Από το καλοκαίρι του 2015, ο δημόσια διάλογος κυριαρχείται από ένα σχήμα με δυο ακραίες τιμές
Το ένα άκρο του διαλόγου είναι αν ένα κόμμα της Αριστεράς επιτρέπεται να αναλαμβάνει τη διακυβέρνηση σε συνθήκες ασφυκτικού ελέγχου του κράτους και της οικονομίας από τους καπιταλιστές. Το άλλο άκρο είναι αν ένα κόμμα της Αριστεράς που έχει αναλάβει τη διακυβέρνηση σε αυτές τις συνθήκες δικαιούται να εγκαταλείψει τον αγώνα ακόμα κι αν αυτός αφορά το να κερδίσει ένα στα δέκα ή να περιορίσει τις ζημίες. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο διεξάγεται ο διάλογος και ο καθένας, με ειλικρίνεια ή υποκριτικά, τοποθετείται στο ένα ή στο άλλο άκρο ή κάπου ανάμεσα. Στη μια προσέγγιση, αυτή του “οπτ άουτ” προστίθενται οι αντιλήψεις του ΚΚΕ (όταν ωριμάσουν οι συνθήκες), της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς (η ΕΕ, δεν μεταρρυθμίζεται, μόνον ανατρέπεται), αλλά και τα μέινστριμ μίντια και το αστικό στρατόπεδο. Η Δεξιά επικαλείται το ήθος της Αριστεράς που κατά την αντίληψη της επιβάλλει να επιστραφεί η χώρα, που σήμερα σφετερίζονται οι άπλυτοι, στους νόμιμους ιδιοκτήτες της, τους απόφοιτους δηλαδή του Κολλεγίου. Η αφήγηση αυτή τιμάει τους αγώνες και το ήθος της Αριστεράς, δηλαδή τους διωγμούς, τις φυλακίσεις, τις δολοφονίες και τις εκτελέσεις χιλιάδων αριστερών από το ελληνικό κράτος που ήλεγχαν, με την προϋπόθεση βέβαια, ότι οι Αριστεροί θα συνεχίζουν να εσωτερικεύουν την ήττα και δεν θα φυτρώνουν εκεί που δεν τους σπέρνουν. Το αστικό πολιτικό μπλοκ αδυνατώντας να υπερασπιστεί τα έργα και τις ημέρες του, επιχειρεί να σπιλώσει την κυβέρνηση, να συμψηφίσει 40 χρόνια κυριαρχίας του με δυο χρόνια κυβέρνησης της Αριστεράς, πισθάγκωνα δεμένης. Και καλά, οι δεξιοί τη δουλειά τους κάνουνε. Αφού μπορούν να αποφύγουν να συγκριθούν οι ίδιοι με τον ΣΥΡΙΖΑ, προτιμούν να συγκρίνουν τον ΣΥΡΙΖΑ με τον εαυτό του, πριν και μετά την ήττα του 2015, η οποία όμως για τους ίδιους ήταν ακόμα μεγαλύτερη ήττα καθώς έχασαν τη διακυβέρνηση για πρώτη φορά στην ιστορία. Είναι απορίας άξιον το γεγονός ότι βρίσκονται αριστεροί άνθρωποι που σιγοντάρουν αυτή τη ρητορική ενισχυμένη μάλιστα με ακροδεξιάς κοπής και εκφοράς κατηγοριών του στυλ “προδότης”, “εφιάλτης”, “κερκόπορτα”. Δείχνουν δηλαδή να έχουν ενσωματώσει όλη την αντίληψη της περιούσιας φυλής που χάνει μόνο μπαμπέσικα, με προδοσία, πάντα υπάρχει “ο χαφιές στις γραμμές μας”. Είναι προφανές ότι αυτού του είδους η προσέγγιση λειτουργεί διαβρωτικά για την Αριστερά και ως δώρο και κολυμπήθρα του Σιλωάμ για το αστικό μπλοκ.
Η δεύτερη ακραία τιμή του διαλόγου, αυτή που επιγραμματικά λέει ότι η παραμονή στη διακυβέρνηση είναι απροϋπόθετη και σχεδόν αυταξία, είναι εξίσου διαβρωτική κι επικίνδυνη. Διότι χωρίς κανείς να παραγνωρίζει τον παράγοντα χρόνο, δηλαδή την ανάγκη μακρόχρονης κυβερνητικής παρουσίας μέχρι να είναι μια κυβέρνηση της Αριστεράς σε θέση, εκτός απ’ την Κυβέρνηση, να έχει και την εξουσία, υπάρχει ένα σημείο, απ’ το οποίο και μετά αντί να πλησιάζει, απομακρύνεται από το στόχο. Με άλλα λόγια, ένας αριστερός πρέπει να ξέρει πόσο μπορεί να «πλησιάσει το θηρίο», «πριν αρχίσει να του μοιάζει». Μια Κυβέρνηση η οποία είναι αναγκασμένη να λειτουργεί σε μνημονιακό πλαίσιο, χωρίς συσχετισμό, συμμαχίες και φίλιες δυνάμεις στο εξωτερικό και με την ακραία συνθήκη, ο νεοφιλελεύθερος πρώην υπουργός Οικονομικών της δεξιάς Κυβέρνησης να είναι επικεφαλής της Κεντρικής Τράπεζας, εκ των πραγμάτων αναγκάζεται να κάνει σχεδόν διαλυτικές υποχωρήσεις και να προσπαθεί να πολιτευτεί κάνοντας αντάρτικο στον εαυτό της. Τα περιθώρια ελάχιστα, οι κίνδυνοι πανταχού παρόντες, το ίδιο και οι πειρασμοί και οι προκλήσεις. Είναι μια κατάσταση που αν δεν έχεις συνεπή, σκληρή, υπομονετική και οργανωμένη προσέγγιση, ώστε «να κοιτάς εκεί που θες να πας», υπάρχει ο κίνδυνος «να πας εκεί που κοιτάζεις» και τελικά να αυτοακυρωθείς ή να ενσωματωθείς.
Ανάμεσα σε αυτές τις δυο συνθήκες ακροβατεί ο ΣΥΡΙΖΑ και πρέπει να μάθει να το κάνει επί ποινή στρατηγικής ήττας, αλλά και με πιθανότητες επιτυχίας.