Macro

Κώστας Βεργόπουλος: Η Αριστερά υπηρετεί τον λαό, δεν τρέφεται με τις αγωνίες του

Με δραχμή, ό,τι θα κέρδιζε η χώρα σε ανταγωνιστικότητα τιμών της εγχώριας παραγωγής θα το έχανε πάραυτα…λόγω της συναλλαγματικής διόγκωσης των εισαγόμενων πρώτων υλών, μηχανημάτων και ενέργειας.

Ο Κώστας Βεργόπουλος υπήρξε σημαίνουσα προσωπικότητα τόσο για την ελληνική πανεπιστημιακή κοινότητα όσο και για την ελληνική αριστερά. Οι εμβριθείς αναλύσεις του για τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό, αλλά και για την παγκόσμια οικονομική κρίση της εποχής μας, συνιστούν ακόμα σημαντικές αναφορές για την εγχώρια και διεθνή ακαδημαϊκή κοινότητα. Η στράτευσή του στο πλευρό των καταπιεσμένων και των εκμεταλλευόμενων ήδη από τη δεκαετία του ’60, πότε από τις γραμμές του κινήματος και πότε από τις στήλες των εφημερίδων, τον κατατάσσουν αμετάκλητα στην κατηγορία των «αμετανόητων», όπως έλεγε ο ίδιος, αριστερών, που «έζησαν την τρέλα τους», που δεν ήταν άλλη από τον αγώνα για την κοινωνική απελευθέρωση. Τα αποσπάσματα, που ακολουθούν είναι από το βιβλίο του «Το μαύρο και το κόκκινο: η χαμένη γενιά, Ελλάδα – Ευρώπη» (εκδόσεις Λιβάνη, 2014), σταχυολογημένα από τη συντακτική ομάδα των Ενθεμάτων.

 

Οι ευθύνες της Γερμανίας

Ενώ η Αμερική επιλέγει «αντι-κυκλική» πολιτική, προκειμένου να αντιμετωπίσει την ύφεση, η Γερμανία προσφεύγει σε «φιλοκυκλικές» παρεμβάσεις, σε αρμονία με τις αγορές και όχι σε αντιστάθμιση της αυθαιρεσίας και των υπερβολών τους. Ακόμη και το πρωτοφανές πλεόνασμα που αποσπά αυτή η χώρα από τις διεθνείς ανταλλαγές συνεπάγεται αύξουσα υφεσιακή πίεση στους εταίρους και στην παγκόσμια οικονομία. Οι Γερμανία και Κίνα, νέοι ανερχόμενοι πόλοι στη διεθνή οικονομία, συγκεντρώνουν μαζί εξωτερικά πλεονάσματα ανώτερα των 500 δισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως, που αποσπούν εις βάρος της διεθνούς ρευστότητας. Τα υπέρογκα ποσά, ενώ αφαιρούνται από την παγκόσμια ρευστότητα, δεν επιστρέφουν σε αυτήν, όπως θα όφειλαν, αφού οι πλεονασματικές χώρες κατακρατούν και αποθησαυρίζουν το μέγιστο μέρος τους (σ.63).

Κεφαλαιώδης διαφορά οικονομικής παιδείας διακρίνει την σημερινή υπό γερμανική καθοδήγηση Ευρώπη από τον αγγλοσαξονικό κόσμο. Όταν τα δάνεια αποβαίνουν επισφαλή, στη γηραιά ήπειρο εξοντώνεται ο οφειλέτης, ενώ στο νέο κόσμο η κεντρική τράπεζα αναλαμβάνει το κόστος ως τελικός πιστωτής και το κράτος στηρίζει τον οφειλέτη (σ.65).

 

Ευρώ ή δραχμή;

Γύρω από το δίλημμα «ευρώ ή δραχμή» διατηρείται ακόμη σύγχυση, ίσως και υποκρισία. Το ζήτημα δεν ήταν ποτέ ούτε είναι η απλή επιλογή νομίσματος: του ευρωπαϊκού ή του εθνικού. Έτσι κι αλλιώς, για τους εργαζόμενους και μισθωτούς ούτε το ένα νόμισμα ούτε το άλλο ήσαν ποτέ «δικά» τους. Το πρόβλημα είναι με ποιο εκ των δύο η ελληνική οικονομία θα μπορούσε να βελτιώσει τις αποδόσεις της. Και πιο συγκεκριμένα: με νομισματική σταθερότητα ή με νομισματικές υποτιμήσεις; Όσοι σήμερα εξακολουθούν να διεκδικούν τη δραχμή παρασιωπούν, είτε εν γνώσει είτε εν αγνοία τους, ότι δεν θα πρόκειται για απλή αλλαγή νομίσματος, αλλά για επιλογή της νομισματικής διολίσθησης ως βασικού εργαλείου προσαρμογής. Το πραγματικό δίλημμα που θα όφειλε να ομολογείται δημοσίως είναι: προσαρμογή της οικονομίας σε συνθήκες νομισματικής σταθερότητας ή μέσω διαδοχικών υποτιμήσεων; Και είναι αφελής ο ισχυρισμός ότι η «εξωτερική» υποτίμηση πλήττει λιγότερο το εργατικό εισόδημα από ό,τι η «εσωτερική»: σε αμφότερες τις περιπτώσεις το κόστος προσαρμογής επιρρίπτεται κατά κύριο, εάν όχι αποκλειστικό, λόγο στο «κόστος» εργασίας.

Σύμφωνα με εκτιμήσεις των ειδικών, εάν η Ελλάδα επανερχόταν στη δραχμή θα χρειαζόταν για την προσαρμογή της υποτίμηση του εθνικού νομίσματος κατά περίπου 80%. Αυτό θα συνεπαγόταν αυτομάτως υποτίμηση της αγοραστικής δύναμης των εισοδημάτων κατά επίσης 80%. Ωστόσο, σε μια εθνική οικονομία με αδύναμη παραγωγική βάση, όπως σήμερα η ελληνική, στην οποία εισάγονται από το εξωτερικό όχι μόνον καταναλωτικά αγαθά, αλλά και κεφαλαιακά, όπως και ενεργειακά, αυτό θα συνεπαγόταν επίσης υπερδιόγκωση της συναλλαγματικής αξίας των εισαγωγών, εάν όχι για την κατανάλωση, οπωσδήποτε για τις ανάγκες επέκτασης των εθνικών επιχειρήσεων. Ό,τι θα εκέρδιζε η χώρα σε ανταγωνιστικότητα τιμών της εγχώριας παραγωγής θα το έχανε πάραυτα λόγω της συναλλαγματικής διόγκωσης των εισαγόμενων πρώτων υλών, μηχανημάτων και ενέργειας. Ο πληθωρισμός θα απέβαινε αναπότρεπτος όχι μόνο εις βάρος των εξαγωγών, αλλά και στην εσωτερική αγορά, και μάλιστα σε σαρωτικά ύψη, ενώ από την άλλη πλευρά τα εισοδήματα θα είχαν ήδη δραματικά περικοπεί (σσ.297-298).

Ο ρόλος της Αριστεράς

Εάν η Αριστερά αποποιείται τη διαχείριση της κρίσης στο όνομα ιδεολογικών οραμάτων, στην ουσία αποσύρεται σε θέση εξέδρας έναντι των κοινωνικών διεργασιών. Εάν όμως μετέχει αυτών με θετικές προτάσεις προς συγκράτηση της κρίσης και διευκόλυνση των αναγκαίων αλλαγών, με προστασία των κοινωνικά αδύναμων και του κόσμου της εργασίας, τότε μπορεί να ενδιαφέρει την κοινωνία και να κερδίζει την εμπιστοσύνη της (σ.275).

Κώστας Βεργόπουλος

Πηγή: Η Αυγή