Macro

Κώστας Καλλωνιάτης: Η ουτοπία του «προοδευτικού καπιταλισμού»

Το άρθρο του οικονομολόγου Κώστα Καλλωνιάτη που δημοσιεύουμε σήμερα θεωρούμε ότι εντάσσεται γενικώς σ’ αυτήν τη ριζοσπαστική, μετασχηματιστική αντίληψη, με την τεκμηριωμένη αντίθεσή του στον λεγόμενο «προοδευτικό καπιταλισμό», όπως αποκαλεί ο Τζόζεφ Στίγκλιτς την επιστροφή στον κεϋνσιανισμό του ρυθμιζόμενου καπιταλισμού που κυριάρχησε στη Δύση τα πρώτα είκοσι ή τριάντα χρόνια μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Κατά τον συγγραφέα, όσο «προοδευτικός» και αν μπορούσε να γίνει ο σύγχρονος καπιταλισμός δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει την εκμετάλλευση, τις ανισότητες, τις οικονομικές υφέσεις και κρίσεις, και κυρίως να εμποδίσει την καταστροφή του περιβάλλοντος που είναι σύμφυτη με όλες τις μορφές του καπιταλιστικού συστήματος, ανεξάρτητα ακόμα και από τις ειλικρινείς προθέσεις ορισμένων διαχειριστών του. Πρόκειται για ένα κείμενο που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και λόγω του τρόπου που θα γίνει κάποια στιγμή η έξοδος από τη σημερινή πανδημική κρίση, αλλά και εξ αιτίας των συγκυριακών πολιτικών εξελίξεων στην Ελλάδα και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Κατά την γνώμη μας, αξίζει να διαβαστεί.
Χ.Γο.

Στην ανθρώπινη ιστορία κάθε κοινωνικο-οικονομικό σύστημα που αναπτύχθηκε πέρασε από μία φάση άνθισης και μία φάση παρακμής. Ο καπιταλισμός δεν αποτελεί εξαίρεση. Με την πρωτοφανή ανάπτυξη των βιομηχανικών και επιστημονικο-τεχνικών δυνάμεων δημιουργίας και καταστροφής να τον χαρακτηρίζουν, ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής έφθασε στο απόγειό του στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ουαιώνα όταν η δημιουργικότητα υπερτερούσε ακόμη της καταστροφής, με τη σχέση αυτή να αντιστρέφεται σε μία πορεία φθοράς και παρακμής για τον ανθρώπινο πολιτισμό κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας οικονομικής ολοκλήρωσής του στον 20ο αιώνα (ιμπεριαλισμός, δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, φασισμός, σταλινισμός, απαρχή μαζικής περιβαλλοντικής καταστροφής).

Ιδιαίτερα από το τελευταίο τέταρτο του 20ου αιώνα και ύστερα, η εκμετάλλευση της ανθρώπινης εργασίας και της φύσης από τον καπιταλισμό εξελίσσεται με εκθετικό ρυθμό και χαρακτηρίζει την είσοδο στην ανθρωπόκαινο εποχή, η οποία αποτελεί τη γεωλογική περίοδο κατά την οποία οι ανθρώπινες παραγωγικές δραστηριότητες έχουν πολύ μεγάλη πλανητική επίπτωση στο γήινο οικοσύστημα (εξάντληση φυσικών πόρων, περιβαλλοντική καταστροφή, κλιματική αλλαγή) και στην ίδια την ανθρώπινη ψυχοσύνθεση (αλλοτρίωση, ατομισμός/ανταγωνισμός, επιθετικότητα/εγκληματικότητα) και την κοινωνική ισορροπία (τρομακτική διόγκωση ανισοτήτων, φτώχεια, λιμοί, μετανάστευση, πανδημίες).
Μολονότι, λοιπόν, ο 21ος αιώνας κληρονόμησε έναν μοναδικό συνδυασμό και περιπλοκή κρίσεων (υγείας, περιβάλλοντος, ενέργειας, οικονομίας, γεωπολιτικής) που σηματοδοτούν μία ξεκάθαρη υπαρξιακή απειλή για την ανθρωπότητα υπό τον καπιταλισμό, δεν είναι λίγοι εκείνοι οι κοινωνικοί μεταρρυθμιστές και οραματιστές που νοσταλγούν τη «χρυσή 20ετία» 1950-70 όταν η καπιταλιστική ανάπτυξη συνοδευόταν από κοινωνική ευημερία στην αναπτυγμένη Δύση (πλήρης απασχόληση με αυξήσεις μισθών και υπηρεσίες κοινωνικού κράτους).

Στον αντίποδα ενός «καταχρηστικού και εκμεταλλευτικού καπιταλισμού»

Κατά τον Τζόζεφ Στίγκλιτς, την περίοδο 1950-1970, κυριάρχησε ο «προοδευτικός καπιταλισμός», στον οποίο προτείνει να επιστρέψουμε, συμβουλεύοντας την κεντροαριστερά να υιοθετήσει το κοινωνικό μοντέλο του που στο επίκεντρό του έχει την αυξημένη κρατική παρέμβαση για την τιθάσευση των υπερβολών της αγοράς (βλ. το βιβλίο του People, Power, and Profits. Progressive Capitalism for an Age of Discontent [Άνθρωποι, εξουσία και κέρδη. Προοδευτικός καπιταλισμός για μια εποχή δυσαρέσκειας], W.W. Norton, 2019).
Ο «προοδευτικός καπιταλισμός» είναι, δηλαδή, μια απόπειρα κατάργησης ή αντιστροφής των νεοφιλελεύθερων πολιτικών που κυριάρχησαν μετά το 1980 επί Ρήγκαν και Θάτσερ, στις οποίες αποδίδονται οι μεγάλες ανισότητες και οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις. Ο «προοδευτικός καπιταλισμός» πλασάρεται έτσι στους αντίποδες ενός «καταχρηστικού και εκμεταλλευτικού καπιταλισμού» και στοχεύει στη βελτίωση των οικονομικών αποτελεσμάτων μέσω τεσσάρων καθοριστικών πεποιθήσεων, δηλαδή (α) του ζωτικού ρόλου που διαδραματίζουν οι επιχειρήσεις στην οικονομία με τη δημιουργία θέσεων εργασίας, την προώθηση της καινοτομίας, τη δυνατότητα εθελοντικής ανταλλαγής και την παροχή ανταγωνιστικών αγαθών και υπηρεσιών, (β) την αναγνώριση του σημαντικού ρόλου που διαδραματίζουν τα δημόσια αγαθά, οι δημόσιοι οργανισμοί, οι δημόσιες υπηρεσίες και οι δημόσιες υποδομές στη στήριξη επιχειρήσεων, καθώς και στην έρευνα, την εκπαίδευση, την υγειονομική περίθαλψη, την κοινωνική ασφάλιση, τη φορολογία, το εργατικό δικαίο και τη ρύθμιση των αγορών, (γ) την ανάγκη συμμετοχής του κράτους στο σχεδιασμό και την επίβλεψη της οικονομίας και (δ) την ενσωμάτωση της λογικής της κοινωνικής δικαιοσύνης, της διαχείρισης των φυσικών πόρων και της υπευθυνότητας από όλους όσους συμβάλλουν ουσιαστικά στην οικονομική και κοινωνική ζωή.
Κατά τον Στίγκλιτς, η επιστράτευση αντιμονοπωλιακών νόμων, προοδευτικής φορολογίας, πολιτικής δαπανών και εργατικής νομοθεσίας ενάντια στις ανισότητες, τη λιτότητα και την απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, σε μία κατεύθυνση πράσινης και συμπεριληπτικής οικονομίας («ανάπτυξη για όλους», έτσι ώστε η ζωή της μεσαίας τάξης να είναι ικανοποιητική), βρίσκεται στον πυρήνα ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου που χαρακτηρίζει τον προοδευτικό καπιταλισμό, το οποίο θεωρείται ικανό να πετύχει μία ισορροπία μεταξύ αγοράς, κράτους και κοινωνίας των πολιτών. Όπως τονίζει: «Χρειαζόμαστε κανονισμούς που διασφαλίζουν ισχυρό ανταγωνισμό χωρίς καταχρηστική εκμετάλλευση… Εάν είχαμε περιορίσει την εκμετάλλευση σε όλες τις μορφές της και ενθαρρύναμε τη δημιουργία πλούτου, θα είχαμε μια πιο δυναμική οικονομία με λιγότερες ανισότητες. Αν είχε συμβεί αυτό ίσως είχαμε αποφύγει την οικονομική κρίση του 2008». (“Progressive Capitalism Is Not an Oxymoron” (Ο προοδευτικός καπιταλισμός δεν είναι οξύμωρο), The New York Times, 19-4-2019).

Επτά μύθοι

Οι απόψεις αυτές του Στίγκλιτς –συνέχεια ανάλογων αντιλήψεων των Μίλιμπαντ, Ρότσιλντ, Πικετύ και Γουώρεν για έναν «υπεύθυνο, διαφανή, διευθυνόμενο και συμπεριληπτικό καπιταλισμό»– μας ενδιαφέρουν άμεσα γιατί απηχούν λίγο-πολύ τις αντιλήψεις της μεταρρυθμιστικής Αριστεράς διεθνώς, ενώ είναι κοντά στις κυρίαρχες αντιλήψεις του ΣΥΡΙΖΑ Προοδευτική Συμμαχία, ο οποίος επιδιώκει τον σχηματισμό μιας «προοδευτικής κυβέρνησης», με στόχο τον παραγωγικό μετασχηματισμό και την αναπτυξιακή βιωσιμότητα της οικονομίας και της κοινωνίας.
Πόσο, όμως, εφικτός και βιώσιμος είναι ένας εναλλακτικός, κοινωνικά δίκαιος, πράσινος, τεχνολογικά προηγμένος (ψηφιακός) και συγχρόνως ανθρώπινος, δηλαδή ισορροπημένος και χωρίς κρίσεις, προοδευτικός καπιταλισμός; Θεωρούμε πως πρόκειται για μία ουτοπία η οποία βασίζεται σε μία σειρά από μύθους και επικίνδυνες αυταπάτες.
1 Πρώτον, είναι μύθος πως την πρώτη «χρυσή μεταπολεμική 20ετία» όλοι κέρδισαν το ίδιο σε εισόδημα και πλούτο, και μειώθηκαν οι ανισότητες. Για παράδειγμα, στις ΗΠΑ, σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, μεταξύ του 1948 και του 1968 ο πλούτος του μέσου νοικοκυριού που ανήκει στο πλουσιότερο 1% του πληθυσμού αυξήθηκε κατά 2 εκατ. δολ., ενώ ο αντίστοιχος πλούτος του φτωχότερου 90% αυξήθηκε κατά 30.000 δολ. Αυτά τα στοιχεία, μάλιστα, υποεκτιμούν την αύξηση των ανισοτήτων, καθώς τα πλούσια νοικοκυριά αποκρύπτουν μέρος του πλούτου και των εισοδημάτων τους που διοχετεύουν σε εξωχώριες εταιρείες (offshore companies), με στόχο τη φοροδιαφυγή. Επιπλέον, αυτή η «χρυσή» εικοσαετία βελτίωσης του γενικότερου βιοτικού επιπέδου αποτέλεσε την εξαίρεση και όχι τον κανόνα στην ιστορική εξέλιξη του καπιταλισμού, ενώ σε μεγάλο βαθμό προέκυψε ως συνέπεια των διεκδικήσεων του εργατικού κινήματος και της ανταγωνιστικής πίεσης που ασκούσε τότε το σοβιετικό καθεστώς ως «εναλλακτική λύση».
