Macro

Μια μετωνυμία της ίδιας της Επανάστασης

Παντελής Μπουκάλας «Το μάγουλο της Παναγίας. Αυτοβιογραφική εικασία του Γεωργίου Καραϊσκάκη», εκδόσεις Άγρα, 2021

Πώς στέκεται ένας ιστορικός απέναντι σε ένα βιβλίο που επιγράφεται αυτοβιογραφική εικασία; Πώς διαβάζει ένα βιβλίο που είναι βαπτισμένο στην ιστορία αλλά παράλληλα είναι κατασκευασμένο με τους κανόνες μιας υψηλής λογοτεχνίας; Ποια είναι τα κριτήρια για να το αξιολογήσει; Και αν όπως λέμε κάθε βιβλίο που αναφέρεται στο παρελθόν μιλάει στην πραγματικότητα για το παρόν, τότε τι είναι αυτό που θέλει να μας πει σήμερα, 200 χρόνια μετά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, ο Παντελής Μπουκάλας;
Σκέφτομαι συχνά την ιστορία σαν ένα κρεμμύδι. Εννοώ σαν ένα σύμπαν από στοιβάδες αξεδιάλυτα ακουμπισμένες η μια πάνω στην άλλη: ό,τι έγινε, δεμένο σφιχτά με όσα γράφτηκαν για αυτό, με τις ιστορήσεις και τους θρύλους, με τις εικόνες και τις μνήμες που καλλιέργησε. Κι όσο ξεφλουδίζεις το κρεμμύδι για να φτάσεις στον πυρήνα του, είναι σαν να το καταστρέφεις, να περιορίζεις την αψάδα του. Άσε που όλη αυτή η διαδικασία φέρνει κάποτε και κλάματα.
Ο Καραϊσκάκης του Παντελή Μπουκάλα είναι ένα κρεμμύδι που μέσα στα φύλλα του υπάρχουν συνδεδεμένα αξεδιάλυτα τα λιγοστά κείμενα του ήρωα του, αλλά και οι μαρτυρίες του Αινιάν ή άλλων απομνημονευματογράφων, οι ιστορικές αναγνώσεις από τον Παπαρρηγόπουλο ως τον Διονύση Τζάκη, οι λογοτεχνικές αναφορές του Αντωνιάδη ή του Παλαμά. Αν οι λέξεις μας είναι παιδιά άλλων, ο Καραϊσκάκης του Μπουκάλα είναι ένα κείμενο που στους αρμούς του συναντάμε τεκμήρια, ιστορίες, θρύλους και παραδόσεις, δημοτικά τραγούδια που άφησαν το αποτύπωμά τους στη συλλογική μνήμη για τον ηρώα. Πρώτες ύλες που δουλεύτηκαν επίμονα στο χυτήριο του λογοτέχνη για να παραγάγουν αυτό το μικρό αριστούργημα.
Η αφήγηση του Μπουκάλα είναι αφιερωμένη σε έναν ήρωα που, όπως πολύ σωστά μας θυμίζει ο ίδιος με τα λόγια του Παπαρρηγόπουλου, ήταν «το γνησιότερον προϊόν της Επαναστάσεως». Στο πρόσωπό του συγκέντρωσε όλες τις αντιφάσεις, αλλά και το μεγαλείο του Αγώνα, η Επανάσταση σηματοδότησε μια ριζική μεταστροφή στη ζωή και στη συνείδησή του. Στην επτάχρονη συμμετοχή του στην Επανάσταση συναντάμε από τη μια τον ηρωισμό και την αυτοθυσία, από την άλλη τη βαρβαρότητα, τις εμφύλιες διαμάχες, τις κατηγορίες της προδοσίας και της συνεργασίας με τον εχθρό. Γύρω από τη ζωή του και τον θάνατό του χτίστηκαν ιστορίες και θρύλοι. Η σημερινή του εικόνα είναι προϊόν μιας μακράς διαδικασίας ηρωοποίησης, άμβλυνσης των πλέον ενοχλητικών στιγμών της ιστορίας του, σταδιακής ιεροποίησης της μνήμης του.

Απέναντι στην «αποστειρωμένη» εικόνα

Απέναντι σε αυτή την «αποστειρωμένη» εικόνα του σήμερα, ο Μπουκάλας χτίζει το δικό του σκηνικό στο χθες με όλα τα υλικά που διαθέτει. Ο φρεσκοπεθαμένος Καραϊσκάκης που αφηγείται ανάμεσα στον πάνω και στον κάτω κόσμο και δίπλα του, η παράνομη συντρόφισσα της ζωής του, η Μαριώ, ή αλλιώς Ζαφείρης, Οθωμανή, που σύμφωνα με τους θρύλους τον συνόδευε στις μάχες ντυμένη άντρας. Ακόμη, ο γραμματικός του ο Δημήτριος Αινιάν, και ένας τυφλός λυράρης, αναφορά στην άλλη μεγάλη αγάπη του Μπουκάλα στην αρχαία ελληνική γραμματεία. Αυτά είναι τα τέσσερα πρόσωπα του θεατρικού του έργου και αυτά θα διηγηθούν τις ιστορίες του Καραϊσκάκη. Ιστορίες πικρές, γεμάτες πάθος και οδύνη, ηρωισμό και ανιδιοτέλεια. Με έναν λόγο βαρύ και αναστοχαστικό που ελαφρώνει όμως μέσα από το χιούμορ και την περιπαικτική διάθεση των ηρώων του. Οι ιστορίες που διηγείται ο Καραϊσκάκης είναι ιστορίες δύσκολες, ιστορίες σαν και αυτές που γνώρισε ο Μπουκάλας μέσα από τα δημοτικά τραγούδια, αλλά και τα απομνημονεύματα με τα οποία καταπιάνεται όλο αυτό τον καιρό για την έκδοση των Κειμένων Μνήμης στο Ίδρυμα της Βουλής. Απομνημονεύματα που γράφτηκαν μέσα στη μάχη ή λίγο αργότερα και κουβαλούν μέσα τους το αίτημα για την ελευθερία αλλά και την πικρία, την αγριάδα, το συμφέρον. Κείμενα που μας θυμίζουν ότι οι επαναστάτες ήταν άνθρωποι του καιρού τους που κουβαλούσαν τις δικές τους προκαταλήψεις, το δικό τους λεξιλόγιο, τα δικά τους ξέφωτα αλλά και τις δικές τους μαύρες τρύπες. Ο δρόμος που πήραν όλοι αυτοί δεν ήταν ευθύς, αλλά ανηφορικός, δύσβατος, γεμάτος γκρέμια και χαλάσματα. Αυτή την οδό των Ελλήνων θέλει να αναπαραστήσει ο Μπουκάλας μιλώντας για τον Καραϊσκάκη. Γιατί οι άνθρωποι της Επανάστασης δεν γεννήθηκαν το 1821. Είχαν ήδη τις δικές τους διαδρομές, τα χούγια τους, τους τρόπους επιβίωσης στον προεπαναστατικό κόσμο. Όλα αυτά τα κουβάλησαν μαζί τους στα χρόνια της Επανάστασης. Πώς έγινε και αυτός ο άνθρωπος υπήρξε παράλληλα και άγγελος και διάολος, τι ήταν αυτό που τον μετέβαλε, αφήνοντας τον την ίδια στιγμή σε πολλά πράγματα ίδιο; Έχει δίκιο ο Μπουκάλας όταν γράφει ότι «τον πολύτροπο άνδρα, τον κλέφτη, τον έκανε επαναστάτη η ίδια η Επανάσταση». Ας σκεφτούμε τη μετασχηματιστική δύναμη των επαναστατικών χρόνων, την επιρροή που άσκησαν τα εθνικά κηρύγματα στους συγκεκριμένους πληθυσμούς. Η επαγγελία της ανεξαρτησίας και της ελευθερίας μπόρεσε, εν τέλει, να ενώσει όλες αυτές τις μικροκοινωνίες, να υπερβεί τοπικισμούς, να τους βάλει όλους κάτω από έναν κοινό στόχο. Η ίδια η εμπλοκή στον πόλεμο, η αντοχή στις κακουχίες, η ένταση των βιωμάτων, η πυκνότητα των γεγονότων, οι πρωτόγνωροι δεσμοί που συγκροτήθηκαν ανάμεσα στους συμπολεμιστές άλλαξαν πολλά μέσα σε λίγα χρόνια. Η Επανάσταση ήταν ένα γεγονός που η διάρκεια και η πυκνότητά του στιγμάτισε τη ζωή όσων συμμετείχαν.

