Macro

Μίκης Θεοδωράκης: Η λυρικότητά του στη συμφωνική

Ο Μίκης Θεοδωράκης υπήρξε το μεγαλύτερο μέγεθος της ελληνικής μουσικής των μεταπολεμικών χρόνων: το εκτόπισμα της πληθωρικής δημόσιας προσωπικότητάς του, η βαρύνουσα επίδραση του πολύπλευρου πολιτικού και καλλιτεχνικού βίου και του πολυδιάστατου έργου του υπερισχύουν αυτών οιουδήποτε άλλου.

Υπήρξε, επίσης, διεθνώς ο διασημότερος Ελληνας συνθέτης. Πώς αποτιμά κανείς ένα τέτοιο μέγεθος δίχως να προτρέχει, υφαρπάζοντας βίαια την πένα από το χέρι της Ιστορίας; Ιδιαίτερα όταν ο ίδιος, ως δημόσιο πρόσωπο με ιδιαίτερη έγνοια για το αποτύπωμα που θα άφηνε, έχει σπεύσει κατά καιρούς να προκαταλάβει τους επιγενόμενους, καταστρώνοντας ιδιοχείρως «αυθεντικά» χρονικά της προσωπικής του πορείας και ιστοριογραφικές εγγραφές του προσωπικού του έργου;

Σπάνια ευφυής και προικισμένος ως συνθέτης, ο μακρόβιος Θεοδωράκης έγραψε πάρα πολλή μουσική διαφόρων ειδών, σε διαφορετικές φάσεις του δημιουργικού βίου του. Καθοριστικές για το ύφος και το συνολικό στίγμα του έργου του στάθηκαν αφενός οι αρχικές μουσικές σπουδές του στην Ελλάδα των δεκαετιών 1940 και 1950 και, μετά το 1954, στο Παρίσι, και αφετέρου η ένταξή του στην Αριστερά ήδη από τα χρόνια της Κατοχής. Ολες οι συνθέσεις του, εκτός από τις πολύ πρώιμες νεανικές, ήσαν έντονα, συνειδητά και ευανάγνωστα συνδεδεμένες με το ιδεολογικό πλαίσιο της πολιτικής του ένταξης.

Επίσης, δημιουργήθηκαν και παρουσιάστηκαν σε εποχές φορτισμένες και περιπετειώδεις, συνήθως σε άρρηκτη σχέση προς πολιτικές ιδέες, ιστορικά γεγονότα ή συγκεκριμένους ανθρώπους. Καθ’ όσον η στρατευμένη τέχνη δύσκολα αποσπάται δίχως απώλειες από το πλαίσιο που τη νοηματοδοτεί, είναι δύσκολο, αν όχι άσκοπο, να επιχειρήσει κανείς να αποτιμήσει τις μουσικές του Θεοδωράκη εν κενώ. Επιπλέον, σε κείμενά του των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών με έντονα πολιτική διάσταση, εξειδικεύοντας στη μουσική, ο ίδιος αναπτύσσει εκτεταμένα και απερίφραστα θερμή επιχειρηματολογία σχετικά με το ποια οφείλει και μπορεί να είναι μια θετική σχέση της τέχνης με τις «μάζες». Τέλος, δύσκολα διαχωρίζει κανείς τον συνθέτη της «κλασικής» μουσικής από τον τραγουδοποιό. Μια πρώτη γενική κριτική αποτίμηση δεν είναι, ωστόσο, ανέφικτη.

Από την καλομοιρική εθνική σχολή στον σοσιαλιστικό ρεαλισμό

Η γραφή του Θεοδωράκη αναδύθηκε φυσικά και αβίαστα από τον κορμό της ιστορικά ώριμης ελληνικής «Εθνικής Μουσικής Σχολής». Δίχως να αμφισβητεί την αξία και τη λειτουργία της παραδοσιακής τονικής αρμονίας, τις εκφραστικές συμβάσεις του ύστερου ρομαντισμού και τη συνταγή της ένταξης/αξιοποίησης αναγνωρίσιμου φολκλορικού υλικού ως μελωδικό πυρήνα, στο ξεκίνημά του ο Θεοδωράκης συνθέτει περιγραφικά έργα όπως η «Η ελληνική Αποκριά» (1947/53) και το «Πανηγύρι της Ασή-Γωνιάς» (1946). Στην αμέσως επόμενη, μείζονα φάση της δημιουργίας του, όπως και άλλοι Ελληνες πολιτικά στρατευμένοι στην Αριστερά, αρχικά αναπαράγει ως αυτονόητη επιλογή το ώριμο, ιστορικά δοκιμασμένο πρότυπο της σοβιετικής συμφωνικής μουσικής των δεκαετιών 1940-1970.