2 Δεύτερον, οι οπαδοί του μεταπολεμικού «προοδευτικού καπιταλισμού», όταν οι ανισότητες βρίσκονταν στο χαμηλότερο επίπεδο από τις αρχές του βιομηχανικού καπιταλιστικού συστήματος, ποτέ δεν εξηγούν γιατί αυτός έληξε τη δεκαετία του ’70, ενώ παρασιωπούν το γεγονός ότι ακόμη και τότε υπήρξαν σημαντικές οικονομικές υφέσεις που διέκοπταν την «ομαλότητα» και εξασθένιζαν το εργατικό κίνημα. Η άποψη του Στίγκλιτς ότι οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές εξέθρεψαν τις ανισότητες που προκαλούν τις κρίσεις αδυνατεί να εξηγήσει τις διεθνείς υφέσεις των περιόδων 1974-75 και 1980-82, πίσω από τις οποίες βρίσκεται η πτώση του ποσοστού κέρδους, η αδυναμία του καπιταλισμού να συνεχίσει τις μεταπολεμικές κοινωνικές παροχές, καθώς και η στροφή στο νεοφιλελευθερισμό σε μία προσπάθεια αποκατάστασης των περιθωρίων κέρδους.
3 Τρίτον, παρά το γεγονός ότι τώρα τελευταία αρκετοί διεθνείς οργανισμοί και κεντρικές τράπεζες ή κυβερνήσεις κατακρίνουν στα λόγια την υπερβολική ή και αδιέξοδη αύξηση των ανισοτήτων, στην πράξη δεν αντιπαρατίθενται ουσιαστικά στα οργανωμένα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα με τα οποία συγκυβερνούν, με αποτέλεσμα να αυξάνονται περαιτέρω οι ανισότητες, όπως για παράδειγμα συμβαίνει επί πανδημίας. Και το ερώτημα είναι ποιο επιχείρημα θα πείσει το πλουσιότερο 1% των κατόχων κεφαλαίου να μειώσουν τα κέρδη τους για χάρη μιας πιο ισότιμης και πετυχημένης οικονομίας; Τέλος, τα προγράμματα αναδιανομής έχει αποδειχθεί πως αποδίδουν ελάχιστα και συνήθως μόνο προσωρινά.
4 Τέταρτον, για τον Στίγκλιτς και τους οπαδούς του «προοδευτικού καπιταλισμού» οι ανισότητες δεν είναι προϊόν της κανονικής λειτουργίας της αγοράς, αλλά αποτέλεσμα των νεοφιλελεύθερων πολιτικών που άλλαξαν τους κανόνες λειτουργίας της με την άρση των ρυθμίσεων, της προοδευτικής φορολογίας και τη συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας (στο πλαίσιο μια μικτής οικονομίας). Αν, όμως, το πρόβλημα δεν είναι ο καπιταλισμός αλλά η αλλαγή των κανόνων λειτουργίας της αγοράς, ποιος ευθύνεται για την αλλαγή τους; Μήπως η ιδεολογία και ιδεοληψία κάποιων, η ανθρώπινη απληστία, ή κάποια λάθη πολιτικών επιλογών; Μολονότι σε αυτό το ζήτημα επικρατεί σιωπή, υπάρχει απάντηση και αυτή είναι ότι η συγκεκριμένη αλλαγή έγινε με στόχο την αύξηση της εκμετάλλευσης των εργαζόμενων για τη διάσωση του καπιταλιστικού συστήματος που κινδύνευε από την πτώση της επιχειρηματικής κερδοφορίας. Η ακραία ανισότητα εισοδήματος και πλούτου είναι ο κανόνας για τον καπιταλισμό, όχι η εξαίρεση.
5 Πέμπτον, οι υποστηρικτές του «προοδευτικού καπιταλισμού» θεωρούν πως έχουμε ανάγκη τη δημιουργικότητα και την καινοτομία αυτού του συστήματος για να αναπτύσσουμε νέα τεχνολογικά προϊόντα, όπως smartphones και ipads. Ξεχνούν, όμως, πως οι μεγαλύτερες καινοτομίες του περασμένου αιώνα που ωφέλησαν την ανθρωπότητα δεν ήταν το αποτέλεσμα καπιταλιστικών επενδύσεων με σκοπό το κέρδος, αλλά προϊόντα κρατικής χρηματοδότησης και έρευνας που πραγματοποιήθηκε κυρίως στα πανεπιστήμια. Ο ηλεκτρισμός, η πυρηνική σχάση, οι περισσότερες ιατρικές ανακαλύψεις και θεραπείες (για τη χολέρα, την ελονοσία, σήμερα για τον κορονοϊό), αλλά και το ίντερνετ κ.α. για να αναπτυχθούν βασίστηκαν σε κρατικά κεφάλαια.
6 Έκτον, συχνά λέγεται πως δεν υπάρχει εναλλακτική λύση (η ΤΙΝΑ της Θάτσερ) και πως ο καπιταλισμός είναι το λιγότερο κακό σύστημα που διαθέτουμε. Αυτό, δυστυχώς, είναι αλήθεια αφού σήμερα δεν υπάρχει κάποιο άλλο εναλλακτικό σύστημα. Είναι, όμως, το παρόν σύστημα αυτό που φιλοδοξούμε να έχουμε για πάντα, με τις πανδημίες, τις φυσικές καταστροφές, τις ανισότητες, τους πολέμους, τις αδικίες και την εκμετάλλευση; Είναι αυτό το μέλλον που επιζητούμε;
7 Έβδομον, το σημαντικότερο πρόβλημα του προοδευτικού καπιταλισμού είναι πως η περισσότερη ισότητα και η ρύθμιση των αγορών δεν αντιμετωπίζουν την αρπακτική τάση συσσώρευσης κερδών που προκαλεί την καταστροφική υπερθέρμανση του πλανήτη. Και ενώ αυτός ευνοεί την άμετρη, ανισόρροπη και άναρχη ανάπτυξη, δεν μπορεί τελικά να αποτρέψει τις οικονομικές υφέσεις και κρίσεις. Ο βασικός λόγος για τον οποίο δεν είναι μακροπρόθεσμα βιώσιμος ο καπιταλισμός, «προοδευτικός» ή μη, είναι η αδυναμία αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής και της περιβαλλοντικής καταστροφής με ρυθμίσεις της αγοράς. Άλλωστε, ιστορικά και μακροπρόθεσμα οι ρυθμίσεις των αγορών απέτυχαν. Οι μεταπολεμικές συμφωνίες του Μπρέτον Γουντς κατέρρευσαν στις αρχές της δεκαετίας του ’70, οι δε ρυθμίσεις των αγορών μετά από κάθε κρίση –το 1987, το 2000, το 2008– δεν απέτρεψαν την επόμενη. Το ίδιο είναι βέβαιο ότι θα συμβεί στο άμεσο μέλλον, και μάλιστα με τραγικές συνέπειες, λόγω της ανεπάρκειας των εθνικών στόχων και της ουσιαστικής έλλειψης βούλησης για μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.

Η αναγκαιότητα των αριστερών μεταρρυθμίσεων

Οι παραπάνω επισημάνσεις δεν γίνονται για να απαξιώσουν τις αριστερές μεταρρυθμίσεις, αλλά για να τις απογυμνώσουν από τις όποιες αυταπάτες ότι μπορούν να καταστήσουν τον καπιταλισμό προοδευτικό και βιώσιμο. Αντίθετα, οι αριστερές μεταρρυθμίσεις χρειάζονται στο βαθμό που προκαλούν ρήξεις στην κατεστημένη εκμεταλλευτική λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος, ρήξεις που οδηγούν σε αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων υπέρ της εργασίας, του ελέγχου από αυτήν των οικονομικών λειτουργιών και των πολιτικών θεσμών και δράσεων, και συμβάλλουν στον κεντρικό, δημοκρατικό και πανευρωπαϊκό σχεδιασμό για την ικανοποίηση των πραγματικών κοινωνικών αναγκών.
Αν σήμερα χρειαζόμαστε αριστερές ριζοσπαστικές πολιτικές δεν είναι για να θέσουμε νέους κανόνες ρύθμισης στη λειτουργία του καταστροφικού καπιταλιστικού παιχνιδιού, αλλά για να το σταματήσουμε μια και καλή. Χρειαζόμαστε δηλαδή μεταρρυθμίσεις που να διευρύνουν το φάσμα των κοινωνικών παρεμβάσεων στην οικονομία στη βάση ενός συνδυασμού του δημοκρατικά κεντρικού σχεδιασμού με τη συμμετοχή και τον έλεγχο των εργαζομένων στα διοικητικά συμβούλια των μεγάλων επιχειρήσεων και των δημόσιων οργανισμών.
Προϋπόθεση για την εκπόνηση και υλοποίηση αριστερών ριζοσπαστικών πολιτικών σε αντιδιαστολή με τις ψευδαισθήσεις περί επιστροφής στον «προοδευτικό καπιταλισμό», είναι η διατήρηση και ενίσχυση του αριστερού ριζοσπαστικού χαρακτήρα των κομμάτων της ριζοσπαστικής Αριστεράς, περιλαμβανομένου του ΣΥΡΙΖΑ. Κυρίως γιατί οι αντιξοότητες που προκύπτουν εξαιτίας της κλιμάκωσης της κρίσης είναι πολύ μεγάλες και ακόμη μεγαλύτερες είναι οι πιέσεις από τον αστικό μηχανισμό του κράτους, των ΜΜΕ και των λοιπών εγχώριων και ευρωπαϊκών θεσμών. Ο μεγάλος κίνδυνος που αντιμετωπίζουν τα αριστερά ριζοσπαστικά κόμματα είναι η εξωστρεφής συντηρητική παγίδευσή τους σε μία άκριτη, επιπόλαιη και βεβιασμένη δήθεν «κοινωνική γείωση» και μαζικοποίηση, που μπορεί να τα οδηγήσει στην απεμπόληση της αριστερής τους ταυτότητας και του οράματος του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας.
Στο κίνημα κατά της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης που αναπτύχθηκε τη δεκαετία του 2000, μετείχαν κοινωνικές και πολιτικές συλλογικότητες καθώς και μεμονωμένα άτομα, με διαφορετικές επιθυμίες και προσδοκίες για την οργάνωση της οικονομικής και κοινωνικής ζωής στις διάφορες χώρες και ηπείρους, που όμως όλες καλύπτονταν από το γενικό και αόριστο σύνθημα «ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός». Για κάποιους αυτό το σύνθημα σήμαινε υπέρβαση του καπιταλισμού, σταδιακά ή με επανάσταση. Για κάποιους άλλους σηματοδοτούσε την υπέρβαση της νεοφιλελεύθερης μορφής του καπιταλισμού και την επιστροφή σε προηγούμενες συνθήκες ρύθμισής του. Ενώ αυτή η ευρεία συμμαχία σε κινηματικό επίπεδο ήταν αναγκαία και προωθητική τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, με δεδομένη μάλιστα τη δυνατότητα συγκρότησης επιμέρους συμμαχιών διαφόρων επιπέδων μεταξύ των αντικαπιταλιστικών δυνάμεων, η διατήρησή της στο πολιτικό επίπεδο δεν μπορούσε να είναι βιώσιμη, μακροπρόθεσμα, κάτι που θεωρούμε ότι είναι φανερό σήμερα. Αλλά ακόμα και κάποιες επιμέρους τακτικές πολιτικές συμμαχίες με την αντι-νεοφιλελεύθερη σοσιαλδημοκρατία που επιχειρούν ορισμένες δυνάμεις της ευρωπαϊκής ριζοσπαστικής Αριστεράς δεν (πρέπει να) σημαίνουν την απομάκρυνσή της από τον απελευθερωτικό στόχο ενός σοσιαλισμού με δημοκρατία και ελευθερία, τον οποίο οφείλουν να προσεγγίζουν με διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, αλλά και ρήξεις.
Κώστας Καλλωνιάτης
Πηγή: Η Εποχή