Η Οκτωβριανή επανάσταση είναι το Συμβάν που ενδείκνυται για τη μελέτη των δύο θεμελιωδών αξιωμάτων της πολιτικής: όλα είναι δυνατά και όλα υπόκεινται σε περιορισμούς. Η επανάσταση του 1917 φάνταζε πάντα η πιο τρανή απόδειξη του πρώτου αξιώματος, την ίδια στιγμή που αποδείκνυε ακόμα και στους συγχρόνους της (ή μάλλον κυρίως σε αυτούς) ότι και αυτή ήταν αναγκασμένη να υποχωρεί μπροστά στην αναγκαιότητα. Οι αντιπαραθέσεις γύρω από την υλοποίηση της ιδέας ή της ρεαλιστικής προσαρμογής «έδιναν και έπαιρναν» ήδη πριν από τον Οκτώβρη.
Γη στους αγρότες
Η Ρόζα Λούξεμπουργκ ασκούσε κριτική στους Μπολσεβίκους, γιατί έδωσαν γη στους αγρότες και αυτοδιάθεση στα μη ρωσικά έθνη και κατάργησαν τη δημοκρατία, μέτρα που απομάκρυναν την επανάσταση από το στόχο του σοσιαλισμού[1]. Όμως, όπως αντέκρουε ο Λένιν (και επιβεβαίωνε μετ’ επιτάσεως ο Νίκος Καζαντζάκης[2]), χωρίς την ικανοποίηση του πάγιου αγροτικού αιτήματος, οι αγρότες δεν είχαν κανένα λόγο να στηρίξουν τους Μπολσεβίκους. Αυτό αποδείχθηκε άλλωστε από την αντίσταση που προέβαλαν στη συνέχεια στις βίαιες επιτάξεις της σοδειάς τους.
Αυτοδιάθεση των μη ρωσικών λαών
Ομοίως, η αυτοδιάθεση των μη ρωσικών λαών ήταν ένα μέτρο που οδήγησε αυτούς τους λαούς να προτιμήσουν τους Μπολσεβίκους από τους γερμανούς εισβολείς και να τους στηρίξουν τόσο απέναντι στους Λευκούς, που επιζητούσαν την επιστροφή στο τσαρικό καθεστώς, όσο και απέναντι στους αγγλογάλλους εισβολείς. Χωρίς την παθητική προτίμηση ή την ενεργό στήριξη των μη ρωσικών λαών, οι Μπολσεβίκοι όχι μόνο δε θα είχαν ανακτήσει εύκολα τα εδάφη που απώλεσε η Ρωσία λόγω του πολέμου και της συνθήκης του Μπρεστ-Λιτόφσκ, αλλά θα είχαν σίγουρα συντριβεί από τα συνδυασμένα χτυπήματα της αντεπανάστασης και της ξένης επέμβασης, γεγονός που όχι μόνο φοβόντουσαν, αλλά το περίμεναν κιόλας.
Δικτατορία
Όσον αφορά τώρα τη δημοκρατία και τις πιθανότητές συμβίωσης της με τη σοσιαλιστική επανάσταση, πρέπει να θυμηθούμε ότι οι πρώτες ελεύθερες εκλογές έφεραν τους Μπολσεβίκους μπροστά σε ένα σκληρό δίλημμα: να σεβαστούν το αποτέλεσμα, που τους έδινε μόλις 25% των ψήφων των λαϊκών αντιπροσώπων έναντι 75% που συγκέντρωναν τα κόμματα που στήριζαν την κοινοβουλευτική δημοκρατία, και να θυσιάσουν τη σοσιαλιστική προοπτική της επανάστασης ή να διαλύσουν τη Συντακτική Συνέλευση και να προχωρήσουν μόνοι τους στην εφαρμογή του σοσιαλιστικού τους προγράμματος; Η πρώτη επιλογή θα άνοιγε την πόρτα της αστικής δημοκρατίας και θα έκλεινε την πόρτα του σοσιαλισμού. Η δεύτερη θα έκανε ακριβώς το αντίθετο.
Συνθηκολόγηση στο Μπρεστ-Λιτόφσκ
Η συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ υπήρξε το επόμενο αντικείμενο έντονης διαφωνίας μεταξύ αυτών που θεωρούσαν ότι ο Λένιν πρόδιδε την επανάσταση και των λενινιστών που θεωρούσαν την υπογραφή της ατιμωτικής αυτής συνθήκης απαραίτητη ώστε να κερδηθεί χρόνος για την εμπέδωση της σοβιετικής εξουσίας και τη δημιουργία «κόκκινου στρατού». Ενώ δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για το πόσο επαχθής ήταν η συνθήκη (το παραδεχόταν άλλωστε και ο ίδιος ο Λένιν), γίνεται σαφές (ειδικά στην κατατοπιστική μαρτυρία του Βίκτορ Σερζ για το Έτος ένα της επανάστασης[3]) ότι χάρη στην οικοδόμηση του Κόκκινου Στρατού κατά τη διάρκεια της ανάπαυλας έγινε δυνατή η επιβίωση του σοβιετικού καθεστώτος και η τελική επικράτησή του.
Η επιστροφή των “ειδικών” και το τέλος των σοβιέτ
Η επικράτηση του Κόκκινου Στρατού, όμως, υπήρξε ευθεία συνάρτηση της απόφασης για ένταξη στις τάξεις του εκατοντάδων χιλιάδων «επαγγελματιών» αξιωματικών και υπαξιωματικών που είχαν θητεύσει στον τσαρικό στρατό. Ο πόλεμος κερδίζεται με γνώση και πειθαρχία. Αυτή ήταν η βασική ιδέα του στρατιωτικού νου των μπολσεβίκων, Λέοντα Τρότσκυ, ο οποίος χρειάστηκε να θυσιάσει την αιρετότητα των αξιωματικών και τη συλλογική λειτουργία των στρατιωτικών μονάδων. Υπήρξαν βέβαια αντιδράσεις, όμως η βελτίωση της επιχειρησιακής ικανότητας του στρατεύματος ήταν εξώφθαλμη.
Οι «ειδικοί» θα συρρεύσουν προοδευτικά και στον παραγωγικό και κρατικό μηχανισμό. Οι κρατικοί θεσμοί, όπως πολύ εύστοχα σημειώνει ο Τάσος Τρίκκας στο τελευταίο του βιβλίο, «αποτελούν τα καταφύγια της παλιάς αστικής τάξης που στην αρχή είχε εκτοπισθεί από την οικονομική της θέση»[4]. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τον πλήρη παραγκωνισμό τόσο των σοβιέτ ως διοικητικών οργάνων όσο και της αυτοδιαχείρισης των εργοστασίων. «Ο εξαιρετικά ταχύς ρυθμός της πολιτικής ζωής απαιτούσε γρήγορες αποφάσεις και ο πιο πρόσφορος τρόπος ήτανε αυτές να λαμβάνονται άμεσα από το κόμμα […], στα Σοβιέτ δεν είχαν άλλωστε την πλειοψηφία οι Μπολσεβίκοι»[5]. Όπως έχει τονίσει ο Πουλαντζάς, ο δεσποτικός εκφυλισμός της ρωσικής επανάστασης οφείλεται και στην προσπάθεια να υποκατασταθούν άμεσα τα αντιπροσωπευτικά σώματα με τα σοβιέτ. Γιατί πολύ απλά δεν μπόρεσαν να ανταποκριθούν στο ρυθμό λήψης των αποφάσεων που επέβαλε ο εμφύλιος και ο εξωτερικός πόλεμος. Δεν πρέπει να ξεχνάμε δε ότι η ίδια αιτία απείλησε θανάσιμα την αθηναϊκή άμεση δημοκρατία κατά τη διάρκεια του πελοποννησιακού πολέμου.
Εγκατάλειψη της αυτοδιαχείρισης
Όσον αφορά την -εξίσου γρήγορη- εγκατάλειψη της αυτοδιαχείρισης των εργοστασίων από τους εργάτες, η Γιάννα Κατσόφσκα Μαλιγκούδη μας δίνει έναν συνοπτικό, αλλά πλήρη, κατάλογο των αιτιών: «Η τάση […] των εργατών να επιδιώκουν, πέρα από τον έλεγχο, να λειτουργήσουν τα εργοστάσια με δική τους πρωτοβουλία ή απόφαση, η απουσία των απαραίτητων σχετικών γνώσεων, αλλά και η έλλειψη πρώτων υλών, η κακή εργασιακή πειθαρχία, οι αυθαίρετες αυξήσεις των μισθών τους παρά τη μείωση της παραγωγικότητας, οδήγησαν γρήγορα στο τέλος της προσπάθειας αυτής, στο κλείσιμο δηλαδή πολλών εργοστασίων και επιχειρήσεων ή στην κρατικοποίηση/απαλλοτρίωσή τους»[6]. Με τον τρόπο αυτό οι Μπολσεβίκοι κατάφεραν να συγκολλήσουν τα σκόρπια κομμάτια της κατεστραμμένης οικονομίας μιας αχανούς χώρας, να πετύχουν τη γρήγορη εκβιομηχάνιση που τόσο ποθούσαν ανέκαθεν οι ρωσικές ελίτ, ώστε να μην υστερούν έναντι των δυτικών ανταγωνιστών τους, και να προσφέρουν στον χειμαζόμενο από την κρίση του 1929 κόσμο ένα νέο μοντέλο οικονομικής πολιτικής: τον κρατικό παρεμβατισμό μεγάλης κλίμακας.
Νέα Οικονομική Πολιτική και επιστροφή της καπιταλιστικής αγοράς
Ωστόσο, εκείνο το μέτρο που απέδωσε τα μέγιστα κατά τα κρίσιμα πρώτα χρόνια ήταν η εφαρμογή της Νέας Οικονομικής Πολιτικής. Η επαναφορά της λειτουργίας της αγοράς και της λογικής του κέρδους είχε σκοπό να δώσει κίνητρα σε αγρότες και μικροεπιχειρηματίες να παράξουν περισσότερο. Όπως έλεγε ο Λένιν στα πλήθη που είχαν συγκεντρωθεί για να γιορτάσουν την τέταρτη επέτειο από την Οκτωβριανή επανάσταση: «Το προλεταριακό κράτος πρέπει να μετατραπεί σε έναν προσεκτικό, επιμελή και εύστροφο ‘επιχειρηματία’, έναν σχολαστικό χονδρέμπορο […]. Το ατομικό κίνητρο θα αυξήσει την παραγωγή. Χρειάζεται πρώτα απ’ όλα και με οποιοδήποτε τίμημα να αυξήσουμε την παραγωγή»[7]. Μπορείτε να φανταστείτε τι αντίκτυπο είχαν τέτοια λόγια σε ένα κόμμα επαναστατών. Το κόμμα των Μπολσεβίκων υιοθέτησε αυτό το μέτρο με βαριά καρδιά , ενώ οι κριτικές για «επιστροφή του καπιταλισμού» στόχευε ευθέως του ηγέτες της επανάστασης. Ωστόσο, το μέτρο έγινε δεκτό με ενθουσιασμό από την πλειοψηφία του πληθυσμού και απέδωσε αμέσως. Η παραγωγή αυξήθηκε και ο μόνιμος εφιάλτης του λιμού απομακρύνθηκε.
Εξωτερική πολιτική με βάση το συμφέρον της σοσιαλιστικής πατρίδας
Η οικονομία όμως βρισκόταν (λόγω του πολέμου) σε άθλια κατάσταση. Η Νέα Οικονομική Πολιτική από μόνη της δεν μπορούσε να την αναστηλώσει. Χρειαζόταν επειγόντως ξένη οικονομική βοήθεια. Το ζήτημα αυτό βέβαια άπτεται της εξωτερικής πολιτικής και, όπως ήταν φυσικό, και στο πεδίο αυτό συγκρούστηκαν η ιδέα της διεθνοποίησης της επανάστασης και η ανάγκη επιβίωσης της πατρίδας του σοσιαλισμού. Η πρώτη υπαγόρευε τη στήριξη των απανταχού επαναστατικών κινημάτων, ενώ η δεύτερη υποχωρήσεις ώστε να εξασφαλιστεί η πολυπόθητη οικονομική βοήθεια. Το Μάρτιο του 1921 η σοβιετική ηγεσία υπέγραψε εμπορικό σύμφωνο με την Αγγλία και συνθήκη φιλίας με την κεμαλική Τουρκία. Το τίμημα ήταν ότι έπαψε να στηρίζει τους Ινδούς επαναστάτες στον αγώνα τους κατά της αγγλικής αποικιοκρατίας, ενώ «έκανε τα στραβά μάτια» σχετικά με τις διώξεις και τη σφαγή των κομμουνιστών της Τουρκίας. Ομοίως, κρίθηκε αναγκαία η προσέλκυση ξένων επενδύσεων από το εξωτερικό με δέλεαρ εκχωρήσεις δασικών εκτάσεων, ορυχείων, λιμανιών κα.
Επανάσταση και αναγκαιότητα
Οι Μπολσεβίκοι διέπραξαν πολλά λάθη, τα οποία παραδεχόταν εμφατικά ο Λένιν. Όμως, μέχρι και η πολέμια του λενινισμού, Ρόζα Λούξεμπουργκ, αναγνώριζε πως οι διαστρεβλώσεις «υπαγορεύθηκαν στη Ρωσία από την ανάγκη και τον εξαναγκασμό» και πως μόνο με «θαύμα» θα μπορούσαν να έχουν καταφέρει, στις ιστορικές δυνατότητες που έδρασαν, την οικοδόμηση ενός σοσιαλιστικού καθεστώτος χωρίς στρεβλώσεις[8]. Αν όμως η επανάσταση σώθηκε από βέβαιο θάνατο τόσες και τόσες φορές (πριν την εκτελέσει ο Στάλιν), χάρη σε αυτές τις στρεβλώσεις, τότε θα πρέπει να αναρωτηθούμε: Θα μιλάγαμε σήμερα για την επανάσταση που άλλαξε τον κόσμο, αν οι Μπολσεβίκοι δεν υπέκυπταν τόσες και τόσες φορές στην αναγκαιότητα, κάνοντας άλλα από αυτά που επέβαλε η ιδεολογία τους; Ή θα μιλάγαμε για άλλη μια αποτυχημένη επανάσταση, σαν της Γερμανίας, της Ουγγαρίας και της Βουλγαρίας κατά την περίοδο που ακολούθησε τον Οκτώβρη; Το γεγονός βέβαια ότι το «βασίλειο της ελευθερίας», όπως υποτίθεται ότι θα ήταν το μετεπαναστατικό καθεστώς, υποκλίθηκε -για να επιβιώσει- στο βασίλειο της αναγκαιότητας, δημιουργεί ενός είδους «γνωστική ασυμφωνία». Δε θα έπρεπε. Ολόκληρη η δυτική φιλοσοφία, από την αρχαία Ελλάδα μέχρι σήμερα ορίζει την αναγνώριση της αναγκαιότητας ως προϋπόθεση της ελευθερίας.
[1] Λούξεμπουργκ Ρόζα, Ρώσικη Επανάσταση, Ύψιλον, 1980
[2] Καζαντζάκης Νίκος, Ταξιδεύοντας: Ρουσία, Εκδόσεις Καζαντζάκη, 2010
[3] Σερζ Βίκτωρ, Έτος ένα της ρώσικης επανάστασης, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, 2017
[4] Τρίκκας Τάσος, Οκτωβριανή Επανάσταση, 1917-2017. Από το όραμα στην πράξη, Θεμέλιο, 2017, σ.41
[5] Στο ίδιο, σ.48
[6] Κατσόβσκα-Μαλιγκούδη Γιάννα, Ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης (1917-1991), Εκδόσεις Gutenberg, 2012, σ.65
[7] Οι εργαζόμενοι στο προσκήνιο της ιστορίας. Η Μπολσεβίκικη Επανάσταση – Οκτώβρης 1917, Διεθνές Βήμα, 2017
[8] Λούξεμπουργκ Ρόζα, ό.π.
Ο Δημήτρης Παπανικολόπουλος είναι διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης