Αναδημοσιεύσεις

Θόδωρος Παρασκευόπουλος: Η πολιτική των κομμάτων και ο ρόλος του κόμματος

Το χαρακτηριστικό της πρώτης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ-Οικολόγων, από τον Ιανουάριο ως το Σεπτέμβριο 2015, αλλά και στην πρώτη περίοδο μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου, ήταν ότι στο εσωτερικό «έπαιζε χωρίς αντίπαλο». Τα κόμματα του παλιού καθεστώτος βρίσκονταν σε πλήρη αποδιοργάνωση, με το ΠΑΣΟΚ μάλιστα να βρίσκεται υπό διάλυση, και απλώς υπεράσπιζαν την πολιτική που μόλις είχε ηττηθεί. Πάντα μια εκλογική ήττα δημιουργεί προβλήματα στα κόμματα που χάνουν, αλλά εκείνη τη φορά δεν ήταν απλώς προβλήματα, ήταν βαθιά κρίση. Η κρίση συνεχίζεται, όμως έχουν γίνει σημαντικά βήματα αναδιοργάνωσης – προπάντων στην αξιωματική αντιπολίτευση. Με άλλα λόγια, ο ΣΥΡΙΖΑ και τα άλλα κόμματα που στηρίζουν την κυβέρνηση βρίσκονται μπροστά στην αρχή μιας νέας κατάστασης που απαιτεί ανασχεδιασμό της πολιτικής τους.

Το προφίλ της Νέας Δημοκρατίας

Η εκλογή προέδρου στη Νέα Δημοκρατία, μπορεί να ήταν περιπετειώδης και να άφησε, όπως φαίνεται, ανοιχτές πληγές, ωστόσο επέφερε μια σταθεροποίηση και δείχνει να διαμορφώνει το προφίλ του κόμματος. Ο σχηματισμός της ηγετικής ομάδας (Μητσοτάκης, Χατζηδάκης, Γεωργιάδης, Βορίδης) έχει τα εξωτερικά χαρακτηριστικά ενός συμβιβασμού και μιας σύνθεσης μεταξύ της ακροδεξιάς και της, ας πούμε, εκσυγχρονιστικής πτέρυγας. Τα χαρακτηριστικά αυτά είναι εξωτερικά, γιατί δεν ήταν ποτέ αλήθεια ότι νεοφιλελευθερισμός και ακροδεξιά είναι δύο διαφορετικοί πόλοι. Ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, όσο και αν επιδιώκει να εμφανίσει ένα κεντρώο ή έστω κεντροδεξιό προφίλ, βαρύνεται με την άρνηση ψήφου στον Προκόπη Παυλόπουλο που τη δικαιολόγησε με το ότι ο πρόεδρος τη Δημοκρατίας δεν είχε επιτρέψει να αιματοκυλιστεί η Αθήνα τον Δεκέμβρη 2008 και τήρησε κριτική στάση απέναντι στην υπονόμευση των εθνικών δημοκρατικών θεσμών από την ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης – τι ακροδεξιότερο από αυτήν τη στάση του Κυριάκου Μητσοτάκη; Ο Γεωργιάδης και ο Βορίδης, με τη σειρά τους, υπήρξαν οι θερμότεροι υποστηρικτές των Μνημονίων Σαμαρά, μαζί με τον ξενόφοβο, ρατσιστικό λόγο τους, και ο Χατζηδάκης υπήρξε ο κινητήριος πολιτικός μοχλός για τη διάλυση και το ξεπούλημα της Ολυμπιακής Αεροπορίας. Είναι, ακόμα, λάθος ο ισχυρισμός ότι η συμφωνία που εξέφρασε ο Μητσοτάκης στην Ουάσιγκτον Ποστ με τις αξιώσεις του ΔΝΤ για την Ελλάδα, είναι φυσική συνέπεια της ιδεολογίας του. Στην πραγματικότητα είναι δήλωση προθυμίας: βοηθήστε με να ρίξω τον Τσίπρα κι εγώ μετά θα κάνω τη βρομοδουλειά που αρνείται να κάνει αυτός. Αυτή, όμως, η αναζήτηση στηριγμάτων στο εξωτερικό, είναι η κόκκινη κλωστή που διαπερνά την πολιτική της ελληνικής Δεξιάς από την πρώτη μεταπολεμική περίοδο κιόλας. Η στάση αυτή εκδηλώθηκε στο πρόσφατο παρελθόν από όλες τις ηγεσίες της Νέας Δημοκρατίας, ήδη πριν από τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015, όταν διαφαινόταν η ήττα του παλιού καθεστώτος και Σαμαράς, Μεϊμαράκης, Μητσοτάκης –κι από κοντά διάφοροι παρατρεχάμενοι– επιδίωκαν να υπονομεύσουν τη διαπραγματευτική θέση της χώρας: ακριβώς αυτό που κάνει σήμερα ο Κυριάκος Μητσοτάκης.

Η συζήτηση στη Βουλή για την εσωτερική ασφάλεια, τώρα, που την προκάλεσε ο πρόεδρος της ΝΔ την εβδομάδα που πέρασε, επιβεβαιώνει κι αυτή τα ακροδεξιά χαρακτηριστικά της φυσιογνωμίας που μόλις περιγράφηκε. Μπορεί να σχετίζεται με την επιδίωξη να στερέψει η πιθανή δεξαμενή του υπό διαμόρφωση κόμματος Καρατζαφέρη-Μπαλτάκου και να μη στερήσει αυτό το κόμμα, αν υπάρξει,  κρίσιμα ποσοστά από τη Νέα Δημοκρατία. Ωστόσο, γεγονός είναι ότι το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης επιδιώκει να ενσπείρει το φόβο στους πολίτες ότι πρόσφυγες και μετανάστες απειλούν την ασφάλεια, την περιουσία τους, ίσως και τη ζωή τους – κι ας μην άνοιξε μύτη όταν, το 2015, πέρασαν περίπου ένα εκατομμύριο άνθρωποι από την Ελλάδα, σε αντίθεση με την κατάσταση επί κυβερνήσεως ΝΔ-ΠΑΣΟΚ. Η υποκίνηση από δημάρχους και στελέχη της Δεξιάς διαμαρτυριών για την παρουσία των περίπου 50.000 προσφύγων, η παρότρυνση να λυθούν τα υπαρκτά (αλλά και τα ανύπαρκτα) προβλήματα με αστυνομική βία, η εχθρότητα που καλλιεργείται εναντίον όλων όσοι σπεύδουν να βοηθήσουν «υποκαθιστώντας το κράτος» (αυτό δεν είναι κλασική διαφορά Αριστεράς-Δεξιάς;), μαζί με την άσφαιρη πλέον, πλην διαρκή, αναφορά στο έγκλημα και την τρομοκρατία –υπαινικτικά του υπενθύμισε ο Αλέξης Τσίπρας ότι το μόνο κόμμα από το οποίο έχει προέλθει τρομοκρατική-δολοφονική οργάνωση είναι η ΝΔ–, είναι προσπάθεια να δημιουργηθεί ένα κίνημα παρόμοιο με όσα βλέπουμε να υπάρχουν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες – δηλαδή να στραφεί η ελληνική κοινωνία προς τα δεξιά. Σε αυτό αποσκοπούσαν και οι προτάσεις που διατύπωσε ο Κ. Μητσοτάκης, οι οποίες κατατείνουν στην οικοδόμηση ενός συγκεντρωτικού-αυταρχικού πλαισίου.

Οι δυνάμεις του Κέντρου

Αυτή η πολιτική της Νέας Δημοκρατίας διευκολύνει δυνητικά τον ΣΥΡΙΖΑ να διευρύνει την πολιτική στήριξη προς την κυβέρνηση. Οι πολιτικές δυνάμεις που κινούνται στον ενδιάμεσο χώρο, ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ, Ποτάμι, διάφορες πολιτικές πρωτοβουλίες που θέλουν να αναφέρονται στο «Κέντρο» ή στη Σοσιαλδημοκρατία και δυσκολεύονται να συντονιστούν, θα δυσκολευτούν ακόμα περισσότερο, παρ’ όλη την αντιπολιτευτική διάθεση απέναντι στην κυβέρνηση, να συμφωνήσουν με το νεοδημοκρατικό σχέδιο – όσο κι αν η πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ επιμένει στη χωρίς αποδέκτη πρότασή της για «οικουμενική κυβέρνηση». Μια πρόταση που εξυπηρετεί τις εσωτερικές ισορροπίες, μεταξύ Φώφης Γεννηματά και Ευάγγελου Βενιζέλου στο ΠΑΣΟΚ, αλλά και την ισορροπία μεταξύ ΠΑΣΟΚ και Ποταμιού, αλλά έχει κοντά ποδάρια, πρώτον, και, δεύτερον, αμβλύνει τις διαφορές μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, τις οποίες η πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ τονίζει και φαίνεται ότι θεωρεί πως αποτελούν προϋπόθεση για την όποια δυνατή ανασύνταξη του κόμματός της. Το πρόβλημα που έχουν να λύσουν αυτά τα κόμματα και αυτές οι ομάδες είναι δύσκολο: ο «λαός τους» τα εγκατέλειψε και σε μεγάλο ποσοστό συντάχθηκε με τον ΣΥΡΙΖΑ, επειδή αυτές οι δυνάμεις, ως ΠΑΣΟΚ κυρίως, εμφανώς πήγαν «απέναντι». Η είσοδος των λαϊκών τάξεων στο προσκήνιο στο διάστημα 2011-2015 τις απελευθέρωσε κιόλας και δεν θα είναι εύκολο να τις μαντρώσουν πάλι.

Χωρίς πρόγραμμα

Και για τους δύο πολιτικούς χώρους, τη Δεξιά και το Κέντρο/Σοσιαλδημοκρατία, είναι γεγονός ότι τους λείπει ο προγραμματικός λόγος. Η μομφή προς την κυβέρνηση ότι «δεν διαπραγματεύεται», ότι στα εσωτερικά ζητήματα «είναι απούσα», δεν αλλάζει το γεγονός ότι, ας πούμε στη  Δημόσια Διοίκηση, ή θα εφαρμοστεί η μεταρρύθμιση Βερναρδάκη ή θα επιστρέψουμε στην πολιτική Μητσοτάκη με τις απολύσεις· ότι ή το τραπεζικό σύστημα θα αφεθεί στην κερδοσκοπική διάθεση των μεγαλομετόχων ή θα επιδιωχθεί η διαμόρφωση ενός νέου χρηματοπιστωτικού χάρτη με δημόσιο και κοινωνικό έλεγχο· ότι ή θα σπάσει η ΔΕΗ σε δύο και θα πουληθεί ή το κράτος θα διατηρήσει τον έλεγχο της παραγωγής και της διανομής ενέργειας· ότι ή θα επικρατήσει ο νόμος της ελεύθερης απόλυσης των εργαζομένων και της κατάργησης των συλλογικών συμβάσεων ή θα υπάρξει ρύθμιση της αγοράς εργασίας, με όσες δυσκολίες και περιορισμούς επιβάλλει ο ευρωπαϊκός συσχετισμός. Για τη Νέα Δημοκρατία, το πρόγραμμα μέχρι τώρα το υποκαθιστά ό,τι σκεφτεί να πει ο αρχηγός. Για τους υπόλοιπους προέχει, όπως φαίνεται, ο διαγκωνισμός παραγόντων και ομάδων για την επιρροή που θα ασκούν στον νέο φορέα, εφόσον αυτός δημιουργηθεί, κατάσταση που πάλι δυνητικά διευκολύνει τον ΣΥΡΙΖΑ να διαμορφώσει συμμαχίες και συμπράξεις.

Πέραν από την αξιολόγηση

Από τη μεριά της κυβέρνησης, το κύριο βάρος έχει δοθεί, και είναι φυσικό, στη διαπραγμάτευση και στο κλείσιμο της αξιολόγησης. Ωστόσο, αντίθετα με την πρώτη περίοδο του 2015, ασκείται σε πολλούς τομείς πολιτική. Τα νομοσχέδια για το φορολογικό και το ασφαλιστικό που κατατέθηκαν χωρίς έγκριση των δανειστών, σε μια προσπάθεια να καταδειχθεί ότι η προσπάθεια καθυστέρησης στην οποία έχει επιδοθεί η άλλη πλευρά δεν είναι αποδεκτή, οι αλλαγές στη δημόσια διοίκηση και στην Παιδεία, παράλληλα με τον εθνικό διάλογο, στον οποίο ωστόσο το υπουργείο Παιδείας προσήλθε χωρίς διαμορφωμένη πρόταση, κι έτσι αυτός αποκτά ορισμένα χαοτικά χαρακτηριστικά, η επιμονή στην κοινωνική πολιτική, παρά την ασφυκτική δημοσιονομική κατάσταση, όλα αυτά μπορούν να ενδυναμώσουν την προσδοκία που εκφράστηκε στις εκλογές του Σεπτεμβρίου ότι ναι μεν υπήρξε υποχώρηση μπροστά στον εκβιασμό των δανειστών, αλλά η κυβέρνηση που είχε αναδειχθεί τον Ιανουάριο μπορεί να υπερασπίσει τα συμφέροντα των λαϊκών τάξεων σε αυτές τις συνθήκες.

