Macro

Μενέλαος Χαραλαμπίδης: Ποιοι «χωράνε» στο Μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη;

Στην κινητοποίηση που έγινε με αφορμή τη συμπλήρωση ενός έτους από το έγκλημα στα Τέμπη, διαδηλωτές έγραψαν τα ονόματα των θυμάτων στον χώρο μπροστά από το Μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη. Την επόμενη ημέρα συνεργείο του δήμου έσβησε τα ονόματα, με εντολή όχι της αρμόδιας αντιδημάρχου αλλά ενός αξιωματικού του φρουραρχείου της Βουλής. Λογικά, ο αξιωματικός δεν αποφάσισε από μόνος του το σβήσιμο των ονομάτων. Κάποιος του έδωσε τη σχετική εντολή.
 
Αντιδρώντας στην αναγραφή των ονομάτων, ο υπουργός Επικρατείας Μάκης Βορίδης ανέφερε σε συνέντευξη ότι «το Μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη είναι το σπουδαιότερο σημείο μνήμης, ένας τόπος ιερός και αφορά τους πεσόντες κατά τη διάρκεια των αγώνων του έθνους». Σε αυτό το μνημείο αναφέρονται μόνο οι Ελληνες που «έχασαν τη ζωή τους υπερασπιζόμενοι την πατρίδα. Δεν έχει καμία θέση η οποιαδήποτε αναγραφή οποιουδήποτε άλλου πράγματος εκεί». Πέρα από το γεγονός ότι η χρήση της λέξης «πράγμα» για την αναφορά στα θύματα των Τεμπών είναι τουλάχιστον άστοχη, η αναγραφή των ονομάτων, το σβήσιμό τους, οι δηλώσεις του υπουργού και το εκ νέου γράψιμό τους λίγες ημέρες μετά από φοιτητές, αποτελούν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα σύγκρουσης μεταξύ μνήμης και λήθης στον δημόσιο χώρο. Παράλληλα μας επιτρέπει να σκεφτούμε για λίγο πάνω στο θέμα των μνημείων. Πώς φτιάχνονται; Ποιος αποφασίζει για το τι θα γράφουν και τι θα συμβολίζουν;
 
Θα σταθώ σε δύο επισημάνσεις για τον χαρακτήρα του μνημείου. Στο Μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη δεν «τιμάμε τη μνήμη όλων των Ελλήνων που έχασαν τη ζωή τους υπερασπιζόμενοι την πατρίδα», όπως ανέφερε ο υπουργός. Για παράδειγμα, στο μνημείο δεν γίνεται αναφορά στους νεκρούς του ελληνικού αντιστασιακού κινήματος (ΕΛΑΣ, ΕΔΕΣ, ΕΚΚΑ κ.ά.) στις μάχες που έδωσαν οι ανταρτικοί στρατοί ενάντια στους κατακτητές. Τα μνημεία δεν είναι ουδέτερα. Κάποιοι αποφασίζουν τη δημιουργία τους, επιλέγουν τον τόπο εγκατάστασής τους, τη μορφή τους, τους συμβολισμούς τους, ποια ονόματα και γεγονότα θα αναγράφονται σε αυτά και ποια όχι. Κάποιοι αποφασίζουν για το ποιοι μπορούν να συμπεριληφθούν μεταξύ αυτών που αγωνίστηκαν για το έθνος και ποιοι όχι.
 
Αυτός ο τύπος μνημείου δημιουργήθηκε αμέσως μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης για να τιμήσει την προσφορά στο έθνος των στρατιωτών που σκοτώθηκαν στα μέτωπα του πολέμου και παράλληλα για να δείξει την οδύνη της απώλειας. Στην ελληνική εκδοχή του, το μνημείο έφερε μια σημαντική διαφοροποίηση. Ο ελληνικός Αγνωστος Στρατιώτης ήταν περισσότερο προσανατολισμένος «στην εξιδανικευμένη και άυλη έννοια του έθνους, παρά στους στρατιώτες που έχασαν τη ζωή τους πολεμώντας για το έθνος»(1). Στις τελετές που γίνονται στο μνημείο τιμάται το έθνος και όχι αυτοί που σκοτώθηκαν για να το υπερασπιστούν. «Αρμόδιο» για να τιμήσει το έθνος είναι το κράτος, το οποίο ορίζει το τελετουργικό και το επίσημο αφήγημα που το συνοδεύει. Με άλλα λόγια, το Μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη αποτελεί ζωτικό χώρο της κρατικής εξουσίας, περιορίζοντας τους Ελληνες πολίτες στον ρόλο του θεατή. Σε αυτό το πλαίσιο γίνεται κατανοητή η αντίδραση του υπουργού· δεν μπορεί ο καθένας να «γραφτεί» στο Μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη. Το «σπουδαιότερο σημείο μνήμης» το έχει κρατήσει το κράτος για τον εαυτό του και όχι για την ελληνική κοινωνία.
 
Εκτός όμως από τα παραπάνω, στην περίπτωση των Τεμπών μπαίνει ένα άλλο και κρίσιμο ερώτημα. Αυτό το ερώτημα αποτυπώνει και τη σύγκρουση μεταξύ ενός σημαντικού τμήματος της ελληνικής κοινωνίας που επιθυμεί να αναδειχθούν οι ευθύνες του ελληνικού κράτους και να αποδοθεί δικαιοσύνη, αντιλαμβανόμενο όσα έγιναν στα Τέμπη ως έγκλημα, και της κυβέρνησης, που επιδιώκει τη συγκάλυψη και ονομάζει το γεγονός «δυστύχημα». Μπορεί λοιπόν το ελληνικό κράτος να δει γραμμένα στο Μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη τα ονόματα των θυμάτων του; Μπορεί το ελληνικό κράτος να μνημονεύει τους νεκρούς που το ίδιο έχει προκαλέσει;
 
(1) Ελένη Κούκη, «Ο ήρωας, το πλήθος και η εξουσία. Το μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη της Αθήνας», στο συλλογικό έργο «Η Ελλάδα στον Μεσοπόλεμο. Μετασχηματισμοί και διακυβεύματα», εκδ. Αλεξάνδρεια 2017, σ. 79. Επιμελητές της έκδοσης: Εφη Αβδελά, Ραϋμόνδος Αλβανός, Δημήτρης Κουσουρής και Μενέλαος Χαραλαμπίδης.
 
Ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης είναι Δρ Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών