Πολλοί, ανάμεσά τους και άνθρωποι της Αριστεράς, ρωτούν καλοπροαίρετα αν τα Θρησκευτικά είναι το πρόβλημα του σχολείου σήμερα. Προφανώς και δεν είναι το πρόβλημα, αλλά, η αντίληψη εκκλησιαστικής επιβολής στην εκπαίδευση που υποκρύπτεται παραδοσιακά και μέσω του μαθήματος των Θρησκευτικών συνιστά μείζον θέμα. Αφορά στα ατομικά δικαιώματα, αλλά και την αναγκαία γνώση που θα έπρεπε να έχει το παιδί για να κατανοήσει το σύγχρονο κόσμο, σε μια περίοδο που οι θρησκείες διαδραματίζουν πολιτισμικό και πολιτικό ρόλο και ο «άλλος» είναι πολύ κοντά μας, είναι το παιδί του διπλανού θρανίου. Με αυτή την έννοια, το ουδετερόθρησκο σχολείο αποτελεί μέρος της αναγκαίας μεταρρύθμισης για ένα δημοκρατικό, σύγχρονο και ανοιχτό σχολείο.
Οι συνταγματικές διατάξεις όχι μόνο δεν εμποδίζουν, αλλά επιτάσσουν στην Πολιτεία να αναλάβει ανάλογες δράσεις. Υπάρχει, βεβαίως, η πρόσφατη απόφαση του ΣτΕ για τα Θρησκευτικά, με την οποία επιχειρείται η παράκαμψη των συνταγματικών προβλέψεων και υποσκάπτεται η δημοκρατική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί με την απόφαση για τις ταυτότητες. Με την επικείμενη συνταγματική αναθεώρηση είναι αναγκαία η κατάργηση του Προοιμίου, με βάση το οποίο το Άγιο Πνεύμα εμφανίζεται συμβολικά ως «πηγή του Συντάγματος» (κατά κυριολεξίαν, το επευλογεί!), καθώς και το άρθρο 3, όπου γίνεται η γνωστή αναφορά για την επικρατούσα θρησκεία. Η συνταγματική επιστήμη έχει χαρακτηρίσει αυτή τη διάταξη ως διαπιστωτική και όχι κανονιστική, δηλαδή, δεν συνιστά προνομιακή θέση της Ορθοδοξίας απέναντι στα άλλα θρησκεύματα. Δυστυχώς και οι δύο διατάξεις παρερμηνεύτηκαν προκειμένου το ΣτΕ να προχωρήσει στη γνωστή αναχρονιστική απόφασή του για το μάθημα των Θρησκευτικών, νομολογώντας ότι πρέπει να παραμείνει ομολογιακό!
Οι παρεμβάσεις της Εκκλησίας στην εκπαίδευση είναι φανερές και κρυφές και συνιστούν ένα ολόκληρο πλέγμα θεσμικών και συμβολικών ρόλων, που εισχωρεί στην καθημερινότητα του σχολείου και έχει ως επιστέγασμα τη συνύπαρξη στο ίδιο υπουργείο της Παιδείας με τα Θρησκεύματα. Παρότι η νομοθεσία αναγνωρίζει στην Πολιτεία την αποκλειστική αρμοδιότητα να αποφασίζει για την εκπαιδευτική πολιτική, η Ιεραρχία, εκμεταλλευόμενη την πολιτική ισχύ της (πραγματική ή νομιζόμενη και πάντως αναγνωριζόμενη με ευλαβικό τρόπο από το πολιτικό σύστημα και όλες τις κυβερνήσεις…), έχει επιβάλει ουσιαστικά την αρχή της συναπόφασης σε σημαντικές υποθέσεις.
