Macro

Οι Γερμανοί Σοσιαλδημοκράτες χωρίς προσανατολισμό

Εκείνο το ανοιξιάτικο βροχερό πρωινό μια ομάδα μαθητών περνάει μπροστά από το Stadthalle (1) του Μπαντ Γκόντεσμπεργκ. Κανένας από τους εφήβους δεν κάνει τον κόπο να ρίξει ένα βλέμμα στο παλιοκαιρίσιο κτίριο, του οποίου ιδιοκτήτρια είναι η πόλη και όπου έγινε ένα ιστορικό συνέδριο του γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD). Τον Νοέμβριο του 1959, το μαρξιστικό κόμμα που είχε ιδρυθεί το 1875 στην Γκότα «αποδέχεται την ελεύθερη οικονομία της αγοράς οπουδήποτε εκδηλώνεται ο ανταγωνισμός», δηλώνει πίστη στο Δυτικό μπλοκ και διακηρύσσει την επιθυμία του να ανοιχτεί και σε άλλες κοινωνικές ομάδες εκτός από τους εργάτες. Εκείνη την εποχή μετά βίας υποστηρίζει ακόμη «την εγκαθίδρυση μιας νέας κοινωνικής και οικονομικής τάξης» και ίσα που παραδέχεται ότι «η συλλογική ιδιοκτησία είναι μια νόμιμη μορφή δημόσιου ελέγχου, την οποία κανένα σύγχρονο κράτος δεν πρέπει να απαρνηθεί» (2)…

Σχεδόν έξι δεκαετίες αργότερα, αυτό το πρόγραμμα συνθηκολόγησης θεωρείται ανυπόφορα ριζοσπαστικό από τους σύγχρονους ηγέτες του κόμματος. Από το 1998 έως το 2005, το SPD, που κυβερνούσε μαζί με τους Πράσινους, επέβαλε την «Ατζέντα 2010», την καταστροφή της κοινωνικής προστασίας (συντάξεις, επιδόματα ανεργίας, εργασιακό δίκαιο). Ως ελάσσων εταίρος (3) της «μεγάλης συμμαχίας», υπό την Άγγελα Μέρκελ μεταξύ του 2005 και του 2009 και στη συνέχεια μεταξύ του 2013 και του 2017, έχασε τη φωνή του: με αμφιλεγόμενη θέση όταν έπρεπε να εμποδίσει τον υπουργό Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε να σφίξει τη θηλιά που πνίγει την Ελλάδα, αποσυντονισμένο όταν η καγκελάριος θέσπιζε τον ελάχιστο μισθό, μια πρόταση-σημαία των Σοσιαλδημοκρατών, και αποπροσανατολισμένο όταν η Μέρκελ υπερασπιζόταν την υποδοχή των προσφύγων το 2015.

Η θριαμβευτική εκλογή στην ηγεσία του κόμματος του τέως προέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Μάρτιν Σουλτς, την οποία τα ΜΜΕ και οι εταιρείες δημοσκοπήσεων χαιρέτησαν ως σημείο καμπής, υποτίθεται ότι θα έβαζε και πάλι το κόμμα σε μια σειρά και θα προετοίμαζε τη νίκη του στις εκλογές της 24ης Σεπτεμβρίου μετά από δώδεκα χρόνια κυριαρχίας των συντηρητικών. Όμως τρεις διαδοχικές ήττες, τον Μάρτιο και τον Μάιο, στις περιφερειακές εκλογές του Σαρ, του Σλέσβιγκ-Χολστάιν και της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, έσκασαν την επικοινωνιακή φούσκα και έβαλαν πάγο στις ελπίδες. Και μολονότι αποτελούν μέρος των ιδιαιτεροτήτων της γερμανικής πολιτικής ζωής, οι περιφερειακές συμμαχίες του SPD εντείνουν την αίσθηση της ασυνέπειας. Το κόμμα συγκυβερνά τέσσερα ομόσπονδα κρατίδια με τους συντηρητικούς της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (CDU) (4). Σε άλλα τρία, συγκυβερνά με το Die Linke, τη ριζοσπαστική Αριστερά. Σε σημείο που τίθεται το ερώτημα: το SPD, με τις συμπαγείς δομές του και τα αναγνωρίσιμα ηγετικά στελέχη του, αποτελεί ακόμα μια πολιτική δύναμη ικανή να προτείνει ένα κοινωνικό όραμα; Διαθέτει ακόμα ιδεολογικό προσανατολισμό ή υπάρχει μονάχα για να διατηρεί τις θέσεις του στην εξουσία, ακόμα και αν τη μοιράζεται με τη Δεξιά;

Αν κάποιος πάρει στα σοβαρά τις διακηρύξεις προθέσεων, το ερώτημα είναι άνευ περιεχομένου. Το κόμμα ισχυρίζεται ότι θέλει να ξαναδημιουργήσει την κοινωνική οικονομία της αγοράς, να καταστήσει το κράτος κινητήρια δύναμη ανάπτυξης και δημιουργίας θέσεων εργασίας, να αυξήσει τη φορολογία των υψηλών εισοδημάτων, να ρυθμίσει τις χρηματοοικονομικές αγορές, να αγωνιστεί ενάντια στις καταχρηστικές συνθήκες απασχόλησης των ενοικιαζόμενων εργαζομένων, υπέρ της διεύρυνσης των δικαιωμάτων των εργαζομένων στο πλαίσιο των επιτροπών επιχειρήσεων (5) κ.λπ. Κατ’ αρχήν, φαίνεται να υπάρχουν λίγα κοινά σημεία με τους Χριστιανοδημοκράτες, οι οποίοι είναι υπερασπιστές μιας ελεύθερης αγοράς με ακόμα λιγότερους ελέγχους και με φορολογικές ελαφρύνσεις, αντιτίθενται στην επαναφορά του φόρου περιουσίας και είναι αδυσώπητοι επικριτές του δημόσιου χρέους. Οι συμμαχίες CDU-SPD, τόσο σε εθνικό όσο και σε τοπικό επίπεδο, αναδεικνύουν μια προγραμματική διαπερατότητα μεταξύ των δύο αυτών κομμάτων. Και δημιουργούν κυρίως την αίσθηση ότι οι Σοσιαλδημοκράτες κάνουν περισσότερες παραχωρήσεις στους αντιπάλους τους. Πράγμα που με τη σειρά του προκαλεί συναισθήματα απογοήτευσης στα οργανωμένα μέλη του κόμματος και τους συμπαθούντες.

Καταγόμενος από το Ντύλμεν, μια κοινότητα του Ρουρ όπου τα παλιά εργοστάσια μετατρέπονται σε κομψές πολυτελείς κατοικίες, ο Αντρέ Στίνκα, υποψήφιος του SPD στις περιφερειακές εκλογές της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, παραδέχεται μια απόκλιση μεταξύ του πολιτικού λόγου και της πραγματικότητας: «Δεν σταματάμε στιγμή στο κόμμα να μιλάμε για τις γυναίκες που μεγαλώνουν μόνες τους παιδιά. Ποιος όμως από εμάς τις γνωρίζει πραγματικά; Μερικοί εκλεγμένοι εκπρόσωποι δεν μιλούν πλέον στους ανθρώπους στους οποίους υποτίθεται ότι απευθύνονται». Συνταξιούχος πλέον, ο Ράινερ Αϊνένκελ, πρώην πρόεδρος της επιχειρησιακής επιτροπής της Opel, είναι πιο κατηγορηματικός. Το SPD, επισημαίνει, «εγκατέλειψε τους εργάτες διότι πίστεψε ότι οι εργάτες θα εξαφανίζονταν από μόνοι τους». Η διαπίστωση αυτή βασίζεται σε μια μακρά εμπειρία, στη διάρκεια της οποίας διαπραγματεύτηκε με τους τοπικούς εκλεγμένους Σοσιαλδημοκράτες πλήθος κοινωνικών προγραμμάτων, συνδεδεμένων κυρίως με το κλείσιμο εργοστασίων: «Το πρόβλημα του SPD», προσθέτει, «είναι η τάση του να κυβερνάει με τον ένα και με τον άλλο. Το κόμμα αυτό έχει πρόβλημα με τις ίδιες του τις καταβολές. Θα μπορούσε να πει κανείς και το ίδιο για τους Χριστιανοδημοκράτες, όμως η CDU παραμένει πολύ περισσότερο συνδεδεμένη με τις ιδεολογικές της βάσεις».

Καγκελάριος από το 1998 έως το 2005, ο Γκέρχαρντ Σρέντερ προκάλεσε την κορύφωση της ιδεολογικής θολούρας. Συντονιζόμενος με τον νεοφιλελεύθερο «τρίτο δρόμο» του Άντονι Μπλερ στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο Σοσιαλδημοκράτης ηγέτης λανσάρισε το «νέο Κέντρο»: με πρόσχημα τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, μείωσε τα κρατικά βοηθήματα, ελαστικοποίησε την εργασία και απαίτησε να αναλάβει ο καθένας την ευθύνη του εαυτού του. Μέσα σε λίγα χρόνια, οι φτωχοί εργαζόμενοι αντικατέστησαν τους επιδοτούμενους ανέργους –με δύο λόγια, συνέβη το αντίθετο από εκείνο που επιτάσσει η φιλοσοφία που ισχυρίζεται πως έχει το SPD. Το κόμμα αποκόπηκε τότε από την οργανωμένη βάση του κι έχασε τις εκλογές. Και το αποκορύφωμα της ειρωνείας είναι ότι, στην πρώτη πολιτική της ομιλία, στο τέλος του 2005, η νέα καγκελάριος εξήρε το θάρρος του προκατόχου της.

Δύο χρόνια αργότερα γεννήθηκε το Die Linke, ένα κίνημα της Αριστεράς έντονα εχθρικό προς αυτόν τον σοσιαλφιλελεύθερο προσανατολισμό. Οι κατά προτεραιότητα συμμαχίες με αυτόν τον πολιτικό φορέα θα βοηθούσαν το SPD να ενισχύσει τον αριστερό του προσανατολισμό. Όμως, σε εθνικό επίπεδο το θέμα προκαλεί ομηρικές αντιπαραθέσεις: «Το SPD δεν μπορεί να συμμαχήσει με το Die Linke, κυρίως επειδή αυτό αγωνίζεται για την αποχώρηση από το ΝΑΤΟ» –και επιπλέον για τη διάλυση της συμμαχίας– δηλώνει κατηγορηματικά ο Σοσιαλδημοκράτης τέως ευρωβουλευτής Χέλμουτ Κούνε. Κι όμως, τα δύο κόμματα συγκυβερνούν τα ομόσπονδα κρατίδια του Βερολίνου, του Βραδεμβούργου, αλλά και της Θουριγγίας, όπου το περιφερειακό κοινοβούλιο εδρεύει στην πρωτεύουσά της Ερφούρτη. Ο Ματίας Χέυ, πρόεδρος της σοσιαλδημοκρατικής ομάδας στο περιφερειακό κοινοβούλιο, βλέπει στο πρόσωπο του Μπόντο Ραμέλωβ, του τοπικού πρωθυπουργού (Minister-präsident), μέλος του Die Linke, έναν «ρεαλιστή» πολιτικό, με τον οποίο το κόμμα του ευχαρίστως συνασπίζεται «προκειμένου να αγωνιστεί κατά των ανισοτήτων σε μια χώρα που έχει περισσότερους από ένα εκατομμύριο εκατομμυριούχους». Αναγνωρίζει όμως την ύπαρξη σημαντικών πολιτικών διαφωνιών με τον εταίρο του. Τον περασμένο χρόνο, για παράδειγμα, όταν ο εθνικός κυβερνητικός συνασπισμός CDU-SPD θέλησε να απελάσει τους Μαροκινούς, Αλγερινούς και Τυνήσιους των οποίων οι αιτήσεις για άσυλο είχαν απορριφθεί, το Die Linke και οι Πράσινοι αντιτάχθηκαν σε αυτό.

Αρκετοί βουλευτές του SPD διαβεβαιώνουν ότι ο «φυσικός σύμμαχός τους» στο Κοινοβούλιο θα μπορούσε κάλλιστα να είναι το Die Linke, αν το κόμμα αυτό αποτελούνταν «μονάχα από ρεαλιστές». Πράγμα που σημαίνει: βουλευτές σαν αυτούς που έχει στην πρώην Ανατολική Γερμανία, συνηθισμένους στις συμμαχίες με Σοσιαλδημοκράτες, αντίθετα με εκείνους από τη Δύση, που είναι ένα αμάλγαμα «πρώην κομμουνιστών, αναρχικών και απογοητευμένων από τις δικές μας τάξεις», όπως τους χαρακτηρίζει, με μια δόση πικρίας ο Αντρέας Μπραουσεβάιν, Δήμαρχος της Ερφούρτης και μέλος του SPD. Πριν από αυτό όμως, προσθέτει, «πρέπει να προβληματιστούμε για τους λόγους που έφεραν το κόμμα σήμερα σε τόσο δύσκολη θέση: έχει μεταλλαχθεί κοινωνικά. Έχασε τους παραδοσιακούς ψηφοφόρους του, τους εργάτες». Ένα ακόμη επιχείρημα που συχνά προβάλλεται προκειμένου να εξηγήσει την έλλειψη ελκυστικότητας από την οποία υποφέρει: το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα δεν είναι φορέας κανενός εναλλακτικού μοντέλου της κοινωνίας, ούτε καν ενός συνολικού πολιτικού προγράμματος από τότε που κέρδισε τις ουσιαστικότερες μάχες του: πρώτες συλλογικές συμβάσεις, αγώνας για την αναγνώριση των συνδικάτων, εργασιακή ημέρα των οκτώ ωρών, θέσπιση των επιχειρησιακών συμβουλίων και των επιδομάτων ανεργίας, πολιτική προσέγγισης με τη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας και το ανατολικό μπλοκ στη δεκαετία του 1970 (Ostpolitik) κ.λπ.

Κι αν, εξαιτίας του γεγονότος ότι συγκυβερνούν μαζί με την CDU, οι Σοσιαλδημοκράτες έχουν καταδικαστεί να εκπροσωπούν την κοινωνική συνείδηση της γερμανικής Δεξιάς; Στο περιφερειακό κοινοβούλιο του Μεκλεμβούργου-Δυτικής Πομερανίας, στο Σβέριν, όπου το SPD είναι εταίρος μιας συμμαχίας υπό την ηγεσία των Χριστιανοδημοκρατών, οι επικρίσεις αυτές απορρίπτονται με μια χειρονομία απαξίας. «Υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές», διαβεβαιώνει ο Τόμας Κρούγκερ, πρόεδρος της σοσιαλδημοκρατικής κοινοβουλευτικής ομάδας. «Θέλουμε περισσότερες συλλογικές διαπραγματεύσεις σχετικά με τη μισθολογική ισότητα Ανατολής-Δύσης. Δεν ισχύει αυτό για τη CDU. Στο θέμα της διάρκειας της εργασιακής ημέρας, δεν λέμε πάντα τα ίδια πράγματα. Εμείς είμαστε υπέρ της δωρεάν εκπαίδευσης. Εκείνοι όχι. Κι έπειτα θέλουν να ιδιωτικοποιήσουν τα πάντα. Εμείς διακηρύσσουμε τη σημασία του ρόλου του κράτους». Εντός αυστηρών πλαισίων πάντως, σύμφωνα με τον κανόνα που θεσπίστηκε στο Μπαντ-Γκόντεσμπεργκ: «ο ανταγωνισμός όσο το δυνατό περισσότερο – ο σχεδιασμός όσο είναι αναγκαίος».

