Συνεντεύξεις

Ο Θανάσης Καμπαγιάννης είναι πάντα «με τις μέλισσες» στην υπόθεση της κοινωνικής δικαιοσύνης

Τον Θανάση Καμπαγιάννη τον θυμάμαι αχνά από την περίοδο που ήμουν φοιτήτρια στο Πάντειο Πανεπιστήμιο κι εκείνος μεταπτυχιακός φοιτητής. Πολύ πιο έντονα τον θυμάμαι σε συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις. Ο δεσμός του με τα κοινωνικά κινήματα υπήρξε σφιχτός και παρέμεινε ακατάλυτος κατά την επαγγελματική του πορεία στην δικηγορία. Περήφανο μέλος της Πολιτικής Αγωγής στη δίκη για την εγκληματική ναζιστική οργάνωση της Χρυσής Αυγής, δικηγόρος των θυμάτων σε άλλες υποθέσεις φασιστικής και ρατσιστική βίας, δικηγόρος της οικογένειας του εκτελεσμένου από αστυνομικούς 18χρονου Ρομά Νίκου Σαμπάνη αλλά και ακούραστος υπερασπιστής των πολιτικών ελευθεριών σε περιόδους που βάλλονται επικίνδυνα, φροντίζει με συνέπεια να στέκεται στη φωτεινή πλευρά της ιστορίας.
Φέτος είναι υποψήφιος πρόεδρος για τις επερχόμενες εκλογές του Δικηγορικού Συλλόγου Αθήνας με την Εναλλακτική Παρέμβαση – Δικηγορική Ανατροπή, η οποία κομίζει σημαντικές επεξεργασίες για τη δεοντολογία στο δικηγορικό σώμα, τις έμφυλες διακρίσεις στον κλάδο αλλά και την ενδυνάμωση ενός ρεύματος μαχητικής δικηγορίας που δεν θα ακκίζεται με την εξουσία. Σε κάθε περίπτωση, θα του χρωστάμε πάντα τον ευρηματικό και ποιητικό τρόπο, με τον οποίο συνόψισε ένα θεμελιώδες κοινωικοπολιτικό μα και οντολογικό δίλλημα: «Με τις μέλισσες ή με τους λύκους».

Θανάση θα ήθελα να ξεκινήσουμε από τα πιο πρόσφατα. Όταν εκτελέστηκε ο 18χρονος Ρομά Νίκος Σαμπάνης από αστυνομικούς στο Πέραμα, παρατήρησα στα social media πολλούς ανθρώπους προοδευτικούς να εύχονται να εμφανιστεί ένας καλός μαχητικός δικηγόρος για να συνδράμει νομικά την οικογένεια του στην προσπάθεια απόδοσης δικαιοσύνης. Λίγο μετά εμφανίστηκες εσύ. Πως έγινε;

Η επικοινωνία έγινε διότι, ευτυχώς, η Ρομά κοινότητα δεν είναι έτσι όπως απεικονίζεται στερεοτυπικά στην ελληνική τηλεόραση. Υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι έχουν δώσει μάχη και έχουν ξεφύγει από το στερεότυπο του τι σημαίνει να είσαι Ρομά, να ζεις σε καταυλισμό, να είσαι μπλεγμένος σε δίκτυα παραβατικότητας. Το πρόσωπο κλειδί σε αυτήν την ιστορία είναι η συνάδελφος μου η Αλεξάνδρα Καραγιάννη, είναι Ρομνί, δικηγόρος στην Αθήνα και άνθρωπος που ασχολείται ιδιαίτερα με το κομμάτι των δικαιωμάτων. Ήταν δική της πρωτοβουλία. Με πήρε τηλέφωνο και μου ζήτησε βοήθεια για την υπόθεση. Φυσικά έπρεπε να πάμε στο Σοφό στον Ασπρόπυργο και δεν ήταν διόλου εύκολο. Πήγαμε δύο φορές. Την πρώτη μέρα πέσαμε πάνω στα επεισόδια που γίνονταν, είχε έρθει η αύρα και γενικότερα ήταν δύσκολη η επαφή. Την επόμενη μέρα ξαναπήγαμε μαζί και με τον Βασίλη Πάντζιο που είναι πρόεδρος της Ομοσπονδίας Ελλήνων Ρομά ΕΛΛΑΝ ΠΑΣΣΕ. Γνωρίσαμε την οικογένεια του νεκρού, η οποία ζητά καθαρά δικαιοσύνη, γιατί έχασαν το παιδί τους για το τίποτα. Πρόκειται για αξιοπρεπείς ανθρώπους, ο πατέρας είναι παλιατζής, μένουν σε άθλιες συνθήκες δίπλα στο βουνό, σε κατασκευές από πλαστικό και τσίγκο. Αυτός ήταν ο κόσμος από τον οποίο ερχόταν ο Νίκος Σαμπάνης.

Για την απόφαση μη προφυλάκισης των αστυνομικών παρά τα διαθέσιμα στοιχεία, θεωρείς ότι έπαιξαν ρόλο οι διάφορες πολιτικές παρεμβάσεις που εκδηλώθηκαν;

Η απόφαση για τη μη προφυλάκιση για μένα ήταν αναμενόμενη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν ήταν σκανδαλώδης. Ξέρουμε ότι, στις υποθέσεις στις οποίες εμπλέκεται η αστυνομία, οι αστυνομικοί απολαμβάνουν μιας ειδικής δικονομίας. Θα είχαμε εντελώς διαφορετική μεταχείριση αν αντιστρέφονταν οι ρόλοι. Ας θυμηθούμε την υπόθεση του αστυνομικού που δέχτηκε επίθεση στη Νέα Σμύρνη. Εκεί η ελληνική δικαιοσύνη χαρακτήρισε την επίθεση ως απόπειρα ανθρωποκτονίας, προφυλάκισε έναν άνθρωπο στη βάση μιας εξαιρετικά προβληματικής κατάθεσης, τον άφησε αρκετούς μήνες στη φυλακή και μόνο αφού έπεσε το θέμα αποφασίστηκε η αποφυλάκιση του. Ήταν, λοιπόν, αναμενόμενο να πέσουν στα μαλακά. Δεν θα είναι εύκολη ιστορία, παρότι τα πραγματικά περιστατικά βοούν. Δε συνιστούν άμυνα οι 38 σφαίρες. Υπήρξε αλόγιστη χρήση βίας και ακόμα παραπέρα, φαίνεται ότι υπήρξε και εμπάθεια. Γι’ αυτό τονίσαμε από την πρώτη στιγμή πως θα πρέπει να διερευνηθεί το ρατσιστικό κίνητρο και επιβεβαιωθήκαμε από τα ηχητικά που διαβιβάζουν οι αστυνομικοί. Αναφέρονται στη φυλετική κατηγορία. Εξαρχής έγινε το racial profile, ενώ οι αστυνομικοί το μόνο που γνώριζαν εκείνη τη στιγμή ήταν ότι οι επιβαίνοντες έχουν παραβιάσει το σήμα, δε γνώριζαν καν ότι υπήρχε κλοπή του οχήματος γιατί δεν είχε δηλωθεί ακόμα. Δεν τηρήθηκε η εντολή που δόθηκε από το Κέντρο για τερματισμό της καταδίωξης. Όλα αυτά υποδεικνύουν ρατσιστικό κίνητρο.

Δεν προφυλακίστηκαν και δεν τέθηκαν σε διαθεσιμότητα, δηλαδή υπηρετούν κανονικά στην Αστυνομία μαζί με τους αστυνομικούς που συνέπραξαν στη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου, αυτούς που βασάνισαν την οικογένεια Ινδαρέ στο Κουκάκι, αυτούς που ξυλοκόπησαν την οικογένεια Κατή στον Κολωνό κλπ. Αυτό δεν είναι ένα βροντερό σήμα αποχαλίνωσης της αστυνομικής αυθαιρεσίας;

Ναι, η εικόνα που έχουμε είναι ότι δεν τέθηκαν σε διαθεσιμότητα οι συγκεκριμένοι αστυνομικοί. Υπάρχουν κάποιες πληροφορίες ότι είναι αδειούχοι. Εμείς σε κάθε περίπτωση έχουμε δηλώσει από την πλευρά της οικογένειας ότι μας προκαλεί τρόμο το ενδεχόμενο οι συγκεκριμένοι άνθρωποι να επιστρέψουν στο σώμα όχι μονάχα ένστολοι άλλα και ένοπλοι, να κυκλοφορούν στην πόλη ενώ έχουν ρίξει 38 σφαίρες σε κατοικημένη περιοχή, σα να μην έχει συμβεί τίποτα. Αυτό δείχνει, και σε συνδυασμό με τα περιστατικά που ανέφερες, ότι υπάρχει συστημικό πρόβλημα. Η γραμμή της κατασταλτικής σκλήρυνσης είχε προκύψει και πριν το Πέραμα με καταδιώξεις οχημάτων και χρήση όπλων. Είναι κοπιάρισμα αμερικάνικης τεχνογνωσίας. Ακόμα και η επιχειρηματολογία του κινούμενου οχήματος ως όπλου είναι βγαλμένη από τα εγχειρίδια της αμερικάνικης αστυνομίας και του τρόπου που δικαιολογείται εκεί η αλόγιστη χρήση αστυνομικών όπλων με νεκρούς καθημερινά. Η αντιμετώπιση από πλευράς της κυβέρνησης προμηνύει περισσότερες δολοφονίες στο μέλλον. Η ελληνική κοινωνία πρέπει να το καταλάβει αυτό, όσο κι αν η συζήτηση πολώνεται στο ότι ο συγκεκριμένος άνθρωπος ήταν Ρομά και είχε κλέψει ένα αυτοκίνητο. Δεν πρόκειται να μείνει εκεί. Η ατιμωρησία της αστυνομίας διαρρηγνύει την οποιαδήποτε σχέση εμπιστοσύνης μπορεί να υπάρχει με την κοινωνία, όχι μόνο με την ευάλωτη κοινωνία που τίθεται στο στόχαστρο. Το ίδιο το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο λέει ότι η Ελλάδα δεν διαθέτει μηχανισμό τιμωρίας της αστυνομικής βίας.

Θα χρησιμοποιήσω πάλι την συγκεκριμένη υπόθεση ως παράδειγμα. Ο συνήγορος των αστυνομικών σε δημόσιες δηλώσεις του χαρακτήρισε τους Ρομά «κοινωνική μάστιγα». Τυχαίνει ο ίδιος στην υπόθεση των κατά συρροή βιασμών του Δημήτρη Λιγνάδη να καταφερθεί με σκαιό τρόπο εναντίον των θυμάτων και εν γένει της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας. Πρόκειται για διατυπώσεις που εμπίπτουν στη ρητορική μίσους. Δεν θα έπρεπε η άσκηση της δικηγορίας να διέπεται από δεοντολογικές αρχές και όταν αυτές τσαλαπατιούνται να ενεργοποιούνται πειθαρχικές διαδικασίες;

Όταν ένας συνήγορος ισχυρίζεται πως οι Ρομά είναι κοινωνική μάστιγα, αρθρώνει έναν υπερασπιστικό ισχυρισμό που εκφράζει τους κατηγορούμενους. Προδίδει δηλαδή το ρατσιστικό κίνητρο που υπήρχε στη συγκεκριμένη πράξη. Όταν κάποιος επιλέγει έναν δικηγόρο, επιλέγει και μια υπερασπιστική γραμμή. Από κει και πέρα ζήτημα δεοντολογίας προφανώς υπάρχει. Η άσκηση της δικηγορίας σημαίνει την συμπαράσταση σ’ έναν άνθρωπο – που κατηγορείται εν προκειμένω, υπάρχει δηλαδή ένα καθήκον υπεράσπισης αλλά αυτό το καθήκον δεν αίρει ούτε το καθήκον την αλήθειας, ούτε το καθήκον της δεοντολογίας. Ο δικηγόρος, παρά τα αντιθέτως λεγόμενα, δεν έχει δικαίωμα να πει ψέματα όταν υπερασπίζεται έναν κατηγορούμενο. Αυτό που δεν μπορεί να κάνει είναι να βλάψει τη θέση του κατηγορούμενου. Είναι υποχρεωμένος να αναδείξει εκείνα τα στοιχεία που βοηθούν τη θέση του ανθρώπου που υπερασπίζεται, όχι όμως να πει ψέματα. Ειδικά όταν έχουμε να κάνουμε με συγκεκριμένες κοινωνικές κατηγορίες, όταν τίθεται το έμφυλο ή το ρατσιστικό κίνητρο, θα πρέπει να προβλέπονται συγκεκριμένα πρωτόκολλα. Πρέπει να διατηρήσουμε όλες τις πρόνοιες της ποινικής δικονομίας και του νομικού πολιτισμού, το γεγονός π.χ. ότι ο κατηγορούμενος πρέπει να λογίζεται αθώος μέχρι να λήξει η ποινική δίκη ή ότι αυτά που λέει το θύμα πρέπει να διέρχονται από τη βάσανο της αποδεικτικής διαδικασίας. Ωστόσο, όλα αυτά θα πρέπει να εμπίπτουν σε πρωτόκολλα που θα αποφεύγουν τη θυματοποίηση και την αναβίωση του τραύματος. Είναι αναγκαιότητα, λοιπόν, ο Δικηγορικός Σύλλογος να δημιουργήσει τέτοια πρωτόκολλα, να φτιάξει έναν πήχη από τον οποίο δεν είναι δυνατόν τα μέλη να περνάνε από κάτω και όταν το κάνουν να είναι πειθαρχικά ελεγκτέα.

Σκέφτομαι ότι, μιλώντας για δικηγορικό σώμα, δε μιλάμε για κάτι που είναι ομοιογενές, καθώς διέπεται από ταξικές, έμφυλες, εθνοτικές αντιθέσεις.

Ο Δικηγορικός Σύλλογος αποτυπώνει το δικηγορικό σώμα που είναι ταξικά διαστρωματωμένο, είναι ένας σύλλογος που έχει ως μέλη όλους τους δικηγόρους, αλλά μέσα σε αυτόν υπάρχουν εργοδότες, ιδιοκτήτες ή εταίροι εταιρειών, υπάρχουν μισθωτοί ή συνεργάτες, αυτοαπασχολούμενοι, υπάρχουν πολλές θέσεις με έντονη πόλωση που είναι ταξική και εισοδηματική. Αυτή η ταξική διαστρωμάτωση διαμεσολαβείται και μέσα από τους έμφυλους ρόλους. Ενώ στις νομικές σχολές φοιτούν κατά πλειοψηφία γυναίκες, ενώ στις νεαρές ηλικίες της δικηγορίας βρίσκεις πολλές γυναίκες, όσο περνούν τα χρόνια λειτουργεί κάτι σαν αόρατο δίχτυ. Πας για παράδειγμα στο κτίριο 2 της Ευελπίδων που γίνεται η κατάθεση των δικογράφων και αντικρίζεις μια ουρά κατά βάση γυναικεία, γυναίκες ασκούμενες, νέες δικηγορίνες, μισθωτές. Αντίθετα, αν πας στα μεγάλα ποινικά δικαστήρια, θα δεις ότι οι δικηγόροι είναι πλειοψηφικά άνδρες. Πολλές γυναίκες στην πορεία εγκαταλείπουν το δικηγορικό επάγγελμα γιατί είναι ακραία ανταγωνιστικό και πατριαρχικό. Κατευθύνονται στη συμβολαιογραφία, στο δικαστικό ή το διπλωματικό σώμα που μπορούν να βρουν ευνοϊκότερες συνθήκες σταθερότητας. Μας προβληματίζει αυτό. Εξού και ως Εναλλακτική Παρέμβαση δεν μιλάμε για ενιαία συμφέροντα. Θέλουμε να εκφράσουμε τα συμφέροντα της πλειοψηφίας των δικηγόρων και τα συμφέροντα των γυναικών.

Θανάση μιας που αναφέρθηκες στις έμφυλες διακρίσεις, θα ήθελα να μας πεις και την άποψη σου για μια πολύ βασική διεκδίκηση του φεμινιστικού κινήματος και των γυναικείων οργανώσεων που αφορά στην νομική αναγνώριση της γυναικοκτονίας.

Καταρχάς είναι σωστή η έμφαση στον όρο στο δημόσιο λόγο. Η αντίδραση που ανακινείται δεν σχετίζεται με τη λέξη αλλά με το να σημάνεις ένα φαινόμενο που είναι πασίδηλο. Πρόκειται για μια κατηγορία εγκλήματος που η έμφυλη διάσταση είναι ισχυρή και πατάει πάνω στην αντίληψη του άνδρα ότι η γυναίκα είναι ιδιοκτησία του. Εμείς παρότι δικηγόροι, είμαστε της άποψης ότι η νομική αποτύπωση ενός φαινομένου και η πρόβλεψη του κολασμού δεν είναι το τέλος της ιστορίας, είναι η αρχή. Η ψήφιση δε φτάνει για να τηρείται από τις αρχές και την κοινωνία. Είναι ένα χαράκωμα, όμως, που το χτίζεις προκειμένου να ξεκινήσεις να δίνεις τη μάχη. Τα ζητήματα μπορούν να τεθούν νομικά, να μπουν όροι και όρια, αλλά ποτέ δεν πρόκειται να λυθούν νομικά, πρέπει να λυθούν κοινωνικά. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να υπάρξει αποτύπωση σε νομικό κείμενο. Το πώς θα γίνει αυτό είναι ένα ανοιχτό ζήτημα, αν δηλαδή θα αποτυπωθεί ως ιδιαίτερη μορφή στο άρθρο της ανθρωποκτονίας ή αν θα γίνει ειδική περίσταση στο άρθρο που ορίζει εγκλήματα που γίνονται εξαιτίας κάποιου χαρακτηριστικού π.χ. της εθνότητας, της φυλής, του σεξουαλικού προσανατολισμού. Εκεί θα μπορούσε να μπει και το φύλο, όπως υπάρχει σε διάφορες έννομες τάξεις, σαν ένα αγαθό που τυγχάνει ιδιαίτερης προστασίας και μπαίνει ως επιβαρυντική περίσταση σε όλα τα εγκλήματα όχι μόνο στην ανθρωποκτονία.

Ο περισσότερος κόσμος σε γνώρισε ως δικηγόρο Πολιτικής Αγωγής στη δίκη για την ναζιστική εγκληματική οργάνωση της Χρυσής Αυγής. Ήταν μια εμπειρία που καθόρισε την επαγγελματική σου πορεία.

Σαφώς. Στη συγκεκριμένη δίκη υπήρχε ένας συνδυασμός, ότι εμείς ήμασταν εκεί με τη νομική μας ιδιότητα και δώσαμε την εργασία μας για να εκπροσωπήσουμε τα θύματα αλλά δεν ήταν μόνο η νομική μας ιδιότητα στο τραπέζι. Αν δεν υπήρχε και η ιδιότητα των ανθρώπων που είναι ταγμένοι ενάντια στο φασισμό, δεν θα μπορούσε να σταθεί μια παρέμβαση επί τόσα πολλά χρόνια.

Η εισαγγελέας της δίκης, παρά την σκανδαλωδώς μεροληπτική απαλλακτική της εισήγηση που ευτυχώς δεν εισακούστηκε, λίγους μήνες αργότερα πήρε προαγωγή. Αναρωτιέμαι αν η έλλειψη ενός μηχανισμού λογοδοσίας εντός του δικαστικού σώματος, βαθαίνει το ορυχείο της ασυδοσίας;

Η λογοδοσία εν προκειμένω στις προτάσεις των εισαγγελέων προκύπτει μέσα από την έκδοση των αποφάσεων. Γι’ αυτόν το λόγο η ποινική δίκη έχει πολλούς ρόλους, για να διαμοιράσει αρμοδιότητες. Το ζήτημα είναι πιο ουσιαστικό. Η συγκεκριμένη εισαγγελική πρόταση αποκάλυψε – κάτι που ξέραμε – την πολύχρονη ανοχή του δικαστικού συστήματος στην εγκληματική δράση των φασιστικών οργανώσεων. Μια ιστορία που τραβάει πολλά χρόνια πίσω. Αρκεί να αναλογιστούμε την μεταχείριση των δοσίλογων που συνεργάστηκαν με τους ναζί στην Κατοχή από το ελληνικό κράτος. Ελάχιστοι δικάστηκαν. Τέτοιες ιστορικές συνέχειες εξέφρασε η συγκεκριμένη εισαγγελική πρόταση. Ήταν κάτι πολύ παραπάνω από μια κακή εισαγγελέας και αμελής στο να γνωρίσει το αποδεικτικό υλικό – που και αυτό ισχύει. Απηχούσε ένα βαθύ κράτος στην καρδιά του εισαγγελικού σώματος που δεν εκλαμβάνει μια ναζιστική οργάνωση σαν μια οργάνωση εχθρική ως προς την έννομη τάξη. Φαίνονται αυτές οι απόψεις και στις προτάσεις των εισαγγελέων που εξετάζουν τα αιτήματα αναστολής εκτέλεσης των ποινών των χρυσαυγιτών, για παράδειγμα για τον Πατέλη στο σκεπτικό υποστηρίχθηκε ότι η Χρυσή Αυγή δεν αποτελεί πλέον κίνδυνο. Φανταστείτε ένας εισαγγελέας να υποστήριζε ότι η «17 Νοέμβρη» δεν αποτελεί πλέον κίνδυνο. Φυσικά η κατακραυγή λειτουργεί. Έγινε αναίρεση της συγκεκριμένης απόφασης από τον Άρειο Πάγο που δεν πρέπει να το προσπερνάμε. Σημαίνει ότι όλα είναι ζητήματα συσχετισμών. Οφείλουμε να εκφραζόμαστε και να κρίνουμε τις δικαστικές αποφάσεις. Μια από τις μεγαλύτερες παρανοήσεις στο δημόσιο λόγο είναι ότι άπαξ και εκδίδεται μια δικαστική απόφαση δεν πρέπει να τίθεται στον δημόσιο διάλογο. Η δικαστική απόφαση είναι σεβαστή αλλά κρίνεται. Ο κάθε πολίτης έχει δικαίωμα να την κρίνει.

Το προηγούμενο διάστημα είχαμε συμβάντα που πιστοποιούσαν την προσπάθεια της ακροδεξιάς να επανέλθει στον δρόμο. Ο αντιεμβολιαστικός σκεπτικισμός είναι ένα επιπλέον καύσιμο σ’ αυτήν την κούρσα με ολέθριες συνέπειες μάλιστα, μέσω της δημαγωγίας και της χειραγώγησης, για τη δημόσια υγεία και τις ζωές των ανθρώπων;

Νομίζω πως το κυρίαρχο ζήτημα της ανασυγκρότησης της άκρας δεξιάς εξακολουθεί να είναι ο θεσμικός ρατσισμός. Ενώ η κυβέρνηση θεωρεί ότι με τις συγκεκριμένες αντιμεταναστευτικές πρακτικές και τον ρατσιστικό λόγο συγκρατεί ψηφοφόρους, στην πραγματικότητα λειτουργεί αντίστροφα, παρέχει νομιμοποίηση στην ακροδεξιά. Είναι αλήθεια, όμως, ότι το ζήτημα του εμβολίου και της κυβερνητικής διαχείρισης της πανδημίας προσφέρει πολιτικό χώρο σε τέτοιες οργανώσεις. Η γνώμη μου είναι ότι η κυβέρνηση με τον τρόπο που πορεύεται στήνει στα πόδια της μια αντιεμβολιαστική κίνηση, στην οποία μέχρι ενός σημείου κλείνει το μάτι και θέλει να είναι αυτή η αντιπολίτευση, δημιουργεί δηλαδή η κυβέρνηση την αντιπολίτευση που τη συμφέρει. Η ιδεοληπτική άρνηση ενίσχυσης του δημόσιου συστήματος υγείας και η καταφυγή σε αντιφατικές και μεροληπτικές απαγορεύσεις, τροφοδοτούν τον ανορθολογισμό και φουσκώνουν τις αντιεμβολιαστικές τάσεις, στις οποίες ηγείται η ακροδεξιά. Η αποτυχημένη διαχείριση της πανδημίας ανοίγει πολιτικό χώρο.

Μπορούμε να απαριθμήσουμε σωρεία απογοητευτικών και ανησυχητικών εξελίξεων, από τον μιντιακό έλεγχο, την αδιαφάνεια στη διασπάθιση δημόσιου χρήματος μέχρι την απουσία μηχανισμών εποπτείας και λογοδοσίας για τον κρατικό μηχανισμό. Πως θα μπορούσαμε να κωδικοποιήσουμε αυτό που ζούμε, με δεδομένο ότι παρεκκλίνει εμφανώς και πολλαπλώς από μια φιλελεύθερη αστική δημοκρατία;

Καταγράφεται μια τάση που δεν είναι ελληνική, είναι διεθνής, όπου έχουμε την απομείωση του δημοκρατικού χώρου και των δημοκρατικών θεσμών και τη μετατροπή τους σε ένα κέλυφος, που στο εσωτερικό δεν υπάρχει τίποτα από όσα θα ξεχωρίζαμε ως τους χυμούς της δημοκρατίας. Το διακύβευμα για μια δημοκρατία δεν είναι απλά να υπάρχει ένα κοινοβούλιο που ψηφίζεται κάθε τέσσερα χρόνια αλλά να είναι εγγυημένη η δυνατότητα των πολιτών και των οργανώσεων του κινήματος να ξεδιπλώσουν τη δράση τους, να μπορούν να συγκεντρώνονται, να εκφέρουν λόγο, να υπάρχουν ΜΜΕ που ελέγχουν την εξουσία. Θέτοντας έτσι το ζήτημα της δημοκρατίας είναι σαφές ότι υπάρχει μεγάλο πρόβλημα. Στην Ελλάδα έχουμε μια κυβέρνηση που συνθέτει από τη μια τις πιο ακραίες νεοφιλελευθερες τάσεις, δηλαδή πολιτικές απορρυθμίζουν την εργασία, ιδιωτικοποιούν τον δημόσιο χώρο και από την άλλην, ενστερνίζεται εξαιρετικά νεοσυντηρητικά χαρακτηριστικά. Για παράδειγμα, ο Ποινικός Κώδικας που ψηφίζεται, είναι ο ορισμός της αντιμεταρρύθμισης, αποσκοπεί στην αυστηροποίηση των ποινών, στην περισσότερη φυλακή, στην κατάργηση πετυχημένων μορφών του Ποινικού Δικαίου, όπως η υφ’ όρων απόλυση μόνο και μόνο γιατί αυτό ικανοποιεί υποτίθεται ένα ακροατήριο που θέλει αίμα με όρους ρωμαϊκής αρένας. Καμία σχέση δεν έχει με τον πολίτικο φιλελευθερισμό που φέρει στο κέντρο του τον σωφρονισμό, τον τρόπο που ο κρατούμενος θα αποδοθεί ξανά στην κοινωνία γιατί γεννήθηκε στην κοινωνία, το ίδιο το έγκλημα και οι συνθήκες τέλεσης είναι γεννήματα της κοινωνίας. Δεν μπορούν να εξοβελιστούν δια παντός ή να θανατωθούν, γιατί στο τέλος του ποινικού λαϊκισμού υπάρχει η θανατική ποινή. Αυτά έχουν επιπτώσεις στην ποιότητα της δημοκρατίας.

Πως μπορούμε στην κουβέντα περί ποινών που συχνά εξελίσσεται στον απόηχο ειδεχθών εγκλημάτων, να μην διολισθήσουμε στον ποινικό λαϊκισμό που απονευρώνει την κοινωνική συζήτηση και ταυτόχρονα να αξιώσουμε αναλογικότητα των ποινών και μαζί ριζικές αλλαγές ως προς τις συνθήκες που επικρατούν στις φυλακές;

Αυτό που απουσιάζει στη δημόσια συζήτηση είναι το ζήτημα των φυλακών και της κατάστασης τους. Έχει μείνει πίσω και θα πρέπει να το φέρουμε πιο μπροστά. Υπήρξαν περιπτώσεις που βρέθηκε στο επίκεντρο, πχ με την απεργία πείνας του Βασίλη Δημάκη. Είχαμε να κάνουμε με έναν ποινικό κρατούμενο, υπότροπο, ο οποίος, όμως, κατόρθωσε μέσα από τον δικό του δρόμο να μορφωθεί, να σπάσει τον φαύλο κύκλο του εγκλήματος και της φυλακής. Παρ’ όλα αυτά, αντί να τύχει ευεργετικών μέτρων, έτυχε εκδικητικότητας. Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν ο εγκλεισμός ετοιμάζει έναν κρατούμενο για να επανενταχθεί στην κοινωνία ή αν ηγεμονεύεται από τη λογική «κλείσε την πόρτα, πέτα το κλειδί και αστον να σαπίσει». Φυσικά, υπάρχει ανάγκη απόδοσης δικαιοσύνης και έκτισης ποινής, ειδικά στα ειδεχθή εγκλήματα. Η έκτιση ποινής, όμως, θα πρέπει να συνδυάζει τους στόχους της δικαίωσης των θυμάτων, της ειρήνευσης της κοινωνίας και της επιστροφής του κρατούμενου στην κοινωνία. Το αίτημα των μεγαλύτερων ποινών εκπορεύεται σ’ έναν βαθμό από την αντίληψη ότι αυτός που τέλεσε το έγκλημα, το τέλεσε μόνος του και άρα πρέπει να εξοβελιστεί ή να εξοντωθεί. Ενώ αυτό που θα έπρεπε να έχουμε στο μυαλό μας είναι πως το έγκλημα και οι συνθήκες τέλεσης του κυοφορούνται μέσα στην κοινωνία. Είμαστε σε μια φάση γενικευμένης οπισθοχώρησης και αντιδραστικοποίησης. Σ’ αυτό το πλαίσιο, οι αλλαγές που κάνει η κυβέρνηση στερούν από τον κρατούμενο την προσδοκία ότι αφενός θα έχει επαφή με την κοινωνία και αφετέρου θα επιστρέψει στην κοινωνία. Έτσι, γίνεται έρμαιο των εγκληματικών δικτύων που δραστηριοποιούνται εντός της φυλακής. Λειτουργεί το σύστημα της περιστρεφόμενης πόρτας που εν τέλει κάνει την κοινωνία πιο ανασφαλή και με περισσότερο έγκλημα. Η αύξηση των ποινών, λοιπόν, καταλήγει αντιπαραγωγική, καθώς δημιουργεί μια δεξαμενή ανθρώπων που είναι διαρκώς μπλεγμένοι στην πελατεία του ποινικού συστήματος.

Κατά τη διάρκεια του δεύτερου lockdown με τις απαγορεύσεις συναθροίσεων και στη συνέχεια με το ζήτημα της απεργίας πείνας του κρατούμενου Δημήτρη Κουφοντίνα, εσύ μαζί με άλλους/ες δικηγόρους βγήκατε μπροστά για την υπεράσπιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων. Είναι αυτό το ρεύμα της μαχητικής δικηγορίας που θέλετε να δυναμώσει και εντός του Δικηγορικού Συλλόγου στις επερχόμενες εκλογές;

Οι Δικηγορικοί Σύλλογοι και τα μέλη τους δεν υπερασπίζονται μόνο τις υποθέσεις που έχει χωριστά ο κάθε δικηγόρος. Από τη θεσμική τους συγκρότηση είναι σώματα που έχουν ως αποστολή να τοποθετούνται σε ζητήματα ευρύτερης κοινωνικής σημασίας, να παρεμβαίνουν στη νομοπαρασκευαστική διαδικασία και σίγουρα σε θέματα δημοκρατικών δικαιωμάτων και πολιτικών ελευθεριών. Εμείς θέλουμε ο Δικηγορικός Σύλλογος να βρίσκεται απέναντι στην κρατική εξουσία όταν υπάρχει η οποιαδήποτε υπόνοια ακύρωσης των φιλελευθέρων εγγυήσεων και του κράτους δικαίου. Δυστυχώς κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Επικράτησε μια συντεχνιακή λογική, θεωρώντας ότι επειδή κάποια στελέχη έχουν καλές σχέσεις με κάποιους Υπουργούς, θα κερδηθούν ορισμένες εξαιρέσεις για τους δικηγόρους σε συνθήκες κοινωνικής κατάρρευσης, όπως ήταν η μνημονιακή δεκαετία. Αυτή η στρατηγική κατακρημνίστηκε. Μας στέρησε τον κοινωνικό μας ρόλο και δεν απέδωσε συνδικαλιστικά. Η κυβέρνηση φέρθηκε στους δικηγόρους με τη μεγαλύτερη δυνατή απαξίωση, γιατί γνώριζε ότι η ηγεσία τους ήταν δεδομένη. Πέρασε ενάμισης χρόνος με τα δικαστήρια σε ημιαναστολή και οι δικηγόροι δεν πήραν καμία αποζημίωσης, πέρα των 600 ευρώ της κακόμοιρης τηλε – κατάρτισης του «σκοιλ ελικικου». Θέλουμε, λοιπόν, να κάνουμε έναν στρατηγικό επαναπροσανατολισμό του Δικηγορικού Συλλόγου σε σύγκρουση με την εκτελεστική εξουσία.

Υπάρχουν ενέργειες που κινούνται στα όρια της παραβατικότητας, μια προσφυγική κατάληψη ή ένας ακτιβισμός με μπογιές, αλλά εμφορούνται από μηνύματα κοινωνικής δικαιοσύνης. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις θα έπρεπε το κοινωνικά δίκαιο να υπερισχύει του τυπικά παραβατικού;

Κοίταξε, μια Πολιτεία που δεν εξασφαλίζει την πρώτη κατοικία για κάθε άνθρωπο που ζει στην επικράτεια της, του στερεί το βασικότερο δικαίωμα για να ασκήσει τα υπόλοιπα δικαιώματα. Πως θα απολαύσεις οποιοδήποτε αγαθό εάν δεν έχεις ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι σου; Διαβάζοντας το έτσι, κατανοούμε ότι η κατάληψη ενός ακατοίκητου οικήματος προκειμένου κάποιος/οι να το κατοικήσουν, συνιστά πράξη που μπορεί να δικαιωθεί. Το ζήτημα δεν είναι αν πρόκειται για μια νόμιμη ή παράνομη ενέργεια αλλά για μια δίκαιη ενέργεια. Η φιλελεύθερη δημοκρατία, στις καλύτερες στιγμές της, αναγνωρίζει ότι τα έννομα αγαθά έχουν – αυτό που λέμε στη θεωρία – μια επικίνδυνη ζωή, δεν είναι διαφυλαγμένα και τέλος. Όταν αναλαμβάνεις ένα πολιτικό αξίωμα, σημαίνει ότι θέτεις τον εαυτό σου στην πολιτική κριτική που ενίοτε μπορεί να είναι και σκληρή. Το πρόσφατο παράδειγμα με τα τρικάκια στο γραφείο της Γενικής Γραμματέως Αντεγκληματικής Πολιτικής, Σοφίας Νικολάου, είναι χαρακτηριστικό. Το δικαστήριο αθώωσε τους ανθρώπους που κατηγορούνταν ότι πέταξαν τα τρικάκια με αυτήν την επιχειρηματολογία, ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία οφείλει να ανεχτεί τέτοιου είδους ακτιβιστικές ενέργειες. Εμείς, σαν ριζοσπάστες δικηγόροι, παρότι οραματιζόμαστε τον κοινωνικό μετασχηματισμό, περιφρουρούμε και υπενθυμίζουμε τις καλύτερες στιγμές της φιλελεύθερης δημοκρατίας προκειμένου να αποφευχθεί η παρανομοποίηση των κοινωνικών δράσεων.

Μαρία Λούκα

Πηγή: popaganda