Θρησκευτική συνείδηση
Είναι χρέος της Πολιτείας να υπερασπίζει τη δημοκρατική αρχή, που είναι και συνταγματικά κατοχυρωμένη, σύμφωνα με την οποία «η Παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους και έχει σκοπό την πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες». Το άρθρο 16 του ισχύοντος Συντάγματος αντικαθιστά το ανάλογο άρθρο του Συντάγματος του 1952, όπου μέσα στο μετεμφυλιακό κλίμα γινόταν, για πρώτη φορά σε Σύνταγμα, αναφορά σε θρησκευτική συνείδηση και ειδικότερα στην ελληνοχριστιανική συνείδηση. Προφανώς, η αναθεώρηση του 1975 επηρεάστηκε από το κλίμα της εποχής, από τη χρεωκοπία των ελληνοχριστιανικών δογμάτων που αποτέλεσαν την ιδεολογική βάση της χούντας και τελικώς «ευλόγησαν» την προδοσία της Κύπρου. Είναι τόσο χαρακτηριστική η ριζοσπαστική θεώρηση της εποχής της Μεταπολίτευσης, που στο Προσχέδιο Συντάγματος της ΝΔ δεν υπήρχε αναφορά στη θρησκευτική συνείδηση, προστέθηκε όμως κατά την πορεία της Αναθεώρησης.
Θρησκειολογία αντί Θρησκευτικών
Η πρόσφατη παρέμβαση της Ιεραρχίας για τα νέα προγράμματα των Θρησκευτικών είναι άλλη μία απόδειξη της τάσης για εκκλησιαστική επιβολή στο χώρο της εκπαίδευσης. Ωστόσο, το μάθημα των Θρησκευτικών πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μάθημα γνώσης και όχι πίστης. Τα τολμηρά βήματα που έγιναν με τα νέα προγράμματα, μπορούν να αξιοποιηθούν ώστε, σταδιακά, και με βάση την εκπαιδευτική εμπειρία να δημιουργηθεί μάθημα Θρησκειολογίας ή, όπως συμβαίνει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, να καθιερωθεί αργότερα μάθημα Φιλοσοφίας. Δεν είναι άραγε περίεργο ότι στη χώρα που γέννησε τη Φιλοσοφία δεν διδάσκεται στα σχολεία η Φιλοσοφία, σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες; Και ακόμη, δεν είναι περίεργο ότι στο προτεινόμενο σύστημα εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, στην Γ’ Λυκείου, τα Θρησκευτικά παραμένουν υποχρεωτικό μάθημα σε όλες τις κατευθύνσεις. ενώ αφαιρείται η Ιστορία; Η διδασκαλία της σύγχρονης Ιστορίας θα γίνεται έτσι μία χρονιά, μόνο στη Γ’ Γυμνασίου, σύμφωνα με τα ισχύοντα προγράμματα, που η αλλαγή τους αποτελεί επείγουσα αναγκαιότητα.
Η μετατροπή του μαθήματος των Θρησκευτικών σε μάθημα γνώσης και όχι πίστης αλλάζει το πολιτισμικό κλίμα μέσα στο σχολείο, καθώς και τις ξεπερασμένες νοοτροπίες και σιγά-σιγά βοηθά στη συνολική αλλαγή του τρόπου κατανόησης του θρησκευτικού φαινομένου. Γι’ αυτό, σε συνεργασία με Θεολόγους Εκπαιδευτικούς, επιλέξαμε την αλλαγή του μαθήματος, με πρωτοβουλία και τελική ευθύνη του Ιδρύματος Εκπαιδευτικής Πολιτικής, που αποτελεί τον επίσημο φορέα εκπαιδευτικής πολιτικής της εκάστοτε κυβέρνησης.
Ακατανόητη η δήλωση θρησκευτικών φρονημάτων
Μέσα σε αυτήν την προοπτική αλλαγής του εκπαιδευτικού παραδείγματος για την κατανόηση του θρησκευτικού φαινομένου, είναι ακατανόητη η επιβίωση της δήλωσης θρησκευτικών φρονημάτων, προκειμένου να απαλλαγεί ένας μαθητής από το μάθημα. Η δήλωση καθιερώθηκε με απόφαση του υπουργού Παιδείας Α. Λοβέρδου, μόλις λίγες μέρες πριν από τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015, προφανώς, μετά από πίεση της Εκκλησίας γιατί η προηγούμενη απόφαση Αρβανιτόπουλου ήταν λίγο χαλαρότερη, δηλαδή, δεν αξίωνε να δηλώνει κάποιος ότι δεν είναι Χριστιανός Ορθόδοξος για να μην παρακολουθήσει το μάθημα των Θρησκευτικών, αλλά αρκούσε η εκ μέρους του γονέα επίκληση λόγων θρησκευτικής συνείδησης.
Η κυβέρνηση της Αριστεράς, που εκλέχτηκε τον Ιανουάριο του 2015, στα μέσα δηλαδή της σχολικής χρονιάς, αν προχωρούσε στην άμεση κατάργηση της εγκυκλίου Λοβέρδου, ήταν πιθανό να προκαλούσε απρόβλεπτα προβλήματα λειτουργίας στα σχολεία. Στη συνέχεια, ως υπουργός Παιδείας, έθεσα ως πρώτιστο στόχο την προώθηση των νέων προγραμμάτων σπουδών στα θρησκευτικά και, για ευνόητους λόγους, προγραμμάτισα για αργότερα μια σειρά παρεμβάσεις στα υπόλοιπα εκκρεμή ζητήματα.
Με το νέο Προεδρικό Διάταγμα για τη λειτουργία των σχολείων, αποσυμφορείται η εκπαίδευση από την καταχρηστική εφαρμογή του μέτρου του εκκλησιασμού. Εφεξής, ο εκκλησιασμός επ’ ευκαιρία των εορτών των Χριστουγέννων, του Πάσχα και των Τριών Ιεραρχών «δύναται να πραγματοποιείται κατά την κρίση του Συλλόγου Διδασκόντων και εφόσον οι συνθήκες το επιτρέπουν».
Υπάρχει έτοιμη τροπολογία
Αντιθέτως, παραμένει η καθημερινή υποχρεωτική προσευχή στα Δημοτικά σχολεία. Πολλοί εκπαιδευτικοί αλλά και εκκλησιαστικοί παράγοντες έχουν διερωτηθεί ποια είναι η σκοπιμότητα της καθημερινής υποχρεωτικής προσευχής, ένα μέτρο που έχει καταντήσει ρουτίνα. Παρατηρείται επίσης ότι η επιβολή λατρευτικών πρακτικών στα μικρά παιδιά μπορεί να εκλαμβάνεται από αυτά ως μια μορφή επηρεασμού της προσωπικότητάς τους, τόσο ξένη μάλιστα με το γενικότερο μήνυμα ελευθερίας του Χριστιανισμού. Γνωρίζω ότι το θέμα της προσευχής χρειάζεται εξαντλητική συζήτηση και αναζήτηση συναινέσεων, σε μια κοινωνία και ένα σχολείο που όλο και περισσότερο αποκτούν πολυθρησκευτική σύνθεση, ενώ, ταυτόχρονα, βαθαίνει η διαδικασία της εκκοσμίκευσης. Στα ανεπίλυτα προβλήματα συμπεριλαμβάνεται η αναγραφή του θρησκεύματος στους τίτλους σπουδών. Πρόκειται για μέτρο που παραβιάζει τη νομοθεσία για την προστασία των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων και επιβιώνει περίπου 20 χρόνια από την κατάργηση της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες. Στα αρχεία του υπουργείου Παιδείας απόκειται τροπολογία που είχαμε ετοιμάσει για την κατάργηση αυτού του αναχρονισμού, εν όψει μάλιστα της επαπειλούμενης παραπομπής της χώρας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Η γνωστή εξέλιξη με την απομάκρυνσή μου από το υπουργείο Παιδείας, είχε ως συνέπεια να μην προωθηθεί τελικώς η εν λόγω τροπολογία, η αλλαγή της εγκυκλίου Λοβέρδου και μια σειρά άλλες παρεμβάσεις που συνιστούσαν αποφασιστική τομή και ενδυνάμωση της θρησκευτικής ελευθερίας στο σχολείο.
Ο Νίκος Φίλης είναι βουλευτής Α΄ Αθήνας του ΣΥΡΙΖΑ, τ. υπουργός Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων.
Πηγή: Η Εποχή