Πολύ πριν η Μεταπολίτευση καθιερώσει το ελληνικό τραγούδι ως πολιτιστικό εκπρόσωπο της λαϊκής τάξης και ενώ η Δύση στρέφεται αποφασιστικά στη συνειδητά απολιτική μουσική avant-garde, ο Θεοδωράκης μνημειοποιεί τους αγώνες και τα ιδανικά της Αριστεράς χρησιμοποιώντας το ιστορικό εργαλείο της ευρωπαϊκής συμφωνικής μουσικής. Με άλλα λόγια, κάνει σοσιαλιστικό ρεαλισμό στη μουσική. Στις Συμφωνίες του, που γράφονται μεταξύ 1943 και 1987, η γραφή, δίχως να ακυρώνει τις καταβολές στην καλομοιρική «Εθνική Σχολή», αναπαράγει στερεότυπα της καθιερωμένης συμφωνικής γραφής του Σοστακόβιτς και άλλων Ρώσων και Σοβιετικών: ρομαντική αφηγηματική φραστική, ευανάγνωστη μελωδική γραφή, τονική αρμονία, εκτεταμένα αργά λυρικά μέρη με ελεγειακά σόλο από πνευστά, συγκινησιακά συναρπαστικές σελίδες «αγωνιστικής» δράσης με εμβατηριακό χαρακτήρα, θριαμβικά φινάλε κ.ο.κ.

Παράλληλα, ο πολιτικός ιδεαλιστής αλλά και πραγματιστής Θεοδωράκης, επιχειρεί μια καινοφανή λειτουργική σύντηξη που συνδυάζει το κατεστημένο κύρος και την επικοινωνιακή ρητορική της υστερορομαντικής συμφωνικής μουσικής, τα στερεότυπα της μουσικής για το αρχαίο δράμα, τα ακούσματα της βυζαντικής μουσικής και το λαϊκό/δημοτικό τραγούδι. Καρπός είναι το λαϊκό ορατόριο με πρώτο και κορυφαίο δείγμα το «Αξιον εστί» (1960) σε ποίηση Ελύτη, αυτό καθαυτό σπάνια συνάντηση σουρεαλισμού και αριστερής στράτευσης. Ακολουθεί σειρά από αντίστοιχα, ιδιαίτερα δημοφιλή στρατευμένα ορατόρια και συμφωνικές καντάτες, που βασίζονται σε σημαντικά ποιητικά κείμενα: «Πνευματικό Εμβατήριο» (Σικελιανός, 1969), «Canto Genearal» (Νερούντα, 1972-74), «Κατά Σαδδουκαίων» (Κατσαρός, 1980-81), «Canto Olimpico» (Μαντά, 1990-91).

Οπερες συνέθεσε ο Θεοδωράκης μετά τη Μεταπολίτευση, στην ύστερη φάση της δημιουργικής σταδιοδρομίας του. Με εξαίρεση τον βιτριολικά σατιρικό «Καρυωτάκη» (1984-85, ΕΛΣ 1987), επέμεινε στην αρχαιοελληνική θεματολογία: «Μήδεια» (1988-90, Μπιλμπάο 1991), «Ηλέκτρα» (1992-93, Λουξεμβούργο 1995), «Αντιγόνη» (1995-96, ΜΜΑ Οκτώβρης 1999), «Λυσιστράτη» (1999-2001, ΜΜΑ Απρίλιος 2002). Οι δύο τελευταίες πρωτοπαρουσιάστηκαν σε πανάκριβες υπερπαραγωγές του τότε ακμαίου Μεγάρου Μουσικής. Στηριζόμενο σε συγγενή λογική, το στίγμα της γραφής του χαρακτηρίζεται εδώ από ανενδοίαστη και αβασάνιστη στιλιστική πολυσελλεκτικότητα, συχνές αναφορές σε δικά του τραγούδια, μελοποίηση με συγγένειες προς τη μουσική για παραστάσεις αρχαίου δράματος, τακτική επιστράτευση της επικοινωνιακής αμεσότητας και της ευκολίας των ελληνικών ακουσμάτων.

Τι θα απομείνει, τι θα επιβιώσει και πώς από αυτό το τεράστιο έργο στη μετά Θεοδωράκη εποχή; Το πέρασμα του χρόνου και των γενεών, κυρίως όμως οι βαθιές μεταλλάξεις και οι ριζικές αλλαγές στο πεδίο της ελληνικής πολιτιστικής ζωής από τότε που ο Μίκης ως ηγεμονικός μπροστάρης συστράτευε με ακατανίκητη πειθώ τις «μάζες» μέχρι σήμερα θα επιβάλλουν αδιαπραγμάτευτα τη δική τους οριστική ετυμηγορία στην κληρονομιά της μουσικής του. Εκείνο που θα μείνει ανέγγιχτο είναι η ανεξίτηλη εγγραφή της βαθιά στο συγκινησιακό μας. Διότι η καρδιά ποτέ δεν ψεύδεται.

Γιάννης Σβώλος

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών