αντιπολίτευση από θέση θεσμικής ευθύνης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία είναι δύναμη θεσμικής ευθύνης, καθώς και εκπρόσωπων ευάλωτων κοινωνικών μερίδων, αλλά και του δημοκρατικού, προοδευτικού κόσμου. Όπως έχει στρατηγική αναφορά στον σοσιαλισμό, και γι’ αυτό είναι ριζοσπαστικό κόμμα, έτσι θα πρέπει να έχει και προγραμματικό στρατηγικό προσανατολισμό προς την κυβερνητική εξουσία και γι’ αυτό, είναι κόμμα εξουσίας και εγγυητική δύναμη για τη λειτουργία των θεσμών, δύναμη θεσμικής ευθύνης. Έτσι θα ασκήσει αντιπολίτευση, έτσι και θα διεκδικήσει εκ νέου την κυβερνητική εξουσία. Αυτό, άλλωστε, είναι το μείζον γνώρισμα του πολιτικού πλουραλισμού και του κοινοβουλευτισμού. Συνεπώς, και η πολιτική και κοινοβουλευτική αντιπαράθεση κυβερνητικής πλειοψηφίας και αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι ουσιαστική και όταν διεξάγεται με ένταση και όταν, όπως και πρέπει, αναζητεί συγκλίσεις και συναινέσεις σε κρίσιμα για τη χώρα ζητήματα. Αυτό όμως δεν εξαρτάται μόνο από την αντιπολίτευση, εξαρτάται και από την κυβέρνηση. Η πρώτη οφείλει να ελέγχει τη δεύτερη και να φιλοδοξεί να την αντικαταστήσει.
Αυτό προϋποθέτει ένα πεδίο οριοθετημένων σχέσεων. Σε ένα κοινοβουλευτικό σύστημα, η ευθύνη για τον προστασία αυτού του πεδίου ανήκει πρωτίστως στον πρωθυπουργό. Αυτός είναι το όργανο της κυβερνητικής εξουσίας και ο ίδιος έχει την πολιτική ευθύνη της κυβέρνησης. Ο εκάστοτε πρωθυπουργός προσωποποιεί τη σχέση πολιτική εξουσίας και πολιτικής ευθύνης. Η νομιμοποίηση την οποία έχει η εκάστοτε κυβερνητική εξουσία από το εκλογικό σώμα εκφράζεται διά του εκάστοτε πρωθυπουργού.
Συνεπώς, η πρόσφατη απόφαση της πλειοψηφίας, στη Βουλή, να χειραγωγήσει τη μείζονα αντιπολίτευση αναδεικνύει αυτήν ακριβώς τη σχέση, την οποία προσωποποιεί ο πρωθυπουργός.
Η πλειοψηφία δεν αποφασίζει εν κενώ
Το κύριο επιχείρημα που έχει διατυπωθεί εναντίον της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι ότι, στην κοινοβουλευτική δημοκρατία, αποφασίζει η πλειοψηφία. Όντως έτσι είναι, αλλά ουδέποτε αποφασίζει εν κενώ. Αποφασίζει εντός αυτού του πεδίου των οριοθετημένων σχέσεων, δηλαδή η ισχύς της πλειοψηφίας περιορίζεται από τα δικαιώματα της μειοψηφίας. Μόνον έτσι η απόφασή της δεν είναι αυθαίρετη και δεσποτική.
Μόνο τότε δεν είναι «με το έτσι θέλω», διότι μόνον έτσι εξισορροπούνται οι αντίρροπες πολιτικές δυνάμεις. Αυτή, άλλωστε, είναι και η συνταγματικώς διασφαλιζόμενη ισορροπία κυβερνητικής πλειοψηφίας και αντιπολίτευσης. Η αξιωματική αντιπολίτευση, στο συνταγματικό κράτος δικαίου, δεν είναι χειραγωγήσιμη μειοψηφία, αλλά θεσμός. Αυτό είναι το δημοκρατικό σύστημα διακυβέρνησης. Συνεπώς, το ερώτημα είναι: πώς σχετίζονται κυβερνητική πλειοψηφία και αντιπολίτευση, εντός του πεδίου αυτών των οριοθετημένων σχέσεων, όπου η ισχύς της πλειοψηφίας περιορίζεται από τα δικαιώματα της μειοψηφίας, αλλά και τον θεσμικό ρόλο της αντιπολίτευσης ως αρχής;
Είναι σαφές ότι η κυβερνητική πλειοψηφία κυβερνά, άρα και αποφασίζει. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι η αντιπολίτευση -εν προκειμένω η αξιωματική αντιπολίτευση- δεν έχει ίσες δυνατότητες με την κυβερνητική πλειοψηφία, εφόσον και οι δύο μετέχουν ισότιμα στην κοινοβουλευτική διαδικασία. Από εδώ προκύπτει καταφανώς το δικαίωμα και η δυνατότητα της αξιωματικής αντιπολίτευσης να ορίζει τους εκπροσώπους της στις επιτροπές. Η ευθύνη, όμως, της κοινοβουλευτικής διαδικασίας ανήκει στον πρόεδρο της Βουλής, ο οποίος δεν είναι απλώς πρόεδρος της εκάστοτε κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.
Συνεπώς, είναι ευθύνη του προέδρου της Βουλής η διασφάλιση και διαφύλαξη των οριοθετημένων σχέσεων πλειοψηφίας και μειοψηφίας, ώστε να προστατεύονται τα κατοχυρωμένα δικαιώματα της μειοψηφίας από την αυθαιρεσία και τον αυταρχισμό της πλειοψηφίας. Στην προκειμένη περίπτωση, η απόφαση της πλειοψηφίας να αποκλείσει από την Προανακριτική Επιτροπή τους εκπροσώπους της αξιωματικής αντιπολίτευσης ήταν και αυθαίρετη και αυταρχική, αλλά και κάτι ακόμη: ήταν εκδήλωση αντικοινοβουλευτικού πνεύματος. Ακόμη και η ΕΡΕ τηρούσε τους τυπικούς κοινοβουλευτικούς κανόνες. Τα πολιτικά κόμματα είναι θεσμοί πολιτικής αντιπροσώπευσης.
Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία, δεν είναι απλώς μια μειοψηφία, αλλά αντιπροσωπεύει μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος και της κοινωνίας. Η κοινοβουλευτική του χειραγώγηση εντείνει την κρίση αντιπροσώπευσης που ταλανίζει το πολιτικό σύστημα.
Ο στόχος της Άκρας Δεξιάς
Περισσότερο και από αυτό, όμως, δείχνει ότι η κυβέρνηση αδιαφορεί για την ισόρροπη σχέση ανάμεσα στην αρχή της πλειοψηφίας και τη δημοκρατική αρχή. Χωρίς αυτή την ισορροπία διασαλεύεται η λειτουργία του Κοινοβουλίου, με συνέπεια η συγκεκριμένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία να μετατρέπει τον θεσμό του Κοινοβουλίου σε εργαλείο και να τον χρησιμοποιεί αναλόγως για την επίτευξη συγκεκριμένου πολιτικού αποτελέσματος. Έτσι, όμως, απονομιμοποιείται ο κύριος θεσμός της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.
Είναι εύκολο, πλέον, να υποθέσουμε πού οδηγεί η απονομιμοποίηση των δημοκρατικών πολιτικών θεσμών, ιδίως δε του Κοινοβουλίου, με την καταστρατήγηση και απαλοιφή των διακριτών, οριοθετημένων σχέσεων πλειοψηφίας και μειοψηφίας.
Πρόκειται για την απονομιμοποίηση του ήδη απαξιωμένου πολιτικού συστήματος και τη συνακόλουθη ενίσχυση όλων των δυνάμεων που αποσκοπούν στην απονομιμοποίηση του πολιτεύματος, της Δημοκρατίας. Αυτός είναι πάντοτε ο στόχος της Άκρας Δεξιάς. Μια πραγματικά δημοκρατική Κεντροδεξιά -η οποία είναι απαραίτητη για την εύρυθμη λειτουργία του πολιτικού συστήματος- θα ήταν ανάχωμα σε αυτή την κατάπτωση. Αλλά δεν φαίνεται να υπάρχει τέτοια Δεξιά. Υπάρχει -και κυβερνά- μια άλλη νεοφανής Δεξιά, με πολύ δυνατή μνήμη, μια Δεξιά που δεν ξεχνά τι σημαίνει Δεξιά. Είναι, όμως, μια γλυκομίλητη Δεξιά. Γι’ αυτό μας είπε τόσο γλυκά ότι «το ξύλο είναι στοιχείο αναγκαιότητας». Η Δεξιά που δεν ξεχνά τι σημαίνει Δεξιά και είναι ο εκφραστής αυτού του νεόκοπου αντικοινοβουλευτισμού.
Στέφανος Δημητρίου
Πηγή: Η Αυγή