Η εκατοστή επέτειος της Οκτωβριανής Επανάστασης αναζωπύρωσε τις συζητήσεις για τα συγκλονιστικά γεγονότα του 1989-1991 στη Ρωσία και την Ανατολική Ευρώπη. Παρ’ όλη τη δυσκολία του διαχωρισμού, σύμφωνα με το πνεύμα της σύγχρονης εποχής (επιστροφή της γεωπολιτικής, παγκοσμιοποίηση, χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός), η κατάρρευση της ΕΣΣΔ και τα συναφή ζητήματα, όπως της οργάνωσης της σοβιετικής οικονομίας και του κράτους και, κατ’ επέκταση, η κρίση του μαρξισμού, ταξινομούνται και εξετάζονται ως ιδιαίτερα, αυτοτελή προβλήματα -που, βέβαια, δεν είναι. Για λόγους ευκολίας, όμως, καθώς και περιορισμένου χώρου, θ’ ακολουθήσουμε στο σημείωμα τούτο το δρόμο των τελευταίων συζητήσεων.
Από Διός άρξασθαι. Αλλά στην εποχή μας αντί των λαμπρών εξ ανατολών θεών ενδιατρίβουν στον Όλυμπο σκοτεινοί δυτικοί γκουρού, που συμβάλλουν πάντως όπως μπορούν στη συζήτηση. Ένας από αυτούς, ο πολωνός φιλόσοφος Leszek Kolakovski, κορυφαίος θεωρητικός της Δύσης, είναι ο συγγραφέας ενός τρίτομου (αριστουργηματικού, κατά την αξιολόγηση του αμερικανού συναδέλφου του Sidney Hook) έργου με τον τίτλο «Κύρια ρεύματα του Μαρξισμού». Το έργο χαρακτηρίζεται από τον Hook ως ισάξιο της Βίβλου και των ελλήνων κλασικών. Δείγμα γραφής του Kolakovski: «Η επιρροή του Μαρξισμού δεν απορρέει από τον επιστημονικό του χαρακτήρα, οφείλεται σχεδόν εξολοκλήρου στα προφητικά, φανταστικά και ιρασιοναλιστικά του στοιχεία. Όλες οι προφητείες του Μαρξ είναι εσφαλμένες. Πρόκειται για ψευδοθρησκεία».
Εκτός από το επίπεδο της «ιδεολογίας», σε άλλους τομείς υποστηρίχθηκαν στη Δύση σοβαρότερες απόψεις. Στο οικονομικό και το πολιτικό πεδίο, η συζήτηση εκκινεί από περισσότερο απτές και εξερευνήσιμες αφετηρίες, όπως το πρωταρχικής σημασίας ερώτημα, που παραμένει ακόμη αναπάντητο: Ήταν βιώσιμη η σοβιετική οικονομία; Η έρευνα στηρίζεται σε αδιάβλητα, αλλά ενδεικτικά στοιχεία, γιατί παραμένουν απόρρητες οι επίσημες στατιστικές. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 εμφανίζονται στην ΕΣΣΔ σαφή σημεία οικονομικής ύφεσης, τάση μείωσης του ρυθμού ανάπτυξης, της ανταγωνιστικότητας, της παραγωγικότητας και των επενδύσεων. Αιφνίδια επιδείνωση προκαλεί το 1986 η μεγάλη μείωση της τιμής του πετρελαίου (αιτία η διόγκωση των πωλήσεων από τη Σαουδική Αραβία), που έπεσε από 66 δολάρια το βαρέλι το 1980, σε 20 δολάρια το βαρέλι το 1986, δημιουργώντας δημοσιονομική κρίση στην ΕΣΣΔ. Καταστροφική επίδραση είχαν την ίδια περίοδο οι εξαιρετικά υψηλές στρατιωτικές δαπάνες (18% του ΑΕΠ) της ΕΣΣΔ.
Ως προς τον τελευταίο παράγοντα γίνεται λόγος για μελετημένο σχέδιο της Ουάσιγκτον, που, αφού έθεσε σε κίνηση την άνοδο της τιμής του πετρελαίου, εξήγγειλε με εντυπωσιακό τρόπο την πρωτοβουλία του «πολέμου των άστρων», ενώ εξόπλιζε αφειδώλευτα τους μουτζαχεντίν στο Αφγανιστάν. Ήταν φανερό ότι η ΕΣΣΔ ήταν υποχρεωμένη να αντιδράσει, με οποιοδήποτε κόστος. Συνακόλουθα σε παράλληλη κατεύθυνση κινήθηκαν και οι σοβιετικές στρατιωτικές παρεμβάσεις (εκδηλώσεις «διεθνούς αλληλεγγύης») στην Αγκόλα και το Κέρας της Αφρικής.
Το ιστορικό παράδοξο
Παρ’ όλα αυτά, μπορεί να γίνει λόγος για ένα ιστορικό παράδοξο: Πώς είναι δυνατό μια παγκόσμια υπερδύναμη, που στο οπλοστάσιο της περιλάμβανε τα τελειότερα στρατηγικά και τακτικά όπλα, μια υπερδύναμη που στόχευε να αποτελέσει τη διαφορετική, εναλλακτική εκδοχή σ΄ ένα διπολικό κόσμο, -πώς είναι δυνατό να καταρρεύσει τόσο γρήγορα, απότομα και τελειωτικά;
Στο σημείο αυτό της προσπάθειας ερμηνείας παρεμβάλλεται ένας αμφιλεγόμενος ιδεολογικός – στρατοκρατικός παράγοντας. Τα χρόνια του ψυχρού πολέμου τα ζητήματα της στρατιωτικής ισχύος -τακτικά και στρατηγικά οπλικά συστήματα- εσωτερικεύτηκαν και αυτονομήθηκαν σε τέτοιο βαθμό στο πλαίσιο του σοβιετικού κράτους και των ιδεολογικών μηχανισμών του, ώστε να αποτελέσουν τη raison d’ etre (λόγο ύπαρξης) του κράτους και του συστήματος. Κατά το διεθνολόγο Nick Bisley, υποστηρικτή της άποψης αυτής, ο Γκορμπατσόφ με την περεστρόικα, επιχείρησε να αναδείξει το ανθρωπιστικό περιεχόμενο του σοσιαλισμού, περιορίζοντας και απομακρύνοντας τα στρατοκρατικά ψυχροπολεμικά στοιχεία και εφαρμόζοντας εξωτερική πολιτική ειρήνης. Η πολιτική αυτή του Γκορμπατσόφ κατέφερε σοβαρό πλήγμα στο πλέγμα των μιλιταριστικών μηχανισμών και των ακραίων ιδεολογικών συσπειρώσεων. Το αποσταθεροποίησε, το απομόνωσε και το κατέστησε ευάλωτο στο εσωτερικό και το εξωτερικό. Το σκληροπυρηνικό πλέγμα αντέδρασε άμεσα, διαβρώνοντας και υπονομεύοντας το σύστημα.
Περεστρόικα
Το επίκεντρο της περεστρόικα υπήρξε ο πολιτικός μετασχηματισμός. Από τη δεκαετία του 1950 -ήδη όμως ήταν αργά- είχε διαμορφωθεί, με βάση τη Σοβιετική Ακαδημία Επιστημών και το Τμήμα Διεθνών Σχέσεων του ΚΚΣΕ, άτυπη ομάδα ηγετικών στελεχών που είχαν επίγνωση των σχετικών προβλημάτων και αναζητούσαν λύσεις στην κατεύθυνση ενός δημοκρατικού και φιλειρηνικού ανοίγματος. (Ανάμεσά τους ήταν ο Γιούρι Αντρόπωφ, ο Νικήτα Χρουτσώφ, ο Γιούρι Σαχναζάροφ και άλλοι). Δεν ήταν μόνο η χρονική υστέρηση των μεταρρυθμίσεων που επεξεργάσθηκε η ομάδα, αλλά και ο όγκος του έργου της, που ήταν δύσκολο να απορροφηθεί από τον άκαμπτο, απολιθωμένο σοβιετικό κρατικό μηχανισμό. Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Princeton, St.Cohen, υποστηρίζει με βεβαιότητα ότι υπήρξαν ωστόσο ευκαιρίες εναλλακτικής πορείας στο πλαίσιο του καθεστώτος, χωρίς ρήξη, σε κρίσιμες καμπές της ιστορίας της ΕΣΣΔ. Ευκαιρίες που χάθηκαν, όπως η πρόταση του Μπουχάριν, για ένα διαφορετικό ρυθμό οικοδόμησης του σοσιαλισμού («βάδισμα σαλιγκαριού» και όχι βίαιη ορμή της σταλινικής κολεκτιβοποίησης).
Η απαγόρευση των φραξιών το 1921 εμπόδισε την κομματική νομιμοποίηση παρόμοιων εναλλακτικών προτάσεων, που προϋπέθετε ανάλογες θεσμικές ρυθμίσεις υποδομής, διάδοσης και εκλαΐκευσης, ώστε η εφαρμογή τους να μην απαιτεί πραξικοπηματικού τύπου κινήσεις «από τα πάνω» ή «από τα κάτω». Το θεσμικό αυτό κενό είχε παραλυτική, αρνητική επίδραση. Οι αστικές, αλλά και οι σοβιετικές δημοκρατικές διαδικασίες, που αναδείκνυε μέχρις ορισμένου βαθμού η περεστρόικα, δεν ήταν οι καταλληλότερες γι’ αυτήν την επιθυμητή και αναγκαία νομιμοποίηση. Ο εκδημοκρατισμός στον οποίο απόβλεπε η περεστρόικα, χωρίς τη συμπλήρωση από μια τέτοια ρύθμιση, ήταν ελλιπής. Ο γάλλος γεωπολιτειακός Pierre Hassner παρατηρεί: «Ο κομμουνισμός πέθαινε από έλλειμμα νομιμοποίησης, αλλά ο θάνατός του επήλθε όταν επιχείρησε να αποκτήσει δημοκρατική νομιμοποίηση. Μόλις υπόβαλε τον εαυτό του στη δοκιμασία των ελεύθερων εκλογών, αποκρούσθηκε σχεδόν παντού».
Πριν από την έναρξη της περεστρόικας, η ηγεσία του ΚΚΣΕ επιδόθηκε το 1984 σε μια εκστρατεία ιδεολογικής «αναστήλωσης», αρχίζοντας με συνδιάσκεψη που συγκάλεσε ο Γκορμπατσόφ τον Δεκέμβριο του 1984. Η εκστρατεία περιήλθε σε εννοιολογικά αδιέξοδα. Αφετηρία της υπήρξε η επεξεργασία της έννοιας της «κομμουνιστικής μεταρρύθμισης», το περιεχόμενο της οποίας υπέστη γρήγορα διολίσθηση στην κατεύθυνση ενός προγράμματος «μεταρρύθμισης του κομμουνισμού» -ενός δηλαδή ριζικά διαφορετικού, αντιφατικού «ιδεολογικού σχεδίου» συγκριτικής πρόσμιξης στοιχείων του μαρξισμού με στοιχεία φιλελευθερισμού, σοβιετικές εμπειρίες, αστική ιδεολογία και «σοσιαλισμό της αγοράς». Το χάσμα ανάμεσα στην «κομμουνιστική μεταρρύθμιση» και στη «μεταρρύθμιση του κομμουνισμού» έγινε ο τάφος του εγχειρήματος. Ακολούθησαν περιορισμένες απόπειρες σε εντελώς διαφορετική βάση.
Ετερόκλητοι παράγοντες και μία σταθερά
Στην παγκοσμιοποίηση καταλογίζεται μια ακόμη αιτία της κατάρρευσης της ΕΣΣΔ. Η επέκταση της καπιταλιστικής αναπαραγωγής και η ανάπτυξη των διεθνών ανταλλαγών είχε ως αποτέλεσμα την ένταξη της σοβιετικής οικονομίας στο διεθνές οικονομικό σύστημα και την κατάργηση της περιχαράκωσής της στο «σοσιαλιστικό στρατόπεδο». Έτσι η ΕΣΣΔ περιήλθε βαθμιαία στη θέση μιας τριτοκοσμικής δύναμης, ανίκανης να αντεπεξέλθει στον ανταγωνισμό των ΗΠΑ και της Δύσης. Η άποψη αυτή θα μπορούσε να οδηγήσει σε σύγχυση και αντιστροφή όρων αιτίας και αποτελέσματος: η κατάρρευση της ΕΣΣΔ επέτρεψε στις ΗΠΑ να υπερβούν τις αντιφάσεις τους και να αναδειχθούν σε θριαμβεύουσα μοναδική καπιταλιστική υπερδύναμη, στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης.
Από την κατά σειρά παράθεση των ως άνω παραγόντων προκύπτει ότι κανένας απ’ αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί αποκλειστική αιτία της κατάρρευσης. Το ερώτημα για το κύριο αίτιο παραμένει αναπάντητο. Ίσως να το απαντήσουν μελλοντικές έρευνες. Υπάρχει, όμως, ήδη ένας κοινός παρανομαστής σ’ αυτό το άθροισμα των ετερόκλητων παραγόντων: η ανάγκη στενής σχέσης ανάμεσα στο σοσιαλισμό, τη δημοκρατία και την ελευθερία.
Τάσος Τρίκκας
Πηγή: Η Εποχή