Η διαρροή του πορίσματος της ιδιωτικής εταιρείας ορκωτών λογιστών Ernst & Young, αποτέλεσμα του ελέγχου που έγινε στην ανώνυμη εταιρεία ΑΕΠΙ, προκάλεσε σάλο τόσο στον Τύπο, όσο και μεταξύ καλλιτεχνών και χρηστών, και ενεργοποίησε σειρά εξελίξεων. Ο έλεγχος της εταιρείας, που ανατέθηκε από τον ΟΠΙ και τον τότε υπουργό πολιτισμού Νίκο Ξυδάκη το 2015, δεν έγινε ωστόσο χωρίς εμπόδια. Αρχικά η εταιρεία αρνήθηκε να δώσει τα απαραίτητα στοιχεία και το έκανε εντέλει μόνον αφού, κάποιους μήνες αργότερα και επί υπουργίας Αριστείδη Μπαλτά, κλήθηκε να πληρώσει βαρύ πρόστιμο.
Ο έλεγχος της ΑΕΠΙ αποκαλύπτει, με αριθμούς και στοιχεία πλέον, πολλά απ’ αυτά που κυκλοφορούσαν ως καταγγελίες ή φήμες μεταξύ πνευματικών δημιουργών και χρηστών. Αρνητικά κεφάλαια που φτάνουν για την περίοδο του ελέγχου (2011-2014) σχεδόν τα 20 εκατ. ευρώ και που σήμερα ίσως είναι ακόμη περισσότερα, αυτοχρηματοδότηση της εταιρείας με χρήματα που κανονικά θα έπρεπε να διατίθενται για πολιτιστικούς, εκπαιδευτικούς και κοινωνικούς σκοπούς, παρανόμως χορηγηθέντα χαμηλότοκα δάνεια σε μέλη του ΔΣ, υπαλλήλους και συνεργάτες της εταιρείας, 42 εκατ. μη διανεμηθέντα δικαιώματα (κάτι που περιλαμβάνει και χρήματα που δεν ζητήθηκαν από δικαιούχους ή και χρήματα που έχει τιμολογήσει αλλά δεν έχει εισπράξει η εταιρεία), θυγατρικές εταιρείες που υπάρχουν αποκλειστικά χάριν των συναλλαγών τους με την ΑΕΠΙ και που ανήκουν στους ίδιους τους μετόχους της εταιρείας, προκαταβολές σε καλλιτέχνες που δεν συμψηφίζονται με τα εν συνεχεία οφειλόμενα σε αυτούς δικαιώματα, αστρονομικοί μισθοί για τα μέλη του ΔΣ και τους ιδιοκτήτες της εταιρείας.
Δεν προκαλεί έκπληξη που τόσο ο Τύπος όσο και οι ίδιοι οι δημιουργοί ή οι χρήστες και γενικότερα οι πολίτες στέκονται ιδιαιτέρως σ’ αυτό το τελευταίο στοιχείο. Σε μια περίοδο οικονομικής κρίσης την οποία οι πολλοί βιώνουν οδυνηρά και τα ίδια τα δικαιώματα των δημιουργών έχουν υποστεί μεγάλες μειώσεις, οι ιδιοκτήτες της εταιρείας εισπράττουν μισθούς που φτάνουν μέχρι και τις 52.000 ευρώ το μήνα. Τα νούμερα σοκάρουν. Ωστόσο, πολύ σοβαρότερα είναι τα στοιχεία που αφορούν τα αρνητικά κεφάλαια της εταιρείας, τα οποία θέτουν άμεσα σε κίνδυνο τη βιωσιμότητά της, άρα και τη βιωσιμότητα ενός ολόκληρου συστήματος είσπραξης πνευματικών δικαιωμάτων, που σήμερα, και μετά την κατάρρευση σχεδόν της αγοράς cd και δίσκων, αποτελούν για πολλούς δημιουργούς το βασικό τους εισόδημα και τους δίνουν τη δυνατότητα να επενδύουν στη συνέχεια του έργου τους. Όπως επίσης η επιβεβαίωση, διά του πορίσματος, του τρόπου με τον οποίο η εταιρεία κατάφερνε να αποσπά την υποστήριξη πολλών καλλιτεχνών στις προβληματικές πρακτικές της.
Η ΑΕΠΙ αποτελεί μια αμαρτωλή ιστορία ετών. Ταυτισμένη εν πολλοίς (και πολύ κακώς) με την είσπραξη πνευματικών δικαιωμάτων στη χώρα, αποτελεί μια «ελληνική εξαίρεση» αφού δεν θα βρει κανείς μια ιδιωτική ανώνυμη εταιρεία με τόσο δεσπόζουσα θέση στην αγορά πνευματικών δικαιωμάτων σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Με ιστορία μεγαλύτερη των 80 χρόνων, η ΑΕΠΙ έχει χτίσει ένα δίκτυο είσπραξης δικαιωμάτων, που συχνά συναντά μεγάλες αντιδράσεις από τους υπόχρεους σε πληρωμή χρήστες, με πλείστες όσες δίκες εναντίον μικρότερων ή μεγαλύτερων επιχειρήσεων, αλλά ταυτοχρόνως έχει στήσει και ένα σύστημα κατανομής των δικαιωμάτων που μοιάζει τουλάχιστον αρκετά μεροληπτικό. Είτε με τις περίφημες προκαταβολές (μέρος των οποίων φαίνεται να μην αποπληρώνεται ποτέ από τους δημιουργούς που τις εισπράττουν), είτε με άλλους τρόπους (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και ο εκφοβισμός των καλλιτεχνών ότι οποιαδήποτε πίεση προς την εταιρεία θα σημάνει την κατάρρευση του συστήματος είσπραξης), η ΑΕΠΙ κατάφερνε να συντηρεί μια ισχυρή ομάδα υποστηρικτών μεταξύ των συνθετών και των στιχουργών. Ας μην ξεχνάμε την (αποτυχημένη εντέλει) απόπειρα μεταφοράς της εταιρείας στην Κύπρο προκειμένου να αποφύγει όσα θα της επέβαλλε το νέο νομοσχέδιο που αναμένεται σύντομα να κατατεθεί.
Το πόρισμα, όπως είπαμε και παραπάνω, προκάλεσε ήδη εξελίξεις. Το υπουργείο Πολιτισμού το παρέδωσε στην οικονομική εισαγγελία και ο έλεγχος της εταιρείας συνεχίζεται. Η πολιτική βούληση έχει διατυπωθεί ρητά από την πλευρά του υπουργείου: εξονυχιστικός έλεγχος με στόχο την εξυγίανση της εταιρείας και την αποτροπή νέων φαινομένων παρανομίας και κακοδιαχείρισης. Οι κατηγορίες που ερευνούνται από την οικονομική εισαγγελία είναι βαρύτατες και φτάνουν μέχρι τη σύσταση εγκληματικής οργάνωσης. Η εταιρεία από την άλλη δηλώνει την πρόθεσή της να αυξήσει το μετοχικό της κεφάλαιο, να αλλάξει το διοικητικό της συμβούλιο και να συστήσει συντονιστική επιτροπή που θα παρακολουθεί τη λειτουργία της εταιρείας μέχρι να ολοκληρωθεί η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου και η εξυγίανσή της.
Τη δημοσιότητα έχει απασχολήσει τους τελευταίους μήνες πολύ και το υπό κατάθεση νομοσχέδιο για τα πνευματικά δικαιώματα. Ένα νομοσχέδιο που εκκινεί από την ενσωμάτωση της ευρωπαϊκής οδηγίας σε σχέση με τους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης, αλλά προχωρά και ένα βήμα παραπάνω επιχειρώντας να διορθώσει παθογένειες του εγχώριου συστήματος , μεταξύ των οποίων και αυτές που αποκαλύπτει το πόρισμα της Ernst & Young. Αν και θα πρέπει να παραδεχτούμε πως η τελική μορφή του νομοσχεδίου και η κατάθεσή του στη Βουλή έχουν καθυστερήσει υπερβολικά, δεν θα πρέπει να παραγνωρίσουμε ότι τόσο η επεξεργασία του από την πλευρά του Υπουργείου όσο και η κοινοβουλευτική δουλειά που έγινε αυτόν τον έναν περίπου χρόνο αποτελούν υπόδειγμα κοινωνικής διαβούλευσης και εξαντλητικής εμβάθυνσης σε όλα τα ζητήματα που θέτει η διαχείριση των πνευματικών δικαιωμάτων. Αν και ένα νομοσχέδιο δεν διαμορφώνεται φωτογραφικά για μία εταιρεία, η περίπτωση της ΑΕΠΙ απασχόλησε ιδιαίτερα τόσο το υπουργείο όσο και τους βουλευτές, ακριβώς λόγω του ότι τα στοιχεία που αποκαλύπτει σήμερα το πόρισμα ήταν λίγο πολύ γνωστά. Γνώμονας για το νομοθετικό έργο υπήρξε η εξασφάλιση των δικαιωμάτων των δημιουργών, η διαφάνεια και η λογοδοσία των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης, η διαμόρφωση ενός πεδίου το οποίο θα εμπέδωνε την υποχρέωση των χρηστών να ανταποκρίνονται στην καταβολή του πνευματικού δικαιώματος χωρίς ωστόσο να τους εξαντλεί δυσανάλογα οικονομικά. Για τους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης αλλά και για την περίπτωση της ΑΕΠΙ εξετάστηκαν πολλές λύσεις που θα εξασφάλιζαν αφενός τη διαφάνεια στη λειτουργία τους και αφετέρου (στην περίπτωση της ΑΕΠΙ) τη συμμετοχή των καλλιτεχνών στην διαχείριση των πνευματικών τους δικαιωμάτων, άρα και τον έλεγχο της εταιρείας. Προβλέπει λοιπόν ο νόμος τρία πράγματα που αποτελούν φίλτρα ελέγχου: α) ανώτατο όριο στα διαχειριστικά έξοδα των οργανισμών 20% στο οποίο συμπεριλαμβάνονται τα δικαστικά έξοδα (η ΑΕΠΙ παρακρατά σήμερα πάνω από το 30%) β) εποπτικό συμβούλιο εκλεγμένο από τη συνέλευση των δημιουργών για τις ανεξάρτητες οντότητες (όπως είναι σήμερα η ΑΕΠΙ), με εισηγητικές και αποφασιστικές αρμοδιότητες και δικαίωμα πρόσβασης σε κάθε πληροφορία για την οικονομική διαχείριση της εταιρείας γ) σύνδικο/επίτροπο εξυγίανσης για τις περιπτώσεις που ένας οργανισμός αδυνατεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του με στόχο την εξυγίανσή του και την εξασφάλιση της βιωσιμότητάς του. Με τα παραπάνω, ο νόμος εξασφαλίζει ότι στο μέλλον θα αποφευχθούν φαινόμενα κακοδιαχείρισης και κερδοσκοπίας σε βάρος των πνευματικών δημιουργών. Θεωρούμε δε ότι τα παραπάνω αποτελούν επαρκή νομοθετικά εργαλεία και ότι η περαιτέρω αντιμετώπιση καταχρηστικών πρακτικών και παρανομιών εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της δικαιοσύνης.
Ωστόσο, αν η καθυστέρηση στην κατάθεση του νομοσχεδίου είχε ήδη προκαλέσει προβλήματα στη διαδικασία είσπραξης των πνευματικών δικαιωμάτων, η δημοσιοποίηση του πορίσματος της Ernst & Young και οι εύλογες αντιδράσεις σ’ αυτό βραχυκυκλώνουν ακόμη περισσότερο το συγκεκριμένο πεδίο. Κι αυτό, για δύο λόγους: αφενός, διότι επικρατεί μια σύγχυση μεταξύ των χρηστών αλλά και στην κοινωνία γενικότερα, η οποία ταυτίζει συλλήβδην την είσπραξη πνευματικών δικαιωμάτων με την ΑΕΠΙ, αφετέρου διότι στη χώρα μας δεν είναι εμπεδωμένη μια κουλτούρα σεβασμού στα δικαιώματα των πνευματικών δημιουργών, άρα και η αντίστοιχη προθυμία στην καταβολή τους. Επομένως, είναι πολύ σημαντικό να διαχωριστεί η ΑΕΠΙ και ο έλεγχος που διενεργείται σ’ αυτήν από την υποχρέωση των χρηστών να καταβάλουν τη νόμιμη αμοιβή για τη δημόσια χρήση είτε μουσικής, είτε άλλων πνευματικών δημιουργημάτων. Από την πλευρά της πολιτείας είναι επίσης απαραίτητο να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες (κατάθεση νομοσχεδίου, ταχεία ολοκλήρωση του ελέγχου στην ΑΕΠΙ) ώστε να μην τρωθεί, αλλά αντιθέτως να αποκατασταθεί η πίστη μεταξύ οργανισμών συλλογικής διαχείρισης και χρηστών και να συνεχιστεί απρόσκοπτα η νόμιμη είσπραξη των πνευματικών δικαιωμάτων των καλλιτεχνών.