Τα πιο υψηλά όνειρα δίπλα στα χειρότερα ένστικτα

Στη δική μου ανάγνωση ο Καραϊσκάκης του Μπουκάλα είναι μια μετωνυμία της ίδιας της Επανάστασης. Απέναντι σε έναν λόγο που θέλει να στρογγυλέψει τα πράγματα, ο Μπουκαλάς μας θυμίζει το χρώμα του αίματος, τη μυρωδιά του φόβου, τη γεύση της δειλίας. Ξαναφέρνει στα μάτια μας εικόνες που θα θέλαμε να είχαμε ξεχάσει, εικόνες ενός πολέμου που είχε τις δικές του παραδόσεις, τους δικούς του κανόνες επιβολής που λειτούργησαν και μέσα σε αυτή την περίπτωση, ανεξάρτητα από τα «ευγενή» ιδανικά που τον προκαλούσαν. Μπαίνουν άραγε όλα στο ίδιο καλάθι; Ο αγώνας του Καραϊσκάκη για την ελευθερία με τις πολλαπλές συνεργασίες του με τους οθωμανούς, η αυτοθυσία και η αφοσίωσή του με την πυραμίδα με τα κομμένα κεφάλια των Τούρκων νεκρών μετά τη μάχη της Αράχοβας ή η βαθιά θρησκευτικότητα του με τη σφαγή των Αρβανιτών αιχμαλώτων στο μοναστήρι του Άγιου Σπυρίδωνα; Ο Μπουκάλας ξαναβάζει στην παλιά ζυγαριά την αίσθηση του δίκαιου και του άδικου, τα πιο υψηλά όνειρα δίπλα στα χειρότερα ένστικτα.
Ο ήρωας του Μπουκάλα είναι κουρασμένος, βαρύς. Αλλά και αποκαθαρμένος από τον ίδιο τον θάνατό του που του δίνει τη δυνατότητα να αναγνωρίσει τα κρίματα του, τις ντροπές του. Θα ήταν άραγε έτσι και στην πραγματικότητα; Αλλάζουν τελικά τόσο πολύ οι άνθρωποι που να αναγνωρίζουν τα κρίματά τους, να μιλούν με αυτόν τον τρόπο για τις ντροπές τους; Δεν ξέρω και δεν έχει τελικά σημασία. Γιατί ο Μπουκάλας όσο κι αν είναι βουτηγμένος στην Ιστορία, γράφει κάτι άλλο αρθρωμένο με τους κανόνες της τέχνης του και με το πιο βαρύ υλικό του, τις λέξεις. Βάζει τον ήρωά του να μιλάει ο ίδιος, συνθέτει την αυτοβιογραφική του εικόνα με λέξεις, λέξεις που διαδέχονται η μια την άλλη, ακονισμένες στο γλωσσικό αμόνι του συγγραφέα. Όλα αποτυπώνονται με μια γλώσσα που είναι τόσο φυσική, ακριβώς γιατί είναι απόλυτα κατασκευασμένη. Μοιάζει, όπως μας έλεγε και ένα παλιός δάσκαλος, κάθε λέξη να είναι βαλμένη εκεί που χρειάζεται, μία να αφαιρέσεις θα πέσει όλο το οικοδόμημα. Και μέσα του μπορούμε να βρούμε τον Σολωμό και τον Μακρυγιάννη, τον Θανάση Βαλτινό και τον Άγγελο Ελεφάντη.

Τι εκέρδισε…

Διακόσια χρόνια μετά την Επανάσταση του 1821 κι η ελληνική κοινωνία μοιάζει ακόμη να έχει την ανάγκη να ακουμπήσει σε όλα αυτά τα πρόσωπα που ξαναγύρισαν στις οθόνες μας την χρονιά αυτή. Κι ο Μπουκάλας μας θυμίζει ότι οι ήρωες, είναι χωμάτινοι, γεμάτοι λάσπες και βρωμιές στα ρούχα τους, γεμάτοι αντιφάσεις. Η λαϊκότητα του Καραϊσκάκη, είναι διάφορη από εκείνη του σεφερικού Μακρυγιάννη. Είναι ζυμωμένη με τον καιρό της, βγαλμένη μέσα από την ιστορική συνθήκη και την Επανάσταση. Είναι η ιστορία ενός ανθρώπου που μπήκε σε ένα ρυάκι που φούσκωσε και έγινε ποτάμι και παρέσυρε και εκείνον και όλους τους άλλους μακριά, όπου ο καθένας άντεξε να φτάσει, εκεί που μπόρεσε να πιαστεί.
Ο Μπουκάλας θέλει να μας θυμίσει ότι πέρα από τους ανθρώπους, έχουν οι κοινωνίες την υποχρέωση να αναστοχάζονται και να κατανοούν, γιατί αλλιώς το τραγικό ερώτημα με το οποίο κλείνει το βιβλίο θα παραμένει επίκαιρο. Τι εκέρδισε, αναρωτιόταν ο Νικόλαος Κασομούλης για τον τραγικό θάνατο του Καραϊσκάκη. Αυτό το σπαρακτικό ερώτημα αφορά το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας, τις διαδρομές της μέσα στο χρόνο, το παρόν της. Όλα εκείνα δηλαδή για τα οποία μας μιλάει ο Παντελής ακόμη και σήμερα μέσα από την αρθρογραφία του, με αυτά τα μικρά κείμενα που είναι φάροι μέσα στην καθημερινότητα μας.
* Το κείμενο του Β. Καραμανωλάκη βασίζεται στην ομιλία του στην παρουσίαση του βιβλίου.

Ο Βαγγέλης Καραμανωλάκης είναι αναπληρωτής καθηγητής Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Πηγή: Η Εποχή