Macro

Πολιτικές του φόβου, πολιτικές της χειραφέτησης

«Η κύρια επίπτωση του 1989 είναι ότι οι πλούσιοι έπαψαν να φοβούνται». Ετσι κατέγραφε ο κομμουνιστής ιστορικός Ερικ Χόμπσμπαουμ το τέλος μιας από τις πιο συναρπαστικές και αμφιλεγόμενες ιστορίες του 20ού αιώνα, λέγοντας «αντίο σε όλα αυτά». Ο απόηχος της Οκτωβριανής Επανάστασης ακούγεται ακόμη, εκατό χρόνια μετά, για το καλό ή το κακό.

Δεν ήταν η στρατιωτική ισχύς της ΕΣΣΔ αυτό που τρόμαζε τους «πλούσιους», λέει ο Χόμπσμπαουμ, αλλά ο ορίζοντας της κοινωνικής επανάστασης.

Οι φτωχοί και οι εργάτες, όσοι ζούσαν την καταστατική ανισότητα του εκβιομηχανισμένου καπιταλισμού, η «Τέταρτη Τάξη» του περίφημου πίνακα του Τζουζέπε ντα Βολπέντο, όλοι αυτοί είχαν βρει από τον 19ο αιώνα μια δέσμη ιδεών, τον σοσιαλισμό, και έναν τρόπο οργάνωσης, το εργατικό κόμμα, που υποσχόταν να τους οδηγήσει στη δικαιοσύνη και τη χειραφέτηση.

Αυτό το φάσμα που πλανιόταν πάνω από την Ευρώπη μέχρι που απέκτησε σάρκα και οστά είναι που στον 20ό αιώνα έκανε τις δυτικές δημοκρατίες αξιοβίωτες.

Η κοινωνική ασφάλεια, η μείωση των ανισοτήτων, το κράτος πρόνοιας ήταν αποτέλεσμα του φόβητρου που αποτελούσαν το παγκόσμιο σοσιαλιστικό στρατόπεδο και η «απειλητική» δράση κομμουνιστών και σοσιαλδημοκρατών μέσα στις ίδιες τις δυτικές κοινωνίες.

Το 1917 το φάσμα έγινε κράτος. Δεν ήταν πραξικόπημα ούτε ηρωική έφοδος στα (άδεια) χειμερινά ανάκτορα, αλλά η νίκη μιας ιδέας που είχε φτάσει η ώρα της. Ιδέα βγαλμένη από τη μήτρα της νεωτερικότητας και του 1789. Μετεξέλιξη της ιδέας της προόδου, της «βελτιωσιμότητας» του ανθρώπου διά του ορθού λόγου και των επιτευγμάτων της τεχνικής διάνοιας, όπως έλεγαν οι Διαφωτιστές του 17ου αιώνα και οι θετικιστές του 18ου, αλλά ταυτόχρονα και ριζοσπαστική υπέρβασή τους μέσα από την πολιτική οργάνωση των «πολλών».

Ελλογο σχέδιο χειραφέτησης από έναν βίο έμφοβο, που όμως υλοποιήθηκε παράγοντας μια άλλη βιοπολιτική του φόβου – αυτήν που σήμερα αρνούνται παραδοσιακοί και όψιμοι υπερασπιστές της σταλινικής περιόδου.

Η ακριβοδίκαιη μνήμη, όμως, είναι μια άσκηση χειραφέτησης. Αποδίδει κανείς δικαιοσύνη στην πραγματιστική ιδιοφυΐα του Λένιν εάν δεν λησμονεί ότι έγραψε και φράσεις σαν αυτές: «Η δικτατορία του προλεταριάτου θα φέρει μια σειρά περιορισμών της ελευθερίας των καταπιεστών [που] πρέπει να τους συντρίψουμε για να ελευθερώσουμε την ανθρωπότητα […] Το προλεταριάτο χρειάζεται το Κράτος με σκοπό να συντρίψει τους εχθρούς του» («Κράτος και επανάσταση», 1917).

Ο διασταλτικός προσδιορισμός των «εχθρών», η διολίσθηση του ορίζοντα χειραφέτησης σε μια καταπιεστική κρατική σκοπιμότητα, δεν ήταν νομοτέλεια, όμως συνέβη: εκτοπίσεις αντιφρονούντων, δίκες της Μόσχας, στρατόπεδα αναμόρφωσης συνέθλιψαν τις ζωές ακόμη και επιφανών μπολσεβίκων. Οσοι εργαλειακά ανακαλούν τη σπουδαία συμβολή της σταλινικής ΕΣΣΔ στην αντιφασιστική νίκη είναι οι ίδιοι που βολικά ξεχνούν το «ταξίδι μέσα στην ήττα» που υπήρξε το σταλινικό σύστημα, όπως το περιέγραψε λ.χ. ο κομμουνιστής μέχρι τέλους Βικτόρ Σερζ («Υπόθεση Τουλάγεφ», Scripta, 2007).

Σημαίνουν όλα αυτά ότι το 1917 ήταν προϊόν μιας εγγενώς εγκληματικής ιδεολογίας, όπως υποστήριξε μια ομάδα Γάλλων ιστορικών («Η μαύρη βίβλος του κομμουνισμού», Εστία, 2001); Είναι πιο ακριβές αυτό που αντέταξαν άλλοι ομότεχνοί τους, ότι ο κομμουνισμός δεν μπορεί να συρρικνωθεί σε μια θεμελιώδη ιδιότητα, καθόσον συνιστά ένα ιδεολογικό-πολιτικό πρόγραμμα που κλίνεται στον πληθυντικό («Ο αιώνας των κομμουνισμών», Πόλις, 2001).

Η χειραφέτηση και ο φόβος συμπορεύτηκαν. Ο κομμουνισμός, σε ριζική αντίθεση με το εξαρχής στρεβλό ναζιστικό σχέδιο, παρήγαγε τον Στάλιν αλλά και τον Μπερλινγκουέρ, τον Γιαρουζέλσκι και τον Ντούμπτσεκ, την αναδιανομή γης και τη βίαιη κολεκτιβοποίηση, τον διαλεκτικό ματεριαλισμό και τον Γκράμσι, τη διεθνή οργάνωση του εργατικού κινήματος και την υποταγή στη Μόσχα, τους Βιετκόνγκ και τους Ερυθρούς Χμερ, τη Ρωσική Πρωτοπορία και την Επιτροπή Διαφώτισης, τον κινηματογράφο του Τζίγκα Βέρτοφ και του Παζολίνι, αλλά και τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό.

«Ολα αυτά» τα αφήσαμε πίσω το 1989. Σήμερα, οι πλούσιοι λίγα έχουν να φοβούνται. Απόδειξη, η επιστροφή των ανισοτήτων στον δυτικό κόσμο στα επίπεδα του 1900 ή το αίσθημα ανημπόριας μπροστά στους υποτιθέμενα αδήριτους νόμους των αγορών. Αυτοί που φοβούνται είναι οι «πολλοί». Η υλική και ταυτοτική ανασφάλεια αναγεννά τη σκοτεινή ακροδεξιά μήτρα στην Ευρώπη.

Η διολίσθηση της Ουγγαρίας, της Πολωνίας, της Τσεχίας στον αυταρχισμό μοιάζει κατάλοιπο της σοβιετικής κληρονομιάς, θα πει κανείς. Πόσο βαραίνει όμως, 30 χρόνια μετά το 1989, ένα «διάλειμμα» 40 ετών σε μια μακρά εθνική ιστορία ή, έστω, γιατί βαραίνει περισσότερο από τις συνέπειες της βίαιης μετάβασης σε έναν καπιταλισμό χωρίς φρένα; Εξάλλου, η πολιτική του φόβου είναι παρούσα επίσης στη Γαλλία, στη Γερμανία, στην Αυστρία, στις ΗΠΑ.

Ο φόβος δεν απελευθερώνει. Αν επείγει να επανεπινοηθεί μια πολιτική ιδέα χειραφέτησης των συγχρόνων, έχει να λογαριαστεί όχι μόνο με τις επισφάλειες και τις ανισότητες του σημερινού κόσμου αλλά και με το ερώτημα που έθεσε ο Οκτώβρης: πώς ο ευγενής σκοπός της έλλογης, εμπρόθετης απελευθέρωσης του ανθρώπου από τα δεσμά του δεν θα γίνει μια εξουσιαστική επιβολή νέων φόβων.

Ο Γιάννης Μπαλαμπανίδης πολιτικός επιστήμονας

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών