Συνεντεύξεις

Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης: Κοινό πεδίο ταύτισης στόχων, ώστε να βρεθεί λύση στη FYROM

Με την έναρξη των συνομιλιών στις Βρυξέλλες για τη μόνιμη ονομασία της γειτονικής FYROM το ζήτημα άρχισε να απασχολεί και τα ελληνικά κόμματα. Πρόκειται για λεπτό ζήτημα, που ίσως απαιτεί και επανατοποθετήσεις ή έντονο διάλογο στο εσωτερικό των κομμάτων πράγμα που μπορεί να επηρεάσει και την πορεία της διαπραγμάτευσης. Έγινε, για παράδειγμα, ήδη σαφής η θέση των ΑΝΕΛ με δηλώσεις του κ. Π. Καμμένου. Εξέφρασε τη διαφωνία του με τη χρήση του όρου Μακεδονία στην ονομασία της FYROM και πρόσθεσε ότι θα χρειασθεί να συνέλθει το συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών για να αλλάξει την προηγούμενη απόφασή του υπό την προεδρία του Κ/νου Καραμανλή το 1992. Τόνισε δε ότι ο ίδιος προσωπικά «ουδέποτε θα συναινέσει στην επικίνδυνη χρήση του ελληνικού όρου ‘Μακεδονία’ για την ονομασία των Σκοπίων». ΄Εμμεση απάντηση υπήρξε με τοποθέτηση του υπουργού Εξωτερικών σε συνέντευξή του στην ΕΡΤ. Ο Νίκος Κοτζιάς, έχοντας υπόψη του την άποψη των ΑΝΕΛ, επεσήμανε ότι αυτό που απαιτείται για την κύρωση της συμφωνίας είναι πλειοψηφία βουλευτών και όχι κομμάτων. Πρόκειται για καίριας σημασίας τοποθέτηση που, προφανώς, αφορά και τα άλλα κόμματα που θα κληθούν να πάρουν θέση. «Αυτό που χρειάζεται είναι μια πλειοψηφία βουλευτών, όχι μια πλειοψηφία κομμάτων. Και μια πλειοψηφία ευθύνης. Όποιος θέλει να πάρει ευθύνη είναι μια πλειοψηφία» σημείωσε. Παρουσιάζοντας τη θέση της κυβέρνησης ως προς τη λύση τόνισε ότι η ΠΓΔΜ θα πρέπει να αποκτήσει «μια κουλτούρα συμβιβασμού και συναίνεσης, που σημαίνει ότι ούτε εμείς ούτε εκείνοι μπορούν να τα πάρουν όλα». Και πρόσθεσε, παρουσιάζοντας την ελληνική προσέγγιση, πως «πρέπει να βρούμε ένα συμβιβασμό που να είναι ωφέλιμος και για τα δύο κράτη και ο οποίος να αντέχει στον χρόνο».

Τη συνέντευξη πήρε ο Παύλος Κλαυδιανός

Μπορούμε να πούμε ότι η συνάντηση των Βρυξελλών μεταξύ των αντιπροσώπων Ελλάδας και FYROM, υπό τον κ. Νίμιτς, ήταν το πρώτο βήμα της διαδικασίας εξεύρεσης λύσης;
Σίγουρα ήταν ένα θετικό βήμα πολλά υποσχόμενο αλλά, οι απαισιόδοξοι θα πουν, ότι δεν ήταν παρά ένα από τα πάρα πολλά μέχρι σήμερα. Υπάρχει πλούσια  εμπειρία ετών με εξάρσεις αισιοδοξίας που πάντα διαψεύστηκαν. Από την άλλη μεριά, φαίνεται ότι υπάρχει βάσιμη ελπίδα λόγω μιας θετικής συγκυρίας, κυρίως διότι στην Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας έχουμε αλλαγή κυβέρνησης η οποία εγκατέλειψε τη σκληρή εθνικιστική γραμμή. Στην ελληνική πλευρά έχει κατοχυρωθεί ότι η σύνθετη ονομασία δεν είναι εμπόδιο αλλά στόχος. Άρα, έχουμε κοινό πεδίο ταύτισης στόχων, ώστε να βρεθεί λύση και να σταματήσει η αιμορραγία πολιτικού κεφαλαίου και στις δύο πλευρές. Εξάλλου είναι εμφανής η προσπάθεια για λύση από την πλευρά του ΟΗΕ και από τις ΗΠΑ. Ελπίζω θα πέσει το τείχος μη επικοινωνίας στη γειτονιάς μας. Είναι ευκαιρία ώστε ο εμπορικός άξονας Θεσσαλονίκης – Σκοπίων να αναστηθεί ύστερα από πολλά χρόνια αδράνειας.

