Macro

Γυναίκες στην πολιτική σκηνή: Μια δύσκολη εξίσωση;

Η Ελλάδα κατέχει, σταθερά, την τελευταία θέση στον Δείκτη Ισότητας του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου Ισότητας των Φύλων (EIGE) και είναι ουραγός και σε ό,τι αφορά την εκπροσώπηση των γυναικών στους φορείς λήψης πολιτικών αποφάσεων.

Λίγες ημέρες μετά τις αυτοδιοικητικές εκλογές, οι αριθμοί είναι αποκαλυπτικοί. Σε σύνολο 332 δήμων μόλις 22 είναι οι γυναίκες που εκλέχθηκαν δήμαρχοι, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΚΕΔΕ. Τι κι αν είναι υποχρεωτικό βάσει της νομοθεσίας να υπάρχει ποσόστωση για την εκπροσώπηση κάθε φύλου, σε ποσοστό τουλάχιστον στο 40%, για να είναι έγκυρη η κατάρτιση ενός ψηφοδελτίου. Εκτός λίγων εξαιρέσεων, μάλιστα, που έχουν να κάνουν κυρίως με αριστερές και προοδευτικές παρατάξεις, βλέπουμε τις γυναίκες περισσότερο ως υποψήφιες για τα κοινοτικά και όχι τα δημοτικά συμβούλια. Ακόμη και έτσι, όμως, σημαντικά λιγότερες είναι οι γυναίκες που τελικά εκλέγονται σύμβουλοι, και σκανδαλωδώς λιγότερες ακόμη είναι οι γυναίκες που αναλαμβάνουν επικεφαλής των συνδυασμών, ώστε να εκλεγούν δήμαρχοι σε περίπτωση νίκης!

Το νομικό οπλοστάσιο για την ουσιαστική ισότητα δεν αρκεί για να μην υφίστανται οι γυναίκες διακρίσεις με βάση το φύλο τους, και στο πεδίο της πολιτικής. Η ισότιμη συμμετοχή των γυναικών στα κοινά παραμένει και σήμερα ένα αίτημα ζωντανό και ανεκπλήρωτο και σχετίζεται σοβαρά με την αναπαραγωγή μιας σειράς έμφυλων στερεότυπων και προκαταλήψεων αλλά και την επικράτηση ολοένα και πιο συντηρητικών πολιτικών ιδεολογιών με όρους έντασης των ανισοτήτων, της ετερο-πατριαρχίας και του αυταρχικού νεοφιλελευθερισμού.

Τι είναι αυτό που κάνει τις γυναίκες να μην επιθυμούν ιδιαίτερα να ασχοληθούν με την πολιτική; Και τι φταίει που όταν αποφασίζουν να εμπλακούν, δεν ενθαρρύνονται και δεν επιβραβεύονται με την ψήφο του κόσμου; Η απάντηση «κρύβεται» στις έμφυλες ανισότητες, ορατές σε κάθε έκφανση της ζωής μας, στην έμφυλη βία και τον σεξισμό που τείνουν να κανονικοποιηθούν. Μέσα σε αυτό το συγκείμενο, η διεκδίκηση της ισότιμης συμμετοχής και εκπροσώπησης μας στην πολιτική ζωή της χώρας παραμένει μια μεγάλη πρόκληση. Οι ποσοστώσεις φαίνεται πως έχουν περιορισμένη αποτελεσματικότητα αν δεν αποδομηθούν στην πράξη και συστηματικά τα έμφυλα στερεότυπα που θέλουν τις περισσότερες γυναίκες λιγότερο ικανές να ασχοληθούν με επιτυχία με την πολιτική, και αν, δεν καταπολεμηθούν τα πολλαπλά εμπόδια που καθιστούν την πολιτική ένα περιβάλλον δυσπρόσιτο για τις γυναίκες.

Μια άλλη κρίσιμη πτυχή του ζητήματος είναι ότι από τις γυναίκες που στρέφονται και παραμένουν στην πολιτική δράση μέσω της εμπλοκής τους στην αυτοδιοίκηση, λίγες τελικά είναι εκείνες, ακόμα και προσκείμενες σε αριστερές παρατάξεις, που παρουσιάζουν όραμα και προτάσεις για πολιτικές για την ισότητα των φύλων. Ίσως λόγω φόβου ότι κάτι τέτοιο δεν «ταιριάζει» στην παραδοσιακή αντίληψη του «πολιτικού» ή ακόμη και για να μην χαρακτηριστούν «γραφικές» και «εμμονικές» από το ίδιο το πολιτικό τους περιβάλλον.

Αφήνουμε για το τέλος αυτού του σύντομου κειμένου την διαπίστωση ότι παραμένουν πολιτικά ανενεργοί σημαντικοί προβληματισμοί της φεμινιστικής θεωρίας και των σχετικών επεξεργασιών για ζητήματα πολιτικής συμμετοχής και εκπροσώπησης, που θα εμπλούτιζαν τη συζήτηση με κριτικές προσεγγίσεις που ξεπερνούν το δίπολο «άνδρες- γυναίκες», την ουσιοκρατία και τις διχοτομικές έμφυλες ιεραρχίες στην πολιτική. Που θα ενσωμάτωναν τις προτάσεις τους για την συμπερίληψη χωρίς περιορισμούς των πολλαπλών διαθεματικών πολιτικών υποκειμένων και που θα συνέβαλλαν στην κριτική αποδόμηση της πολιτικής που ταυτίζεται με τον ανδρισμό (manhood).

Εκτός από τις έμφυλες και διαθεματικές διαστάσεις της πολιτικής και του πολιτικού, θα έπρεπε να απασχολήσει σοβαρά, τουλάχιστον τους αριστερούς αυτοδιοικητικούς σχηματισμούς, η απίσχναση της δημοκρατίας ως πρόταγμα και μορφή συνύπαρξης, η πολιτική συμμετοχή και εκπροσώπηση, ο ανδροκεντρισμός της πολιτικής διαδικασίας, η διάκριση δημόσιου και ιδιωτικού και η βία με βάση το φύλο στην πολιτική. Τέτοιες πολιτικές επεξεργασίες θα συνέβαλλαν καθοριστικά στην επανεννοιολόγηση της πολιτικής και την πολιτικότητα της ουτοπίας (Βουγιούκα, Λιάπη 2021).

Κλείνοντας, κατά την άποψή μας, παραμένει ζητούμενο η διατύπωση προτάσεων έμφυλων πολιτικών και πλαισίου δράσεων στο επίπεδο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης που θα ενισχύουν την ορατότητα των γυναικών/θηλυκοτήτων και την ανάδειξη μιας αντισεξιστικής ατζέντας, που δημιουργεί καλύτερες συνθήκες για την αύξηση της συμμετοχής τους στους θεσμούς, την ενδυνάμωσή τους και τη διατύπωση μιας εναλλακτικής πιο συμπεριληπτικής πολιτικής ατζέντας. Αφορά σε προτάσεις θεσμικού χαρακτήρα αναφορικά με όλα τα πεδία της δημόσιας και επαγγελματικής ζωής, σε διαδικασίες και θέσεις λήψης αποφάσεων όπως εν προκειμένω στην τοπική και περιφερειακή αυτοδιοίκηση, σε συνδικαλιστικούς φορείς, σε οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών κ.α. καθώς και έμμεσα μέτρα που έχουν καθοριστική σημασία για την απόκτηση των απαιτούμενων πόρων που επιτρέπουν την ενεργή πολιτική συμμετοχή και εκπροσώπηση.

Η Μαρία Αποστολάκη είναι δικηγόρος και δημοτική σύμβουλος Δήμου Φιλοθέης – Ψυχικού, επικεφαλής της Δημοτικής Κίνησης «Ενεργοί Πολίτες»

Η Μαρία Λιάπη είναι κοινωνιολόγος-ερευνήτρια

Η ΕΠΟΧΗ