Μια σύγχρονη τραγωδία
Οι αρχαίοι τραγωδοί, όταν διαγωνίζονταν, παρουσίαζαν κάθε φορά τρεις τραγωδίες μαζί. Οι τραγωδίες αφορούσαν σε ελεύθερες επιλογές ελεύθερων ανθρώπων που δεν μπορούν όμως ποτέ να οδηγήσουν σε νίκη. Στις τραγωδίες οι πρωταγωνιστές διάλεγαν ελεύθερα τον τρόπο με τον οποίο θα έχαναν. Ή για την ακρίβεια διάλεγαν τι θα έχαναν, λειτουργώντας μέσα σε ένα πλαίσιο που έθεταν ανώτερες από αυτούς δυνάμεις. Στη σύγχρονη δημοκρατία δεν υπάρχει βέβαια αδιέξοδο. Όπως όμως η αρχαία δημοκρατία μας διδάσκει ακόμα κάθε καλοκαίρι στην Επίδαυρο, οι επιλογές μπορεί να είναι η μία χειρότερη από την άλλη.
Πριν δυο χρόνια η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ βρέθηκε μπροστά σε ένα τραγικό ερώτημα: με ποιον τρόπο από τους τρεις προσφερόμενους να αυτοχειριαστεί; Υπογράφοντας νέο μνημόνιο; Παραδίδοντας την εξουσία πάλι στη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ (για να υπογράψει το νέο μνημόνιο); Βγάζοντας τη χώρα από το ευρώ; Ο,τιδήποτε και αν έκανε αφενός θα αντιστρατευόταν τη λαϊκή εντολή που είχε λάβει και αφετέρου θα έφερνε ακόμα χειρότερες μέρες.
Συνέχιση των διαπραγματεύσεων μήπως και…;
Το σχέδιο Βαρουφάκη (κούρεμα χρεών προς ΕΚΤ, εισαγωγή παράλληλου νομίσματος για λίγο καιρό) είχε σκοπό απλώς να οξύνει και να επιμηκύνει για λίγο ακόμα μια στρατηγική που είχε φτάσει στα όριά της και βασιζόταν στην υπόθεση ότι η Ελλάδα μπορούσε να υποχρεώσει τους δανειστές της να της δώσουν μια πολύ καλύτερη συμφωνία, γιατί το κόστος της αποχώρησης της από τη ζώνη του ευρώ θα ήταν πολύ μεγάλο. Επρόκειτο μάλλον για αυταπάτη. Το σχέδιο Σόιμπλε για αποπομπή της Ελλάδας, καθώς και η εμπειρία των δύο τελευταίων χρόνων θεωρώ πως το επιβεβαιώνει. Στέκομαι βασικά σε δύο πράγματα. Πρώτον, η στάση της ευρωπαϊκής ηγεσίας απέναντι στο Brexit δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνειών. Και μάλιστα πρόκειται για τη Μεγάλη Βρετανία, όχι για μια μικρή και αναλώσιμη χώρα. Δεύτερον, δύο χρόνια μετά η Ελλάδα έχει επιτύχει τις συμμαχίες που πολύ θα ευχόταν να είχε τότε (στήριξη χωρών Νότου, ευρωομάδων Σοσιαλιστών και Πρασίνων, Κομισιόν κλπ). Εκείνο που κατάφερε ωστόσο είναι απλώς να σταματήσει τον αναδιπλασιασμό του 3ου Μνημονίου και την επιθετικότητα του Σόιμπλε. Αυτό μας δίνει μια ιδέα για το τι θα μπορούσε να έχει πετύχει η Ελλάδα, ακόμα και αν είχε βελτιώσει έγκαιρα το συσχετισμό δυνάμεων.
Η συνέχιση των διαπραγματεύσεων προτείνονταν και από όσους και όσες θεωρούσαν πως το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος δεν επέτρεπε την υπογραφή νέου μνημονίου: ο λαός είχε απορρίψει τα μνημόνια. Η αλήθεια είναι πως ο ΣΥΡΙΖΑ μετά τις 20 Φλεβάρη 2015 ακολουθούσε συμβιβαστική πολιτική και στο τέλος διαπραγματευόταν πόσο μεγάλο θα είναι το τρίτο μνημόνιο. Είχε προηγηθεί άλλωστε η ελληνική πρόταση με τις 47 σελίδες. Οπότε το “όχι στην πρόταση των δανειστών” δεν ισοδυναμούσε με “όχι σε οποιαδήποτε πρόταση εμπεριέχει μέτρα λιτότητας”.
Ή Grexit;
Κάποιοι/ες θεωρούσαν ότι “ο λαός θα έπαιρνε το ρίσκο της ρήξης”, δηλαδή του Grexit. Η θεωρία αυτή όμως αποσιωπά κάτι πολύ σημαντικό: το ρεύμα μεγάλης νίκης στο δημοψήφισμα διαμορφώθηκε μόνο ύστερα από τα διαδοχικά διαγγέλματα του πρωθυπουργού, ο οποίος έσπευσε επανειλημένα να καθησυχάσει τους πολίτες ότι πρόκειται απλώς για ένα ακόμα διαπραγματευτικό χαρτί στη σίγουρη συμφωνία που επίκειται. Ποτέ δεν είχε διαμορφωθεί στη χώρα δημοσκοπικό ρεύμα υπέρ της εξόδου από το ευρώ. Δεν πρέπει να μπερδεύουμε το “δε θα μου πουν τι να κάνω οι ξένοι” με το “είμαι διατεθειμένος/η να κάνω το σκατό μου παξιμάδι για μπόλικα χρόνια” ή επί το ακαδημαϊκότερον “είμαι διατεθειμένος/η να αναλάβω μέριμνες, πειθαρχίες και κόστη που δεν ξέρω ποια είναι και για πόσο διάστημα”. Αναμφίβολα το “Οχι που έγινε Grexit” είναι μεγαλύτερο ατόπημα από το “Όχι που έγινε Ναι”.
Σε αυτή την περίπτωση, ισχυρίζονται κάποιοι/ες, καλύτερα θα ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ να μην υπέγραφε νέο μνημόνιο, να προκήρυσσε εκλογές και να κατέβαινε με πρόγραμμα εξόδου από το ευρώ, αφού “από ένα νέο μνημόνιο ήταν καλύτερο το Grexit”. Στο σημείο αυτό εγείρεται ένα ερώτημα: υπήρχε περίπτωση ο αποτυχημένος στις διαπραγματεύσεις ΣΥΡΙΖΑ να κερδίσει τις εκλογές βεβαιώνοντας ότι θα υπάρξουν άμεσα χειρότερες μέρες και μετά βλέπουμε; Με το ΚΚΕ να διαβεβαιώνει δια του γραμματέα ότι είναι καλύτερο να μείνουμε στο ευρώ στη δεδομένη συγκυρία; Οι συνεντεύξεις πάντως που μου παραχώρησαν 39 συνδικαλιστές όλων των βαθμίδων, όλων των κλάδων και όλων των παρατάξεων δείχνουν ότι οι εργαζόμενοι δεν επιθυμούσαν Grexit[1]. Τα εκλογικά ποσοστά της ίδιας της Λαϊκής Ενότητας, καθώς και των άλλων κομμάτων που παραδοσιακά τοποθετούνται υπέρ της εθνικής αναδίπλωσης, άλλωστε το επιβεβαίωσαν.
Δε θα μπω στον κόπο να παραθέσω επιχειρήματα που ανέπτυξαν στα βιβλία τους γνωστοί οικονομολόγοι ενάντια στην επιστροφή στη δραχμή[2], γιατί θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι παίρνουν θέση σε ένα πολιτικό ζήτημα και είναι φυσικό να θέλουν να αποδομήσουν την αντίπαλη άποψη. Γι αυτό θα αναφερθώ μόνο στην άποψη του Λαπαβίτσα, ο οποίος ήδη από το 2010 πρότεινε -και ακόμα προτείνει- την έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ ως την ενδεδειγμένη λύση στο ελληνικό πρόβλημα. Ο ίδιος ισχυριζόταν[3] ότι η έξοδος από το ευρώ θα φέρει υποτίμηση του νομίσματος, κατάρρευση τραπεζών, χρεοκοπία πολλών επιχειρήσεων, αναταραχή τιμών, πληθωρισμό, περαιτέρω πίεση στα λαϊκά εισοδήματα, ελλείψεις σε τρόφιμα, φάρμακα, καύσιμα. Αυτά τα προβλήματα θα λυθούν με παύση πληρωμών και διαπραγμάτευση του χρέους, εθνικοποίηση των τραπεζών και των μεγάλων τομέων της οικονομίας, έλεγχο των τιμών, διοικητικά μέτρα για τις ελλείψεις, όπως κουπόνια, αναδιάρθρωση του κράτους με λαϊκό έλεγχο, παραγωγική αναδιάρθρωση της οικονομίας, αναδιανομή του πλούτου. Αν γίνουν όλα αυτά θα αρχίσει η αργή επούλωση των πληγών της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας.
Δεδομένου ότι η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών δεν γνώριζε όλες αυτές τις παραμέτρους, το μοναδικό που μπορούμε να κάνουμε προς το παρόν είναι να ρωτήσουμε: υπάρχει περίπτωση ο ελληνικός λαός να συναινούσε στην προοπτική τέτοιων δοκιμασιών, γνωρίζοντας μάλιστα ότι το αναποτελεσματικό ελληνικό κράτος θα έπρεπε να διαπράξει τέτοια επιτελικά θαύματα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα; Η προοπτική της υπαγωγής των πάντων στον έλεγχο του κράτους είναι κάτι που γοητεύει κάποια κοινωνική πλειοψηφία; Ή μήπως η κρίση είχε ως αποτέλεσμα να υποχωρήσει η συλλογική ανασφάλεια με την οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη η ένταξη στους ευρωπαϊκούς θεσμούς; Η πρόταση για έξοδο από το ευρώ θα ισοδυναμούσε απλώς με απομάκρυνση του ΣΥΡΙΖΑ από την εξουσία.
Δε θα πολλαπλασιάσω τα ερωτήματα που γεννιούνται. Θα αναφερθώ όμως στην περίπτωση της Αργεντινής, η οποία χρησιμοποιούνταν ως παράδειγμα από όσους και όσες θεωρούσαν ότι η Ελλάδα μπορούσε να ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο. Η περίπτωση της Αργεντινής ήταν ένα ακατάλληλο παράδειγμα, καθότι αφενός η ίδια ήταν ένας εξαγωγικός κολοσσός σε σόγια, κρέας και δημητριακά (σε αντίθεση με την Ελλάδα που είναι αδύνατη στις εξαγωγές), ενώ δεν κλήθηκε να δημιουργήσει ένα νέο νόμισμα, αλλά απλώς να αποσυνδέσει το νόμισμά της από το δολάριο. Πέρασαν 8 χρόνια μέχρι να αποκατασταθεί η αγοραστική δύναμη των πολιτών (και όχι 1-2 χρόνια όπως υποστήριζαν οι θιασώτες της δραχμής), τα όντως αυξημένα εισοδήματα πιέζονταν από τον πληθωρισμό, το εθνικό νόμισμα (που παρόλο που ήταν έτοιμο και δε χρειαζόταν να το κατασκευάσουν) υποτιμήθηκε έως και 800% (αντί για 40% που σχεδιαζόταν), ενώ οι εισαγωγές εξοπλισμού (που είναι πολύ σημαντικές για την Ελλάδα) έγιναν πανάκριβες. Καθίσταται λοιπόν σαφές πως είτε με ευρώ είτε με δραχμή, από τη στιγμή που η τρόικα επέδωσε το τελεσίγραφο στην ελληνική κυβέρνηση, η εσωτερική υποτίμηση ήταν αναπόφευκτη.
Ή παλινόρθωση του ηττημένου πολιτικού μπλοκ;
Στο πλαίσιο αυτό πολλοί/ες προέκριναν την αποχώρηση από την εξουσία, η οποία θα διέσωζε την αριστερά και θα έδινε προοπτική για το μέλλον. Η άποψη αυτή όμως δύσκολα μπορεί να προσπεράσει μια σειρά από αναμενόμενες ενστάσεις. Η οικιοθελής αποχώρηση τη στιγμή που ο λαός ήθελε το ΣΥΡΙΖΑ ακόμα και ως διαχειριστή του μνημονίου είναι πολύ πιθανό να δικαίωνε την άποψη ότι “η αριστερά δεν κάνει για την εξουσία”. Δε θα ήταν άραγε καταστροφικό για το ΣΥΡΙΖΑ να πει “εσείς μπορεί να με θέλετε, αλλά δε θέλω εγώ”; Δε θα έλεγαν όλοι/ες ότι “ήρθε, τα έκανε μπουρδέλο και έφυγε”; Αυτό δε θα ήταν ιστορική ήττα; Αυτό δε θα σήμαινε ότι η αριστερά τρέφεται από τις αγωνίες του κόσμου, αλλά δεν ξέρει να υπηρετεί τον κόσμο; Δε θα ήταν γελοίο να πει η αριστερά “θα περιμένω να καλυτερεύσει (ή να χειροτερεύσει) η κατάσταση για να έρθω να την καλυτερεύσω;”
Ή Μνημόνιο;
Η κυβέρνηση αποδέχθηκε την εφαρμογή του Μνημονίου ως το -κατά την κρίση της- μικρότερο κακό. Σε κάθε περίπτωση όμως το ερώτημα παραμένει: τι νόημα έχει να εφαρμόζει ο ΣΥΡΙΖΑ την πολιτική της ΝΔ; Δε θα μεταλλαχθεί σε ό,τι κάνει; Αυτό είναι πάντα η πιο πιθανή εξέλιξη. Αν ισχύει όμως ότι “γίνεσαι ό,τι κάνεις”, τότε ισχύει και ότι η παρούσα κυβέρνηση μετατρέπεται στην πλέον εκσυγχρονιστική κυβέρνηση που γνώρισε η χώρα ( σύμφωνο συμβίωσης, ιθαγένεια, τζαμί, καταπολέμηση φοροδιαφυγής και διασπάθισης δημοσίου χρήματος, εγκαιρη ολοκλήρωση δημοσίων έργων, μέγιστη απορρόφηση ΕΣΠΑ, χτύπημα τριγώνου διαπλοκής, πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική και συμμαχίες) διατηρώντας παράλληλα τις αριστερές της μεροληψίες (Προστασία του πιο αδύναμου 1/3: μέτρα ανθρωπιστικής κρίσης, δωρεάν μετακίνηση ανέργων και περίθαλψη για όλους, προστασία πρώτης κατοικίας για τα χαμηλότερα στρώματα, μη οριζόντιες περικοπές, αντίμετρα, επαναφορά συλλογικών διαπραγματεύσεων, καλύτερη αντιμετώπιση του προσφυγικού, αν και με εξόχως προβληματικές πτυχές, Διεκδίκηση της απομείωσης του χρέους). Σε όλους τους προαναφερθέντες τομείς είναι δύσκολο κανείς να μπερδέψει το ΣΥΡΙΖΑ με τη ΝΔ.
Αυτό δε σημαίνει ότι η παραμονή εντός του μνημονιακού πλαισίου παύει να είναι μείζον ζήτημα. Σημαίνει όμως ότι τα διαρκή μνημόνια φοροδιαφυγής, διασπάθησης του δημοσίου χρήματος, ανικανότητας απορρόφησης των ευρωπαϊκών κονδυλίων, υπερτιμολόγησης των φαρμάκων και των δημοσίων έργων, χρηματοδότησης της αχρείαστης παραπαιδείας κλπ κλπ καθίστανται εξίσου σημαντικά ζητήματα, εάν θέλουμε να ξεφύγουμε από το φαύλο κύκλο της υπερχρέωσης και του δανεισμού. Σημαίνει επίσης ότι η προστασία των πιο αδύναμων σε συνθήκες μετάβασης του ελληνικού παραγωγικού μοντέλου είναι πολιτικό επίδικο και όχι κοινός τόπος.
Περί συμβιβασμών
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα πρώτα 2,5 χρόνια της αριστερής κυβέρνησης είναι γεμάτα συμβιβασμούς. Μιας όμως και τιμάμε φέτος τα 100 χρόνια από την οκτωβριανή επανάσταση, ας δούμε τι έγραφε ο Λένιν 2,5 χρόνια μετά την ανάληψη της εξουσίας από τους μπολσεβίκους. Στο βιβλίο του για τον Αριστερισμό επεσήμαινε την ανάγκη να μάθουμε, εκτός από το να επιτιθέμεθα, “να υποχωρούμε πιο κανονικά”, να κάνουμε “ελιγμούς” και “συμβιβασμούς”, να μη δίνουμε τη μάχη όταν είναι “ασύμφορη” για μας, και να θεωρούμε την επί της αρχής άρνηση των συμβιβασμών “παιδαριώδη”[4]. Οι θεωρητικές αυτές αρχές εφαρμόστηκαν πλήρως κατά τις διαπραγματεύσεις με τους Γερμανούς[5]. Οι συντροφικές κριτικές απέναντι σε αυτή την πολιτική υπήρξαν ιδιαιτέρως σκληρές[6]. Ομοίως, οι συμβιβασμοί στο εσωτερικό (προς τους αγρότες και τις διάφορες εθνοτικές ομάδες) καταγγέλθηκαν εντός και εκτός Ρωσίας ως λανθασμένες κινήσεις[7].
Οι εν λόγω ιστορικές αναφορές βέβαια δεν μπορούν επ’ουδενί να μας υπαγορεύσουν κάποια ενδεδειγμένη πολιτική στο παρόν. Μπορούν όμως να μας προστατεύσουν από τον ιστορικό και θεωρητικό εκλεκτικισμό. Με απλά λόγια, δε γίνεται να θαυμάζει κανείς το Λένιν επειδή δήθεν δεν έκανε κωλοτούμπες, δεδομένου ότι οι επικρίσεις και οι καταγγελίες που διατυπώθηκαν σε ενεστώτα χρόνο κατά του θεωρητικού των ελιγμών γεμίζουν τόμους ολόκληρους. Η Ρωσία του 1917 δεν μπορούσε να νικήσει μόνη της το γερμανικό ιμπεριαλισμό και αυτό δικαιολογούσε όλους τους συμβιβασμούς και τις υποχωρήσεις, ακόμα και την παράδοση μεγάλου μέρους της επικράτειας και των πλουτοπαραγωγικών πηγών της. Στη συνέχεια οι ανάγκες σταθεροποίησης του νέου καθεστώτος δικαιολόγησαν την ακύρωση όλων των υποσχέσεων περί κοινωνικοποίησης της γης, τσάκισμα του κράτους, εξουσίας στα σοβιέτ κλπ. Το να γίνεται η αποτίμηση της ρώσικης εμπειρίας με όρους αναγκαιότητας που δικαιολογεί τα πάντα και της ελληνικής εμπειρίας με όρους αδικαιολόγητης προδοσίας είναι τουλάχιστον προβληματικό.
Αντί επιλόγου
Η άποψη που υποστηρίζει ότι η Ελλάδα μπορούσε να βγει αλώβητη από το bras de fer με τον παγκόσμιο νεοφιλελευθερισμό είναι πιο κοντά στο εθνικό αφήγημα περί ηρωικού λαού παρά στην πραγματικότητα. Είτε με νέο μνημόνιο είτε με παλινόρθωση του παλαιού καθεστώτος είτε με επιστροφή σε εθνικό νόμισμα, η περαιτέρω εσωτερική υποτίμηση ήταν μάλλον αναπόφευκτη. Η επιλογή του τρόπου με τον οποίο θα πραγματοποιούνταν αυτό υπήρξε για όλους και όλες μια πολιτική επιλογή στη βάση των διαθέσιμων επιχειρημάτων για τις μελλοντικές προοπτικές που κάθε μία εξασφάλιζε. Δύο χρόνια μετά βρισκόμαστε σχεδόν στο ίδιο σημείο: ενώ η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται για την προοπτική της εξόδου από το ευρώ ή να πιστεύει ότι η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ πρέπει να επιστρέψουν, η κυβέρνηση δεν έχει πείσει ακόμα για την ορθότητα της επιλογή της.
[1]Δημήτρης Παπανικολόπουλος, “Το απεργιακό φαινόμενο στην Ελλάδα 2010-2015”, Ενημέρωση, Μηνιαία έκδοση του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, τχ 232, Οκτώβριος-Νοέμβριος 2016 https://tinyurl.com/yb4mavd4
[2]Ενδεικτικά Χριστοδουλάκης Νίκος, Ευρώ ή δραχμή; Διλήμματα, πλάνες και συμφέροντα, Gutenberg, 2014, Καζάκος Πάνος, Η δραχμή δεν (θα) είναι λύση. Οικονομικές και πολιτικές επιπτώσεις της εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, Επίκεντρο, 2016
[3]Δες Λαπαβίτσας Κώστας, Λέξη προς λέξη. Κείμενα για την ελληνική κρίση 2010-2013, Τόπος, 2014. Σε αυτό το βιβλίο ο αναγνώστης μπορεί να βρει μια σύντομη παρουσίαση της επιχειρηματολογίας του Λαπαβίτσα, όπως αυτή αναπτυσσόταν παράλληλα με την ελληνική κρίση.
[4]Λένιν, Ο “αριστερισμός”, η παιδική ασθένεια του κομμουνισμού, Σύγχρονη Εποχή, 2001, σ.15, 25, 64, 70, 73
[5]Δες αναλυτικά Δημήτρης Παπανικολόπουλος, “Διαπραγματεύσεις 100 χρόνια πριν” https://commonality.gr/diapragmatefsis-100-chronia-prin/
[6]Ο αναγνώστης/τρια μπορεί να διαβάσει λεπτομέρειες για το συγκεκριμένη αντιπαράθεση στο βιβλίο του Βίκτορ Σερζ Έτος ένα της Ρώσικης επανάστασης που κυκλοφόρησε φέτος από το Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο.
[7]Δες για παράδειγμα την κριτική επί αυτών των θεμάτων που άσκησε η Ρόζα Λούξεμπουργκ στο βιβλίο της Η ρώσικη επανάσταση.
Ο Δημήτρης Παπανικολόπουλος είναι διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης του Παντείου Πανεπιστημίου