Καλή συγκυρία

Η ανάλυσή σου, τελικά, σε δείχνει λιγότερο απαισιόδοξο από όσο είπες στην αρχή. Υπάρχει κάτι νέο;
Ασφαλώς, υπάρχει μια περίοδος ζύμωσης και μια καλή συγκυρία άρα και η αισιοδοξία ότι μπορεί να λυθεί το ζήτημα. Θα πρέπει, όμως, να μην ξεχάσουμε ότι υπάρχουν και αντίρροπες δυνάμεις στις δυο πλευρές που τείνουν να συντηρήσουν την κατάσταση ως έχει σήμερα. Τροφοδοτώντας λογικές εθνικισμού και αδιαλλαξίας προς το εξωτερικό απολαμβάνοντας κομματικά και πολιτικά οφέλη στο εσωτερικό.

Σίγουρα. Στη FYROM, πχ, υπήρχε έως πρόσφατα μια εθνικιστική δύναμη στην κυβέρνηση. Δεν εξαφανίστηκε.
Ακριβώς. Η δυναμική του εθνικισμού, που είχε διαμορφωθεί από την κυβέρνηση Γκρούεφσκι διευκόλυνε ένα αίσθημα ότι το συνεκτικό εθνικό ανήκειν συμβολοποιείται γύρω από το συγκεκριμένο όνομα. Αυτό, τώρα, πόσο ισχυρό είναι, πόσο επιφανειακό πως θα αντιδράσει στο ενδεχόμενο σύνθετης ονομασίας θα το δούμε. Η ύπαρξη, επίσης, της αλβανικής μειονότητας μειώνει αυτή τη δυναμική. Αλλά και άλλες ομάδες συμφερόντων που για λόγους οικονομικούς επιδιώκουν  ομαλές σχέσεις με την Ελλάδα. Τώρα, λοιπόν, θα δούμε πώς εγγράφονται όλα αυτά στην κοινή γνώμη. Δεν γνωρίζουμε πώς θα αντιδράσει ο πολιτικός και οικονομικός κόσμος στο ενδεχόμενο μετακίνησης στο ζήτημα του ονόματος. Πιθανολογώ ότι θα υπάρξει αντίδραση, αλλά κανείς δεν γνωρίζει πόσο ισχυρή θα είναι αυτή και τι θα σημαίνει για την όλη διαπραγμάτευση και την τελική έκβασή της. Το ίδιο ισχύει και για την πλευρά μας.

Πολλοί έχουν επενδύσει στη διαιώνιση της εκκρεμότητας

Από την ελληνική πλευρά, πόσο ώριμη είναι μια λύση στην ονομασία, στην πραγματικότητα;
Η πλευρά μας επίσης έχει ζυμωθεί με τα συλλαλητήρια της δεκαετίας του 1990 κατά της ύπαρξης του όρου Μακεδονία έστω σε σύνθετη ονομασία. Όποιος αναζητούσε κάτι σχετικό, είχε να αντιμετωπίσει έντονη αντιπαράθεση από πολλούς. Θα δούμε τώρα πώς θα αντιδράσουν όλοι αυτοί. Εξάλλου, η θέση της ΝΔ δεν έχει, ακόμη, εκφραστεί ρητά ως πολιτική πρόταση.

Όπως προκύπτει από έγκυρα ρεπορτάζ η ΝΔ δοκιμάζει θέση, ανάλογη μ’ αυτή στην ταυτότητα φύλου: να συμφωνήσουν πρώτα οι κυβερνητικοί εταίροι, ΑΝΕΛ – ΣΥΡΙΖΑ. Στόχος προφανώς, αν επικρατήσει, πολιτικός και παράκαμψη διαφωνιών.
Θα το δούμε άμεσα αν θα αντιδράσει η φιλελεύθερη πλευρά της ΝΔ απέναντι στη σκληρή δεξιά της, δηλαδή στο μπλοκ βουλευτών και δημοσιογράφων που δεν θα δεχόταν ούτε τη σύνθετη ονομασία. Με την ευκαιρία αυτή θα παρατηρήσουμε ένα εσωκομματικό πολιτικό τεστ, το κατά πόσο, δηλαδή, η επίσημη άποψη για ένα θέμα με ειδικό βάρος για τις πολιτικές της ΝΔ θα δημιουργήσει ή όχι, και ποιες, συμμαχίες.
Σε θέματα μείζονος σημασίας θα μπορούσε κανείς να περιμένει ότι αν οι ΑΝΕΛ, πχ, δεν μπορούν να ψηφίσουν υπέρ μιας σύνθετης ονομασίας, το κενό να καλυφθεί από το υπόλοιπο πολιτικό σύστημα.
Θα έλεγα κάτι γενικότερο εδώ. Και στην Ελλάδα, επίσης, έχουμε εθιστεί ότι αυτό το πρόβλημα είναι σε εκκρεμότητα και θα προκαλέσει ένα σοκ, ακόμη και αν είναι θετικό, όταν φανεί ότι αυτό είναι έτοιμο να επιλυθεί. Και πολλοί έχουν, βέβαια, επενδύσει πάνω στη διαιώνιση της εκκρεμότητας. Διότι ο εθνικιστικός λόγος είναι πολύ πιο εύκολο να διευρυνθεί παρά να συρρικνωθεί ή να συμβάλει σε οποιαδήποτε επίλυση.

Κινητικότητα στις βαλκανικές χώρες

Οι άλλες βαλκανικές χώρες θα βοηθούσαν την εξεύρεση λύσης; Η Βουλγαρία, π.χ.
Νομίζω ότι θα βοηθήσουν, αν και υπάρχουν χώρες που μάλλον είναι αδιάφορες. Η Βουλγαρία έχει εκκρεμή ζητήματα γύρω από την υπαγωγή του μακεδονισμού στον βουλγαρισμό. Η απόδοση της βουλγαρικής ιθαγένειας σε πολλές χιλιάδες πολιτών της γείτονος είναι ενδεικτική για την ειδική θέση της Βουλγαρίας στο θέμα. Δεν θα είναι αδιάφορη η Βουλγαρία, δεν γνωρίζω τη διπλωματική στάση της, εικάζω ότι θα είναι θετική, και μάλλον προς το μέρος των ελληνικών προτάσεων.

Όπως είδαμε και με τα ταξίδια του πρωθυπουργού επιδιώκεται ένας ενεργότερος ρόλος των βαλκανικών χωρών στο γίγνεσθαι της περιοχής και σε σχέση με την ΕΕ.
Υπάρχει μια κινητικότητα. Ασφαλώς θα πρέπει να εξομαλυνθούν οι σχέσεις με τις βαλκανικές χώρες. Συχνά καλές ιδέες σταματάνε και μικροπροβλήματα γιγαντώνονται. Υπάρχει το παράδειγμα της τριμερούς συμφωνίας για το πάρκο των Πρεσπών που υπογράφηκε επί κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου πριν από δέκα χρόνια και ποτέ δεν υλοποιήθηκε. Μια σημαντική πρωτοβουλία, καθώς ενώνει τις τρεις όμορες χώρες γύρω από τις Πρέσπες σε μια ενιαία ζώνη επικοινωνίας και οικολογικής συνεργασίας, σε έναν χώρο που θεωρείται απροσπέλαστος. Το σχέδιο έχει κολλήσει, κυρίως, από τη δυσανεξία της δικής μας πλευράς για το όνομα και τις αντιστάσεις απέναντι στο «άνοιγμα».

Η είσοδος στο ΝΑΤΟ

Αν τεθεί το ζήτημα της ονομασίας σε σχέση με την είσοδο στο ΝΑΤΟ ή τη σύνδεση με την ΕΕ; Δηλαδή, πρώτα η λύση στην ονομασία και μετά η ένταξη ή ταυτόχρονα οι δυο διαδικασίες.
Το ΝΑΤΟ θέλει να διευρυνθεί για δικούς του λόγους. Υπάρχει ένα κακό προηγούμενο, που όλο το ξεχνάμε, με το βέτο που είχε θέσει στο Βουκουρέστι ο Κ. Καραμανλής. Το υποβαθμίζουμε, αλλά ως συνέπεια η Ελλάδα έχει καταδικασθεί από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης διαπιστώνοντας, σωστά κατά τη γνώμη μου, την παραβίαση της Ενδιάμεσης Συμφωνίας του 1995. Η Ελλάδα, λοιπόν, πρέπει να είναι πολύ προσεκτική ως προς αυτό. Εφόσον το ΝΑΤΟ θέλει και η FYROM επίσης θέλει να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, η Ελλάδα δεν μπορεί να κρατήσει το θέμα. Μετά το βέτο του Καραμανλή και την καταδίκη της χώρας υπήρξε απλώς μια διευκόλυνση της ελληνικής θέσης να λυθεί πρώτα τ’ όνομα, μ’ αυτή την έννοια. Επειδή όμως τώρα φαίνεται ότι συμπαρασύρει πολύ περισσότερο το ενδεχόμενο να λυθεί το όνομα και με την ευκαιρία ή την πίεση να μπει η χώρα στο ΝΑΤΟ τότε θα πρέπει να λυθεί και το όνομα. Αυτά πάνε χέρι-χέρι.

 Αν δεν είναι εύκολο το «χέρι – χέρι» τότε τι γίνεται;
Αυτό θα το δούμε εκ του αποτελέσματος. Νομίζω ότι όλα αυτά είναι αλληλένδετα μεταξύ τους, με αποτέλεσμα οι επιδιώξεις του καθένα να συγκλίνουν, πράγμα που δεν το έχουμε ξαναδεί. Δηλαδή, δεν έχουμε τόσο μεγάλες αποστάσεις με κόκκινες γραμμές που απέκλειαν ρητά τη θέση της άλλης πλευράς. Αν λοιπόν, ισχύει αυτή η παραδοχή, και αφού υπάρχει διεθνής πίεση η ένταξη να μπει μαζί με το όνομα, δηλαδή να μην μεταφερθεί η διένεξη μέσα στο ΝΑΤΟ τότε υπάρχει πλαίσιο ευνοϊκό. Βέβαια, η έλλειψη χρόνου, δηλαδή ότι τα πράγματα πρέπει να τρέξουν έως τον Ιούλιο που συνεδριάζει το ΝΑΤΟ, είναι λίγο προβληματικό. Διότι δεν ξέρω κατά πόσο τους επόμενους έξι μήνες η διαπραγμάτευση είναι συνεπής με τη βούληση των μερών.

Για την ονομασία τίθεται επίσης το θέμα αν είναι για όλες τις χρήσεις ή όχι.
Νομίζω ότι μετά την επίτευξη συμφωνίας δεν θα υπάρξει τέτοιο ζήτημα, δεν θα έχει κανένα νόημα πλέον, είναι αδιάφορο. Σκεφτείτε ότι και εμείς λέμε «Ελληνική Δημοκρατία» και «Ελλάδα». Προφανώς αυτό που θα ξενίσει την ελληνική πλευρά θα είναι η κατοχύρωση του παράγωγου επιθέτου και η ονομασία της γλώσσας, που δεν μπορεί να είναι άλλο από το μακεδονικός, μακεδονική. Είναι επίσης ενδιαφέρον να δούμε κατά πόσο η νέα ονομασία θα περάσει μεταξύ των κατοίκων της χώρας, των ΜΜΕ.

Η παράμετρος της μειονότητας

Από την όλη συζήτηση απουσιάζει η πτυχή της μειονότητας στην Ελλάδα. Δεν θα την επηρεάζει θετικά, ως προς τα δικαιώματα της, η λύση του προβλήματος;
Ναι απουσιάζει και από μια άποψη είναι μάλλον βολικό για να προχωρήσει η διαπραγμάτευση. Από την άλλη, όμως, θα πρέπει αυτοί οι άνθρωποι, έλληνες πολίτες  που μιλούν τη γλώσσα τους να αντιμετωπισθούν όχι με φοβικά σύνδρομα. Ίσως θα ήταν ευχής έργο να βλέπαμε μια ελληνική κυβέρνηση και μια κοινωνία, βεβαίως, όχι απλώς να ανέχονται αλλά να σέβονται και να προχωρήσουν λίγο τα πράγματα, ως προς τη γλώσσα και την εθνοτική ή και την εθνική ταυτότητα των ανθρώπων αυτών, στο μέτρο που το επιθυμούν. Η λύση της ονομασίας θα το διευκόλυνε, αν και θα ήθελε λίγο χρόνο. Μην ξεχνάμε ότι εκκρεμεί, είκοσι χρόνια περίπου, η υπόθεση ενός σωματείου που φέρει στο όνομά του τη λέξη μακεδονικός. Με την άρνηση του Πρωτοδικείου Φλώρινας να το εγγράψει παρόλο που υπάρχει καταδικαστική απόφαση από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Αυτό αντανακλά μια ιδεολογική δυσανεξία αναφορικά με την αναγνώριση της ύπαρξης του ακατανόμαστου «άλλου».

Πηγή: Η Εποχή