Τα λεγόμενα «νέα κοινωνικά κινήματα» -ο φεμινισμός, το κίνημα για τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων, το αντιρατσιστικό κίνημα- δεν είναι και τόσο «νέα». Λέγονται έτσι επειδή σε οργανωμένη και εκτεταμένη μαχητική μορφή εμφανίστηκαν κατά τον εικοστό αιώνα, ιδίως προς τα τέλη του.
Οι ανισότητες και οι κοινωνικές αδικίες όμως επί των οποίων στηρίζονται τα βασικά τους αιτήματα κάθε άλλο παρά είναι «νέες». Η πατριαρχία υπήρχε από τους πρώτους ιστορικούς χρόνους, σε προνεωτερικές κοινωνίες η ομοφυλοφιλία ήταν βαρύτατο ποινικό αδίκημα, και δεν χρειάζεται να θυμίσουμε τι συνέβαινε με τους αλλόθρησκους στις Σταυροφορίες, με τους Εβραίους από τον Μεσαίωνα, καθώς και με τους Αφρικανούς επί Αποικιοκρατίας αλλά και στις νότιες Πολιτείες της Αμερικής μέχρι και τα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα.
Επιπλέον, αν ο Διαφωτισμός ήθελε να είναι συνεπής προς τον εαυτό του, θα έπρεπε αναμφίβολα να περιλαμβάνει στις αξιώσεις του την πλήρη εξάλειψη των αδικιών και των ανισοτήτων τις οποίες μάχονται τα «νέα» κοινωνικά κινήματα. Τόσο ιστορικά όσο και αξιακά τα αιτήματα που αφορούν την ισότητα των φύλων και την κατάργηση των διακρίσεων εις βάρος των ατόμων άλλης θρησκείας, διαφορετικού σεξουαλικού προσανατολισμού ή μη ευρωπαϊκής γεωγραφικής καταγωγής, δεν είναι παρά εξειδικεύσεις των οικουμενικών αρχών της ελευθερίας, της ισότητας και της αλληλεγγύης.
Τόσο απλά. Αν μάλιστα αποτολμούσαμε να συνεχίσουμε τούτη την «αφελή» άσκηση υποθετικής συλλογιστικής, θα είχαμε το θράσος να υποστηρίξουμε πως αν η Ιστορία μάς έκανε τη χάρη να προχωράει ευθύγραμμα και συμμετρικά, τότε θα έπρεπε «πρώτα» να είχαν απαλειφθεί όλα τα φαινόμενα πατριαρχίας, ομοφοβίας και ρατσισμού και «μετά» να μιλούσαμε για καπιταλισμό και σοσιαλισμό.
Η Ιστορία βέβαια δεν μας έχει κάνει τη χάρη της συμμετρικής εξέλιξης –δυστυχώς ή ευτυχώς. Υπενθύμισα ωστόσο τις παραπάνω «αυτονόητες υποθετικές προτάσεις» ως θεωρητική αλλά και πολιτική αφετηρία ενός προβληματισμού σχετικά με την τρέχουσα στάση της Αριστεράς απέναντι στις σύγχρονες εκφάνσεις του ευρέως εννοούμενου -φυλετικού, έμφυλου, θρησκευτικού, κοινωνικού εν γένει- ρατσισμού.
Ειδικά στις μέρες μας και ειδικά στη χώρα μας οι τελευταίες έχουν πλέον αποκτήσει έναν εξωφρενικά έκδηλο χαρακτήρα, αν όχι τίποτε άλλο, διότι δεν περιορίζονται σε κάποια «καθυστερημένα» κοινωνικά στρώματα, αλλά πρωτοστατούν σε αυτές σημαντικά τμήματα και των τριών «εξουσιών» –της δικαστικής, της εκτελεστικής και της νομοθετικής. Αναφέρω ενδεικτικά και επιγραμματικά.
Η πλειοψηφία του Συμβουλίου της Επικρατείας κατ’ επανάληψη επικαλείται το Σύνταγμα για να αποφασίσει πως το μάθημα των «νέων θρησκευτικών» είναι «ποιοτικά και ποσοτικά ανεπαρκές» ως προς την «ανάπτυξη της Ορθόδοξης Χριστιανικής συνειδήσεως».
Στην «Εφ.Συν.» της Τετάρτης 25/4 στις δηλώσεις ενός ανώτερου αξιωματικού της Αστυνομικής Διεύθυνσης Λέσβου, σχετικά με την παθητική στάση της αστυνομίας απέναντι σε χρυσαυγίτες και λοιπούς ακροδεξιούς που ξυλοκόπησαν άγρια πρόσφυγες και μετανάστες πριν από λίγες μέρες, διαβάζουμε το εξής ανατριχιαστικό: «…Είναι δύσκολο -όπως και να έχει- για έναν αστυνομικό να συλλάβει τον φίλο του, τον συμμαθητή του, τον γείτονα που μεγάλωσαν μαζί ή ακόμα και τον συγγενή του, αφού οι πιέσεις θα είναι αφόρητες».
Τέλος, υπήρξαν και βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ που αντέδρασαν με δηλώσεις τους στο νέο νομοσχέδιο που παρέχει τη δυνατότητα αναδοχής σε ομόφυλα ζευγάρια.
Θα μείνω λίγο στο τελευταίο, αφού εκ των πραγμάτων αφορά πιο άμεσα την Αριστερά (όχι βέβαια πως δεν την αφορούν και τα άλλα δύο –ιδίως το δεύτερο που «όπως και να έχει» είναι πασιφανώς ζήτημα κυβερνητικής αρμοδιότητας). Τα επιχειρήματα εναντίον του δικαιώματος αναδοχής από ομόφυλα ζευγάρια είναι κυρίως δύο ειδών. Το «πολιτικό» επιχείρημα είναι πως «η κοινωνία δεν είναι ακόμα ώριμη» για να δεχτεί κάτι τέτοιο και το «επιστημονικό» επιχείρημα υποστηρίζει την άποψη ότι για τη «φυσιολογική» ανατροφή απαιτείται ένας πατέρας (= ετεροφυλόφιλος άντρας) και μία μητέρα (= ετεροφυλόφιλη γυναίκα).
Το δεύτερο είναι απλώς χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς τα «επιστημονικά» επιχειρήματα συχνά υποκρύπτουν ρατσιστικές πεποιθήσεις. Πραγματολογικά η έλλειψη «πατέρα» ή «μητέρας» δεν είναι καινούργιο φαινόμενο, ισχύει απλούστατα στις μονογονεϊκές οικογένειες –και αυτό όλοι το γνωρίζουν. Κατά συνέπεια το «επιστημονικό» επιχείρημα δεν είναι παρά το προκάλυμμα ενός φόβου όχι για το «ομόφυλο» των ζευγαριών, αλλά για την ομοφυλοφιλία τους –ότι θα περάσουν το «μικρόβιο» της «ανωμαλίας» τους και στα αθώα παιδιά που θα αναλάβουν.
Το «πολιτικό» επιχείρημα ανάγεται σε μια παραμέληση των όσων αυτονόητων επισήμανα στην αρχή. Αν η κοινωνία δεν είναι «ώριμη» για τέτοιου είδους θεσμικές «καινοτομίες», τότε δεν είναι «ώριμη» για την Αριστερά γενικότερα.
Ο Κύρκος Δοξιάδης καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών