ΣΥΡΙΖΑ

Ποιος, αλήθεια, φοβάται τις τάσεις;

Στο 10ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ρωσίας, εκάτο, παρά κάτι, χρόνια πίσω, Μάρτη του 1921, ο Λένιν απαγόρευσε τον φραξιονισμό: τη λειτουργία δηλαδή εκείνων των οργανωμένων ομάδων που, κατά την άποψή του, παρεξέκλιναν από τον κομμουνισμό και απειλούσαν τη λειτουργία του επαναστατικού κόμματος. Έτσι, οι μενσεβίκοι της Εργατικής Αντιπολίτευσης, επί παραδείγματι, ή των Δημοκρατικών Κεντριστών μπορούσαν μεν να συνεχίζουν να υπάρχουν αλλά μοναχά ως πλατφόρμες ιδεών, δεξαμενές σκέψης κ.ο.κ. που θα επιδείκνυαν, εννοείται, κάθε φορά που οι καιροί το απαιτούσαν, τη δέουσα κομματική πειθαρχία.

Πώς, βέβαια, χαράσσονται τα όρια μεταξύ φράξιας και πλατφόρμας, πότε, από ποιον και με ποια κριτήρια, είναι μια ολωσδιόλου ασαφής υπόθεση. Το βέβαιο είναι πως με την εισαγωγή του περιβόητου δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, ο Λένιν κατάφερε το, καθ΄ υπερβολή έστω, ρηθέν από τον Τρότσκι -τον οποίο, επίσης, κατηγόρησε για φραξιονισμό-, να θέσει τις βάσεις ώστε μελλοντικά “ένας «δικτάτορας» να υποκαθιστά την Κεντρική Επιτροπή”.

Τα σύγχρονα αστικά κόμματα -αστικά υπό την έννοια ότι μετέχουν στις εκλογές και την κοινοβουλευτική διαδικασία – είναι, στη βάση τους, λενινιστικά. Από το ΚΚΕ ως την νεόκοπη “Ελληνική Λύση”, διαθέτουν κεντρική γραμμή, με την οποία άπαντες οφείλουν να συντάσσονται, διαθέτουν όμως και διαφωνούντες “μενσεβίκους”. Σε όλα δε τα παλαιά κόμματα τούτοι, κατά καιρούς, “έθεταν εαυτούς εκτός κινήματος”, κατά την περιβόητη ρήση του Ανδρέα Παπανδρέου, και κατά καιρούς επανέκαμπταν, διεκδικώντας μάλιστα θώκους, από υπουργεία έως και τον προεδρικό. Κάποτε, για παράδειγμα, και οι τρεις υποψήφιοι για την προεδρία της Ν.Δ. -Α. Σαμαράς, Ντόρα Μπακογιάννη, Δ. Αβραμόπουλος – υπήρξαν όχι μοναχά μενσεβίκοι, αλλά και αποστάτες. Μενσεβίκος διαγραμμένος, δια αναγκαστικής παραίτησης, από το ΠΑΣΟΚ υπήρξε και ο Κ. Σημίτης, ακόμη κι αν στο “σοσιαλιστικό” Κίνημα τα οργανωμένα ρεύματα ήταν θεσμοθετημένα και ανεκτά -βλέπε Αριστερή Πρωτοβουλία (Παναγιωτακόπουλος – Κοτσακάς).

Ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ προήλθε από τις πολλαπλές διασπάσεις μενσεβίκων διαφόρων κομμάτων και σχημάτων της αριστεράς, του ΚΚΕ –το οποίο, παρά τον, στραγγαλιστικό μάλλον παρά δημοκρατικό, συγκεντρωτισμό, δεν απέφυγε ούτε τις ομαδοποιήσεις ούτε τις διασπάσεις-, του Συνασπισμού -και αυτός προϊόν επανασυγκόλλησης διασπασμένων μενσεβίκων- αλλά και του ΠΑΣΟΚ.

Οι διασπάσεις στην Αριστερά δεν ήταν πάντα από “τ’ Αριστερά”, όπως η τελευταία του ‘15, όπου η κριτική μιλούσε για υποχώρηση σε ακραίο ρεφορμισμό. Η διάσπαση του 6ου Συνέδριο του Συνασπισμού, το 2010, αναγιγνώσκεται ως “δεξιά διάσπαση”, πράγμα που μάλλον αποδεικνύει η μετέπειτα πορεία της ΔΗΜΑΡ, με τη συμμετοχή της στη μνημονιακή συγκυβέρνηση. Όλα τούτα, όμως, ουδόλως εμποδίζουν τη δημιουργία συνεργασιών και συγκλίσεων σε μελλοντικό χρόνο συντρόφων που κάποτε τους χώρισαν πολλά.

Να μιλά κανείς ή να επιθυμεί κόμμα – μπετόν, δίχως τη διαλεχτική της ιδεολογικής διαπάλης εντός του, είναι σαν να μιλά ή να επιθυμεί μιαν υπερβατική συλλογικότητα που δεν αφορά την εγκόσμια αλλά την επουράνια κοινωνία, δεν αφορά ανθρώπους με διαφορετικότητες αλλά ομοιόμορφους, ασεξουαλικούς -δίχως ούτε καν φύλο, δηλαδή-, αγγέλους.

Τίποτα δεν έχει να φοβηθεί ένα σύγχρονο αριστερό, δημοκρατικό κόμμα από τις οργανωμένες στο εσωτερικό του τάσεις. Απεναντίας, μόνο να κερδίσει έχει από τη ζωοποιό ορμή της αλληλεπίδρασης των ιδεών και από την ειλικρινή αποδοχή των διαφορών μεταξύ των μελών του. Μοναχά εκείνοι που αρνούνται τις συνθέσεις αντιτίθενται στις ιδεολογικά συγκροτημένες και οργανωμένες μειοψηφίες, υπό το πρόσχημα των δήθεν μηχανισμών της αναπαραγωγής της εξουσίας των προσώπων. Τούτοι ομνύουν σε ένα κόμμα με μια χριστιανικού τύπου ομοφωνία η οποία δύναται να υπάρξει μονάχα μεταφυσικά.

Διότι οι ομαδοποιήσεις στις ψηφοφορίες δεν αποφεύγονται: καταστατικές ή μη οι τάσεις (ή οι πλατφόρμες ιδεών ή ό,τι άλλο, ακόμα ακόμα και οι φράξιες), καθείς θα “σταυρώνει” εκείνους που βρίσκονται εγγύτερα στην προσωπική του ανάγνωση για τον κοινωνικό μετασχηματισμό και την πολιτική δράση. Μ’ αυτούς θα συμπορεύεται εντός του κόμματος, διεκδικώντας ποσοστά παρέμβασης στη διαμόρφωση των πολιτικών. Η ελευθερία του διαλόγου, η κυκλοφορία των ιδεών ακόμα και η αντι-δράση των διαφωνούντων στην ηγεμονική, κυρίαρχη άποψη είναι πλούτος. Πλούτος που εγγυάται την ανεκτικότητα του κομματικού σχηματισμού στις μεγεθύνσεις, απαραίτητες για τη συγκρότηση μετώπων κάθε φορά που η συγκυρία το απαιτεί.

Όσο για τον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό, εάν όντως έγκειται στο «ελευθερία στη συζήτηση – ενότητα στη δράση», δεν είναι του πεταματού: διασφαλίζει τις απαραίτητες ιδεολογικές συναινέσεις, με το κόμμα να παραμένει εν κινήσει, διασφαλίζει και τη δυνατότητα ολικής εφόρμησης εναντίον του εχθρού.

Αρκεί βέβαια να διασφαλιστεί και το επιπλέον: ότι δηλαδή η δυνατότητα στην ελευθερία έκφρασης της μειοψηφίας δεν θα τελεί επί της ουσίας σε διαρκή απαγόρευση υπό την επίσης διαρκή επίκληση της “έκτακτης ανάγκης”, μιας ανάγκης – φόβητρου που κάθε άλλο παρά αρμόζει σε δημοκρατικές διαδικασίες. Αλλά αυτό αποτελεί μιαν άλλη, μεγάλη συζήτηση.

Κατέ Καζάντη

Πηγή: Η Εποχή