Macro

Η ενεργειακή φτώχεια σκοτώνει

Το κρύο δεν λέει να υποχωρήσει από τα σπίτια των Ελλήνων, καθώς τα καλοριφέρ σε πολλές πολυκατοικίες εδώ και μια δεκαετία παραμένουν σβηστά ή ανάβουν για λίγο τις βραδινές ώρες. Σύμφωνα με την Eurostat το 16,7% των Ελλήνων δήλωνε το 2020 ότι αδυνατεί να ζεστάνει επαρκώς το σπίτι του. Το ποσοστό αυτό κατατάσσει τη χώρα μας 5η στην ενεργειακή φτώχεια μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
 
Ως ενεργειακή φτώχεια ορίζεται ο αποκλεισμός ή ανεπαρκής πρόσβαση σε υπηρεσίες ενέργειας. Η ενεργειακή φτώχεια δεν ταυτίζεται με την εισοδηματική, αλλά ευνοείται από αυτή. Πιο ευάλωτες στην ενεργειακή φτώχεια είναι οι γυναίκες. Τα τελευταία δύο χρόνια υπάρχουν ενδείξεις ότι η ενεργειακή φτώχεια έχει οξυνθεί. Οι ειδικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν από την πανδημία συνέβαλαν σε αυτό. «Η ενεργειακή φτώχεια αυξήθηκε μέσα στην πανδημία για δύο λόγους: Γιατί αφενός χρησιμοποιούσαμε περισσότερο το σπίτι μας –ήταν ένα σπίτι, σχολείο, γραφείο, κινηματογράφος– και είχαμε μεγαλύτερες ανάγκες για θέρμανση. Άρα και δαπάνες. Και αφετέρου είχαμε και συρρίκνωση των εισοδημάτων», σημειώνει στην «Εποχή» η Κυριακή Μεταξά, συντονίστρια των προγραμμάτων Οικολογίας στο ίδρυμα Χάινριχ Μπελ, και προσθέτει ότι έρευνα του Μετσόβιου Πολυτεχνείου στο Μέτσοβο διαπίστωσε ότι κατά τη διάρκεια της πανδημίας τα νοικοκυριά που ανήκαν στην υψηλότερη εισοδηματική κλάση αύξησαν τις ενεργειακές τους δαπάνες, σε αντίθεση με τα νοικοκυριά που ανήκαν στη χαμηλότερη κλάση.
 
Οι τιμές του φυσικού αερίου και του ηλεκτρικού ρεύματος φέτος έσπασαν το ένα ρεκόρ μετά το άλλο. Ωστόσο, η επίδραση των ανατιμήσεων στην ενεργειακή φτώχεια δεν έχει ακόμα αποτιμηθεί. Πάντως ο πιο «σκληρός δείκτης», αυτός των θανάτων που προκλήθηκαν από αστικές πυρκαγιές σε κατοικίες, επιβεβαιώνει ότι η ενεργειακή φτώχεια έχει οξυνθεί και μάλιστα υποδηλώνει ότι έχει λάβει πρωτοφανείς διαστάσεις. Αναλυτικότερα, σύμφωνα με τη καταμέτρηση του εν αποστρατεία αντιστράτηγου–υπαρχηγού του Πυροσβεστικού Σώματος, Ανδριανού Γκουρμπάτση, οι θανόντες από αστικές πυρκαγιές σε κατοικίες ανήλθαν στους 83 το 2021. Πρόκειται για τον μεγαλύτερο αριθμό καταγεγραμμένων θανάτων εδώ και τουλάχιστον 12 χρόνια. Αντιστοιχεί σε 22% αύξηση σε σύγκριση με το 2020 και 186,2% αύξηση σε σύγκριση με τον μέσο ετήσιο αριθμό θυμάτων κατά το διάστημα 2010 – 2019. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι περισσότεροι θάνατοι καταγράφηκαν τον Δεκέμβριο (23) και τον Ιανουάριο (12), που επικρατούν χαμηλότερες θερμοκρασίες. O Ανδριανός Γκουρμπάτσης επισημαίνει ότι η αύξηση των θυμάτων δεν αποκλείεται να σχετίζεται με την ενεργειακή κρίση και εξηγεί ότι «το κόστος θέρμανσης το πιθανότερο να οδήγησε τα θύματα στη χρήση πρόχειρων, και ως εκ τούτου, μη ασφαλών μέσων θέρμανσης».
 
Για την καταπολέμηση της ενεργειακής φτώχειας η κυβέρνηση έχει ανακοινώσει τέσσερα πακέτα έκτακτων μέτρων. Για τον Ιανουάριο το πακέτο περιλάμβανε μέση ενίσχυση 42 ευρώ για το ρεύμα και επιδότηση 20 ευρώ ανά θερμική μεγαβατώρα για το φυσικό αέριο. Παράλληλα, τον Σεπτέμβριο ολοκληρώθηκε το Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την καταπολέμηση της ενεργειακής ένδειας. «Εκεί βλέπουμε τους δείκτες που έχουμε αποφασίσει ότι θα παρακολουθούμε και μια σειρά μέτρων καταπολέμησης», σημειώνει η συντονίστρια των προγραμμάτων Οικολογίας, προσθέτοντας ότι «σίγουρα είναι σε μια σωστή κατεύθυνση ότι έχουμε το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα και το Σχέδιο Δράσης για την Καταπολέμηση της Ενεργειακής Φτώχειας. Είναι καλά σαν κείμενα, αλλά έχουν κάποιες αντιφάσεις. Δεν μπορούμε να μιλάμε για επιδότηση λεβήτων φυσικού αερίου στο “Εξοικονομώ”, όταν μετά το 2030 δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούμε φυσικό αέριο στα κτίρια μας. Επίσης, πρέπει να γίνονται πιο στοχευμένα προγράμματα για την εξοικονόμηση ενέργειας για τα ευάλωτα νοικοκυριά. Γιατί δεν ενδιαφέρεται καμία τεχνική επιχείρηση να συμμετέχει. Και το τρίτο είναι η ενίσχυση των ενεργειακών κοινοτήτων. Οι ενεργειακές κοινότητες παράγουν πολύ σημαντικά οφέλη για την κοινωνία για το περιβάλλον. Υπάρχει, για παράδειγμα, στην Αττική ενεργειακή κοινότητα μέσα από την οποία μπορούν οι ίδιοι οι πολίτες να παράγουν την ενέργεια που θα καταναλώνουν και έτσι να μην έχουν μεγάλο κόστος στον λογαριασμό τους».
 
Αλεξάνδρα Λαοπόδη
 
Πηγή: Η Εποχή