Είναι αλήθεια ότι τα κόμματα της αστικής αντιπολίτευσης έχουν παραιτηθεί από την εκπροσώπηση εργατικών συμφερόντων και των συμφερόντων του ελληνικού Δημοσίου. Τα ζητήματα των εργασιακών σχέσεων, η καθημερινότητα στους χώρους εργασίας, η απλήρωτη και ανασφάλιστη εργασία δεν είναι ζητήματα με τα οποία ασχολούνται. Αυτό δεν ισχύει για τον ΣΥΡΙΖΑ ή δεν θα έπρεπε να ισχύει, επί ποινή ακυρώσεώς του. Αν, ας πούμε, είναι αλήθεια –και υπάρχει δημοσίευμα με στοιχεία για μία περίπτωση– ότι η διεύθυνση του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ) σβήνει πρόστιμα που έχουν επιβάλει οι επιθεωρητές σε επιχειρήσεις, τότε αυτό για την κυβέρνηση της οποίας ηγείται ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πολύ σοβαρό και χρειάζεται άμεση παρέμβαση του υπουργού Εργασίας. Αν, ακόμα, είναι αλήθεια, όπως επίσης δημοσιεύτηκε, ότι το περασμένο καλοκαίρι δεν κατατέθηκε στη Βουλή και, επομένως, δεν ψηφίστηκε το παράρτημα της συμφωνίας με τους δανειστές που αποτύπωνε την αλλαγή των όρων του Μνημονίου, περιορίζοντας τις ιδιωτικοποιήσεις, τότε υπήρξε σαμποτάζ και χρειάζεται να διερευνηθεί και οι υπεύθυνοι να λογοδοτήσουν – προπάντων όμως χρειάζεται να διορθωθεί αμέσως. Άραγε, το ΤΑΙΠΕΔ τι εφαρμόζει; Εφαρμόζει το εκτεταμένο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων της κυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ ή το περιορισμένο που κατόρθωσε να αποσπάσει η νέα κυβέρνηση; Διότι, αν κάνει το πρώτο, είναι καιρός να απομακρυνθεί η ηγεσία του.

Το κόμμα γιατί υπάρχει;

Τέτοιου είδους ζητήματα είναι κατεξοχήν ζητήματα που αφορούν το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Στην κυβέρνηση μπορεί να υπάρξουν αστοχίες και στραβοτιμονιές. Εάν το κόμμα που τη στηρίζει δεν αγρυπνά και δεν επιλαμβάνεται, τότε γιατί υπάρχει; Φαίνεται ότι η κατάσταση που είχε επισημανθεί από πέρσι, ότι δηλαδή το κόμμα, μετά την εκλογική του επιτυχία, χαλάρωσε (ευσχήμως ειπείν) τη λειτουργία του και άφησε την πολιτική στην κυβέρνηση. Τα ηγετικά του όργανα δεν συνέρχονται ή, όποτε συνεδριάσουν, δεν παίρνουν αποφάσεις, δεν ελέγχουν, δεν κινητοποιούν τις οργανώσεις. Κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν υπάρχει κανείς να ενημερώσει τον λαό για  το τι συμβαίνει – και η προπαγάνδα των αστικών μέσων κάθε λογής μονοπωλεί τη δημοσιότητα. Βλέπεις, για τις ανάγκες της Αριστεράς δεν αρκούν τα δικά της μέσα ενημέρωσης, το κύριο εργαλείο της είναι οι οργανώσεις των μελών της. Επιπλέον, κατ΄ αυτόν τον τρόπο δεν ελέγχει την κυβέρνηση, δεν προβάλλει λαϊκά προβλήματα και αιτήματα, δεν προλαβαίνει αστοχίες και στραβοτιμονιές και το ίδιο το κόμμα δεν συνδέεται με τον λαό.
Αυτές τις αδυναμίες, που βαρύνουν προπάντων την ηγεσία του κόμματος, υποτίθεται ότι θα είχε να διορθώσει το Συνέδριο, που η Κεντρική Επιτροπή είχε αποφασίσει να γίνει το Μάιο και αναβλήθηκε σιωπηρά. Φαίνεται ότι υπάρχει στενός κύκλος στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ που επιδιώκουν την επ’ αόριστον αναβολή του, αντίθετα με το καταστατικό. Η αντίληψη που επιβάλλει τέτοιες επιδιώξεις είναι ότι τα συνέδρια είναι πανηγυρικές εκδηλώσεις και όχι βουλευόμενα σώματα, στη διαδικασία των οποίων τα μέλη του κόμματος κρίνουν τη δράση του και αποφασίζουν για τη συνέχεια, διορθώνονται κακώς κείμενα και εκλέγεται με βάση όλα αυτά νέα ηγεσία. Την άλλη αντίληψη, ότι μαζεύονται αντιπρόσωποι για να χειροκροτήσουν –άρα δεν μπορούν να γίνουν στα δύσκολα–, τη βλέπουμε να εφαρμόζεται τώρα στη Νέα Δημοκρατία και είναι κακό παράδειγμα.

Ο Θόδωρος Παρασκευόπουλος είναι οικονομολόγος.

Πηγή: Εποχή