Macro

Μαρία Καραμεσίνη: Προγραμματικές δηλώσεις: η νέα «κανονικότητα» και οι νέες προκλήσεις στην αγορά εργασίας

Με αφετηρία τις προγραμματικές της δηλώσεις στη Βουλή, η νέα κυβέρνηση και ο κ. Μητσοτάκης προχωρούν γρήγορα στην υλοποίηση του προεκλογικού προγράμματος της Ν.Δ. και του πολιτικού σχεδίου για την ανάπτυξη της χώρας, που δρομολογήθηκε την προηγούμενη τετραετία.
 
Ως γνωστόν, το σχέδιο αυτό ακολουθεί πιστά τις βασικές επιλογές και κατευθύνσεις της τρόικας και των δύο πρώτων μνημονίων, των οποίων ένας από τους κεντρικούς στόχους ήταν η οριστική αποδυνάμωση και περιθωριοποίηση των συνδικάτων, των συλλογικών διεκδικήσεων και των συλλογικών διαπραγματεύσεων και η πλήρης εξατομίκευση των εργασιακών σχέσεων. Αυτές οι ριζικές αλλαγές στο σύστημα διαμόρφωσης των αμοιβών θα εξασφάλιζαν τον μακροπρόθεσμο έλεγχο της εξέλιξης των μισθών και του εργατικού κόστους ως βασικής προϋπόθεσης αποκατάστασης της κερδοφορίας του κεφαλαίου και προσέλκυσης επενδύσεων, ανάκτησης και διατήρησης της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Η αντίσταση στο ανωτέρω σχέδιο και η προσπάθεια ανατροπής του από τις κυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑ ανακόπηκε με τις εκλογές του Ιουλίου 2019. Παίρνοντας την εξουσία, η κυβέρνηση της Ν.Δ. πέτυχε την προηγούμενη τετραετία να ολοκληρώσει θεσμικά το παραπάνω σχέδιο ως προτεραιότητα της νεοφιλελεύθερης μεταρρυθμιστικής ατζέντας της, πρώτα με τον αναπτυξιακό νόμο Γεωργιάδη, που υπονόμευσε τις κλαδικές συλλογικές διαπραγματεύσεις, και έπειτα με τον εργασιακό νόμο Χατζηδάκη, που θεσμοθέτησε το ελαστικό ωράριο και τις απλήρωτες υπερωρίες με ατομική σύμβαση και περιόρισε το δικαίωμα της απεργίας.
 
Στο ανωτέρω μεταμνημονιακό θεσμικό πλαίσιο καθορισμού των μισθών, που διαμόρφωσε η κυβέρνηση Μητσοτάκη, και στην πολιτική επιλογή της να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις του πληθωρισμού στην αγοραστική δύναμη των μισθωτών με επιδόματα, οφείλεται το ότι στην Ελλάδα σημειώθηκε η δεύτερη μεγαλύτερη μείωση πραγματικών μισθών στην Ε.Ε. μετά την Τσεχία κατά τη διάρκεια της κρίσης του κόστους ζωής που ξεκίνησε στο τέλος της πανδημίας (-6,7% το 2022), όπως και η μεγαλύτερη μείωση του μεριδίου των μισθών στο ΑΕΠ και αναδιανομή του εισοδήματος υπέρ του κεφαλαίου, λόγω της παράλληλης μεγάλης αύξησης των επιχειρηματικών κερδών μεταξύ 2020 και 2022.
 
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι συνολικές απώλειες της αγοραστικής δύναμης των μισθών μεταξύ 2019 και 2022 ανέρχονται στο 5%. Ο κ. Μητσοτάκης θριαμβολόγησε στην ομιλία του στη Βουλή για την αύξηση των ονομαστικών μισθών στον ιδιωτικό τομέα επί της κυβέρνησής του κατά 14% (από τα 1.050 στα 1.200 ευρώ). Ομως αυτή εξανεμίστηκε πλήρως από τη σωρευτική αύξηση του πληθωρισμού κατά 13,5% το ίδιο διάστημα, ενώ οι 600 χιλιάδες μόνιμοι υπάλληλοι του δημόσιου τομέα υπέστησαν με καθηλωμένους μισθούς τεράστια μείωση αγοραστικής δύναμης, στο ύψος του σωρευτικού πληθωρισμού (13,5%). Γι’ αυτό και οι μηνιαίες αυξήσεις μισθών κατά 70-120 ευρώ και επιδομάτων ευθύνης για τους δημόσιους υπαλλήλους, που ανακοινώθηκαν από την κυβέρνηση και θα ισχύσουν από 1/1/2024, με την αναμόρφωση του ενιαίου μισθολογίου, αναμφίβολα αποτελούν θετική εξέλιξη. Φαίνεται όμως ότι είτε υπολείπονται είτε –στην καλύτερη περίπτωση– απλώς θα αντισταθμίσουν τη μείωση πραγματικών μισθών των τελευταίων ετών.
 
Οσον αφορά την αύξηση των ονομαστικών μισθών κατά 25% στον ιδιωτικό τομέα μέχρι το 2027, από τα 1.200 στα 1.500 ευρώ, βασική υπόσχεση του κυβερνητικού προγράμματος της Ν.Δ. στις εκλογές, ο πρωθυπουργός στη Βουλή την ανέθεσε στους ίδιους τους μισθωτούς ως δική τους ατομική ευθύνη. Προεξόφλησε την υποχώρηση της ανεργίας τα επόμενα χρόνια, που αυξάνει την ατομική διαπραγματευτική δύναμη των εργαζομένων έναντι των εργοδοτών, καθιστώντας εφικτή τη διεκδίκηση υψηλότερων μισθών.
 
Τέλος, ο κ. Μητσοτάκης αισθάνθηκε την ανάγκη να αναφέρει ότι οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας είναι σήμερα 794 και καλύπτουν 1 εκατομμύριο εργαζόμενους. Τα νούμερα δημιουργούν εύλογες αμφιβολίες ως προς την αξιοπιστία τους, δεδομένου ότι, από το 2020 μέχρι σήμερα, υπογράφονται ετησίως 11-12 εθνικές, κλαδικές ή ομοιοεπαγγελματικές συμβάσεις, εκ των οποίων μόνο 2 έως 7 κηρύσσονται υποχρεωτικές για όλους τους εργαζόμενους στο επάγγελμα ή τον κλάδο, 6-9 τοπικές, κλαδικές ή ομοιοεπαγγελματικές και περίπου 200 επιχειρησιακές, που κάλυπταν το 2022 περίπου 168 χιλιάδες μισθωτούς.
 
Η αναφορά αυτή προδίδει και τον βασικό φόβο της νέας κυβέρνησης για ενδεχόμενες πιέσεις από την Ε.Ε. για ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων (βλ. Οδηγία για τους επαρκείς κατώτατους μισθούς), συνδυαστικά με τις αυξανόμενες ελλείψεις εργατικού δυναμικού λόγω μείωσης της ανεργίας τα επόμενα χρόνια. Οι νέες αυτές προκλήσεις μπορεί να ανατρέψουν τη νέα «κανονικότητα» στις εργασιακές σχέσεις που με δυσκολία οικοδόμησε, οδηγώντας σε άνοδο του συνδικαλισμού, αύξηση της συλλογικής και ατομικής διαπραγματευτικής δύναμης των μισθωτών. Αν αποφευχθεί μια έντονη οικονομική επιβράδυνση λόγω της περιοριστικής οικονομικής πολιτικής που έχει αποφασίσει η Ε.Ε., τότε ο νέος αναπτυξιακός κύκλος θα ανοίξει νέες δυνατότητες για την εργατική τάξη της χώρας.
 
Η Μαρία Καραμεσίνη είναι Καθ. Οικονομικών της Εργασίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο