Στη διακεκαυμένη ζώνη της Ιστορίας καταδύεται αυτή τη φορά ο Γιώργος Μπουγελέκας και μέσα από το καινούργιο του βιβλίο «Ο εγγονός της Άννας» (εκδ. Κέδρος) ανασύρει την εν πολλοίς άγνωστη ιστορία της ισραηλινής κοινότητας της Αθήνας στα χρόνια της Κατοχής και της αποφυγής ενός ακόμα ολοκαυτώματος όπως αυτά που έζησαν οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης και άλλων ελληνικών πόλεων. Μέσα από ένα ενδιαφέρον παιχνίδι ανάμεσα στο παρόν, όπου τα νεοναζιστικά μορφώματα διεκδικούν παρουσία στο ευρωπαϊκό τοπίο, και το παρελθόν, την αφήγηση δηλαδή της Εβραίας γιαγιάς Άννας στον εγγονό της που αρχίζει να γοητεύεται από τη ρατσιστική ρητορική, ξεδιπλώνεται ένα μυθιστόρημα άξιο προσοχής τόσο για τη θεματική του όσο και για τους αφηγηματικούς του κώδικες, τη γλώσσα και την εικονοκλαστική του δύναμη. «Η σιωπή τρέφει το θηρίο» λέει ο Γιώργος Μπουγελέκας και υπενθυμίζει ότι «με το παρελθόν μας δεν μπορούμε να κόψουμε τις γέφυρες γιατί θα μας εκδικηθεί». Ως εκπαιδευτικός, μάλιστα, διαπιστώνει ότι «έχουμε ανάγκη από ένα σχολείο γενικής παιδείας και μόρφωσης και όχι από ένα σχολείο της απόλυτης εξειδίκευσης» ως ισχυρό αντίδοτο στην επανάκαμψη του ναζισμού.
* Πώς η Ιστορία γίνεται λογοτεχνία;
Η Ιστορία μπορεί να γίνει λογοτεχνία αν ακολουθήσουμε τη σεφερική συμβουλή, ότι μυθιστόρημα είναι μια διαπλοκή του μύθου με την Ιστορία. Όταν δηλαδή δημιουργήματα της φαντασίας του συγγραφέα βρεθούν σε διάλογο με ιστορικά πρόσωπα. Η λογοτεχνία έχει τότε το δικαίωμα να παρεισφρήσει στα ιστορικά κενά και να τα γεμίσει με τη δική της αύρα.
* Υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να παραποιηθεί, να παραχαραχθεί η Ιστορία.
Η ιστορία είναι μια διαρκής ανάπλαση του παρελθόντος. Ο λογοτέχνης οφείλει να λάβει σοβαρά υπόψη του την ιστορική έρευνα μέχρι τη στιγμή της συγγραφής του δικού του έργου και από κει και πέρα για να μπορέσει να μεταφέρει τις αγωνίες του φέρνει σε επαφή τους δικούς του ήρωες με τους ήρωες της πραγματικής Ιστορίας.
* Στο βιβλίο σας μπαίνετε σε διακεκαυμένες ζώνες της πρόσφατης Ιστορίας αλλά και της σημερινής συνθήκης. Η ιστορία της σωτηρίας της εβραϊκής κοινότητας της Αθήνας, το ΕΑΜ, η σημερινή αναβίωση του νεοναζισμού, μπαίνουν μπροστά στο πλάνο της πλοκής.
Είναι γεγονός ότι για το ολοκαύτωμα των Εβραίων στη Θεσσαλονίκη, κυρίως, και στα Γιάννενα υπάρχουν λογοτεχνικές αναφορές. Για το ολοκαύτωμα των Εβραίων της Αθήνας έχουν αποτυπωθεί στη λογοτεχνία ελάχιστα και θεώρησα αναγκαίο να αναδυθούν αυτά τα ιστορικά γεγονότα. Αυτό ισχύει και για το συλλογικό υποσυνείδητο των κατοίκων της πρωτεύουσας, παρά το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της Κατοχής στην Αθήνα υπήρξε μια πάνδημη προσπάθεια διάσωσης όσο το δυνατόν περισσότερων Εβραίων, κυρίως από το ΕΑΜ, αλλά και από άλλες ετερόκλητες δυνάμεις, όπως ο Δαμασκηνός και ο Άγγελος Έβερτ.
* Τι επιδιώκετε όταν αναλαμβάνετε να διαχειριστείτε αυτά τα θέματα και κυρίως όταν αποφασίζετε να μιλήσετε για την εν πολλοίς άγνωστη ιστορία της εβραϊκής κοινότητας της Αθήνας στην Κατοχή;
Όταν ξεκίνησε η συγγραφή του βιβλίου, είχα στο νου μου τρεις διαπλεκόμενους μεταξύ τους στόχους. Τη γνωστοποίηση στο ευρύτερο κοινό της ιστορίας διάσωσης και της προσωπικής στάσης του ραβίνου Μπαρζιλάι, η οποία υπήρξε και το κλειδί για τη σωτηρία της ισραηλιτικής κοινότητας της Αθήνας. Επιπλέον, μέσα από το γεγονός ότι η ηρωίδα του βιβλίου, η Άννα, είναι Εβραία και οικονομικά αδύναμη, επιχείρησα να συμβάλω στην αποδόμηση του γνωστού στερεότυπου πως όλοι ανεξαιρέτως οι Εβραίοι είναι εύποροι. Τελευταίος αλλά προφανώς πολύ σημαντικός στόχος είναι η ανάδειξη των κινδύνων που απορρέουν από την επανεμφάνιση των δοξασιών του φανατισμού και της μισαλλοδοξίας στους σχολικούς χώρους.
* Πώς ξεκινήσατε να γράφετε το βιβλίο;
Είναι αδύνατον ένας συγγραφέας να μην εμπνευστεί και επηρεαστεί από γεγονότα που ο ίδιος έχει βιώσει. Κάποια στιγμή γνώρισα μια ηλικιωμένη κυρία, εβραϊκής καταγωγής, από την Κομοτηνή, που ζούσε σε απόλυτη αρμονία με την οικογένεια της κόρης της και τους δύο εγγονούς της. Το παράδειγμα αυτό σε συνδυασμό με ένα κείμενο που βρέθηκε μπροστά μου από τα «Ενθέματα» της «Αυγής», για τις πλαστές ταυτότητες των Εβραίων της Αθήνας στην Κατοχή, μου έδωσαν το αρχικό υλικό για τη δημιουργία της πλοκής αυτού του βιβλίου.
* Έχετε καμία σχέση με την εβραϊκή κοινότητα;
Όχι. Είμαι μικρασιατικής καταγωγής και οι λόγοι που με ώθησαν να ασχοληθώ με το θέμα ήταν καθαρά συναισθηματικοί και ιδεολογικοί.
* Υπάρχουν άλλα προσωπικά σας στοιχεία στο βιβλίο;
Υπάρχουν όντως οικογενειακές εμπειρίες κόντρα στα στερεότυπα που μας περιβάλλουν για τους Εβραίους και τον ρατσισμό, μιας και κατά τη γνώμη μου ο αντισημιτισμός είναι μια από τις πολλές αποκρουστικές μορφές ρατσισμού.
* Γιατί να μιλήσουμε σήμερα για τον αντισημιτισμό;
Όπως αναφέραμε και προηγουμένως, ο αντισημιτισμός είναι μια μορφή ρατσισμού και, όπως έχει καταγράψει η παγκόσμια Ιστορία μέχρι σήμερα, όποτε και όπου εμφανίζεται ο αντισημιτισμός, αρχικά με υφέρπουσα μορφή και στη συνέχεια ολοκάθαρα, παρουσιάζονται οι δοξασίες μιας ανώτερης φυλής που οφείλει να εξοντώσει όλες τις κατώτερες φυλές. Στον 20ό αιώνα αυτές οι δοξασίες πήραν την αποτρόπαια μορφή του ναζισμού και του φασισμού, με θύματα Εβραίους, Ρομά, ομοφυλόφιλους, κομμουνιστές και ανάπηρους. Γι’ αυτά τα ζητήματα δεν πρέπει να σταματάμε να μιλάμε και να μιλάμε κυρίως στους νέους. Η σιωπή τρέφει το θηρίο. Τέλος, χωρίς ασφαλώς να σχετικοποιούμε τη μοναδικότητα της φρίκης του Ολοκαυτώματος, αξίζει να σταθούμε στην εξής παρατήρηση του Ζαν-Πωλ Σαρτρ: «Ο Εβραίος δεν είναι παρά ένα πρόσχημα: αλλού θα χρησιμοποιήσουν τον νέγρο, αλλού τον Κινέζο». Ο αντισημιτισμός δεν είναι πρόβλημα μόνο των Εβραίων: είναι και δικό μας!
* Πόσο εύκολο είναι για έναν συγγραφέα να διαχειριστεί λογοτεχνικά αλλά και πολιτικά τέτοιου είδους ζητήματα, που αφορούν την Ιστορία, τη συλλογική μνήμη;
Οι μνήμες, οι αγωνίες, οι αναμνήσεις, τα διάφορα υπερεγώ που καταδυναστεύουν τη ζωή όλων, επομένως και του συγγραφέα, αλλά και οι κοινωνικές επιδράσεις, οι ιδεολογικές καταβολές και αναζητήσεις, συνθέτουν το πλαίσιο της ανάγκης να μοιραστεί ιδέες και συναισθήματα εκτιμώντας ότι μπορεί έτσι να συμβάλει στην αυτογνωσία και στην αναδιαμόρφωση όλων εκείνων των πραγμάτων που πλαισιώνουν τη ζωή μας και εκτιμά ότι κάποια στιγμή πρέπει να αλλάξουν. Το μυθιστόρημα είναι ένα εξαιρετικά δύσκολο πεδίο. Προσωπικά, ακολούθησα τη διαδικασία μετάβασης από το δύσκολο σήμερα με την εμφάνιση του νεοναζισμού σε ένα εξίσου δύσκολο χθες που κυριαρχούσε ο ναζισμός, ώστε μετά από μια διαδικασία αναστοχασμού να συμβάλει ο συγγραφέας με τις όποιες δυνάμεις του στην αντιμετώπιση του φασιστικού φαινομένου σήμερα και αύριο.
* Υπάρχει μια υφέρπουσα αμνησία στις μέρες μας;
Ο λαός που δεν γνωρίζει την Ιστορία του και τον πολιτισμό του είναι καταδικασμένος στην εξαφάνιση μέσω της απορρόφησής του από ένα άχρωμο και άοσμο παγκοσμιοποιημένο μοντέλο. Προφανώς χωρίς καμία διάθεση εθνικιστικής προσέγγισης, πιστεύω στη διάσωση της ιστορικής αλήθειας και μέσα από καλλιτεχνικά δημιουργήματα, γιατί η λέξη αλήθεια είναι σύνθετη από το στερητικό άλφα και τη λήθη. Άλλωστε ο σεφερικός στίχος «κι αν σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές, είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή, γιατί είναι αμίλητη και προχωράει» είναι οδηγός μου σε κάθε συγγραφική απόπειρα μέχρι τώρα. Και στις δύο προηγούμενες συλλογές διηγημάτων, τα «Διαβατήρια» και την «Ονειρική παρανομία», και πολύ περισσότερο στον «Εγγονό της Άννας», επιχειρώ μέσω του αφηγηματικού μύθου και της ιστορικής διαδρομής να ειπωθούν σκληρές αλλά, νομίζω, ουσιαστικές αλήθειες. Ότι δηλαδή με το παρελθόν μας δεν μπορούμε να κόψουμε τις γέφυρες γιατί θα μας εκδικηθεί.
* Στο βιβλίο σας εμφανίζετε την αποτρόπαια όψη του νεοναζισμού στο σχολείο. Ως εκπαιδευτικός, τι διαπιστώνετε;
Στο σχολείο σήμερα είναι εμφανής η προσπάθεια διείσδυσης των απόψεων του ρατσισμού και της μισαλλοδοξίας, από τη μία μεριά, και, από την άλλη, η αντίδραση των ίδιων των εκπαιδευτικών που αντιπαλεύουν το φαινόμενο με όσες δυνάμεις διαθέτουν. Κατά τη γνώμη μου, ο αποτελεσματικότερος τρόπος αντιμετώπισης αυτής της πραγματικότητας είναι η όσο το δυνατόν ευρύτερη μόρφωση των παιδιών, με βασικό της άξονα την καλλιτεχνική παιδεία που εθίζει τους εφήβους μέσω της απίστευτης ποικιλομορφίας της στην αποδοχή του διαφορετικού και στην καλλιέργεια της καλαισθησίας. Κατά συνέπεια, έχουμε ανάγκη από ένα σχολείο γενικής παιδείας και μόρφωσης και όχι από ένα σχολείο της απόλυτης εξειδίκευσης.
Πηγή: Η Αυγή