Σύμφωνα τον Μπένγιαμιν Χίμλερ, εργαζόμενο στο Friedrich Ebert Stiftung, ένα ίδρυμα πολιτικού προβληματισμού προσκείμενου στο SPD, το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα «έχει γίνει συντηρητικό. Εργάζεται για τη διατήρηση του στάτους κβο. Δεν εκπλήσσει λοιπόν το γεγονός ότι έχει γίνει φυσικός σύμμαχος της CDU». Ο Χίμλερ το υπόσχεται: αν μετά από τις επόμενες εκλογές προκύψει και πάλι ο «μεγάλος συνασπισμός» στο Βερολίνο, θα επιστρέψει την κομματική του ταυτότητα. Προς το παρόν προβληματίζεται, όπως και άλλοι, για τις δυνατότητες του Σουλτς, ο οποίος ορίστηκε επικεφαλής του ψηφοδελτίου του κόμματος μετά την παραίτηση του Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, να ενσαρκώσει την ανανέωση. Ο τέως πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου πολλαπλασιάζει τα αντιφατικά μηνύματα. Αναγνωρίζει ότι οι μεταρρυθμίσεις του Σρέντερ δημιούργησαν μια γενιά «φτωχών εργαζομένων», διακηρύσσει ότι θέλει να πετύχει καλύτερα επιδόματα ανεργίας, βελτίωση των συντάξεων, να αγωνιστεί ενάντια στην κατάχρηση των συμβάσεων ορισμένης διάρκειας –μια σειρά από θέσεις που αρέσουν στον Ράινερ Χόφμαν, πρόεδρο της Γερμανικής Συνομοσπονδίας Συνδικάτων (DGB). Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα συνδικάτα και το SPD έχουν καλύτερες σχέσεις από αυτές που είχαν επί ηγεσίας Σρέντερ.

Όμως ο Σουλτς ξέρει επίσης και να ευθυγραμμίζεται με πιο συντηρητικές θέσεις. Για παράδειγμα, όταν αναφέρει το ενδεχόμενο μιας εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη αν δεν φέρει σε πέρας «τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις». «Η αντίληψη του επίσημου υποψήφιου του SPD για την κοινωνική δικαιοσύνη δεν είναι ακόμα σαφής στα μάτια των εκλογέων», εκτιμά ο Μάρτιν Κόσκαρ, πολιτικός επιστήμονας στο πανεπιστήμιο του Ροστόκ.

Αυτό δεν διέφυγε της προσοχής της Σάρα Βάγκενκνεχτ. Η επίσημη υποψήφια του Die Linke, θεωρούμενη από πολλούς Σοσιαλδημοκράτες υπερβολικά ριζοσπαστική, καλεί το SPD να επανασυνδεθεί με τις θεμελιώδεις αξίες του. Ιδίως με ένα απόσπασμα του προγράμματός του στο Βερολίνο, το 1989 (6): «Οι σύγχρονες κοινωνικές επαναστάσεις υποσχέθηκαν περισσότερη ελευθερία, ισότητα και αδελφότητα από όση προσέφεραν. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το εργατικό κίνημα διεκδικεί μια αλληλέγγυα κοινωνία με ελευθερία για όλους. Πρέπει να έρθει σε πέρας ένα θεμελιώδες ιστορικό πείραμα: δεν φτάνει να διορθώσουμε τις ζημιές του καπιταλισμού. Είναι αναγκαία μια νέα οικονομική και κοινωνική τάξη».

Στα βιβλία του για το SPD (7), ο πολιτικός επιστήμονας Φραντς Βάλτερ περιέγραψε την αργή ιδεολογική και κοινωνική διολίσθηση ενός κόμματος του προλεταριάτου προς το «νέο κέντρο». Κατά τα γραφόμενά του, το κόμμα αυτό δεν έχει πλέον «σοσιαλιστικό σκοπό». Ο Σουλτς έχει συχνά επικριθεί για την υπερβολική εγγύτητά του με τον πρόεδρο της Επιτροπής, τον φιλελεύθερο Ζαν-Κλωντ Γιουνκέρ. Εν όψει των εκλογών, έδειξε διατεθειμένος να κάνει μια ελαφρά στροφή προς τα αριστερά, χωρίς όμως να έχει διακηρύξει τη ρήξη με το παρελθόν. Το σημαντικότερο «κεφάλαιό» του είναι το ασυνήθιστο βιογραφικό και η συμπαθητική προσωπικότητά του, κοντά στον λαό. Το «προϊόν» αρέσει στα ΜΜΕ, τα καλά λόγια των οποίων κρατούν λίγο καιρό. Ο Σουλτς ονειρεύεται να γίνει ένας νέος Βίλυ Μπραντ, που ήταν καγκελάριος από το 1969 έως το 1974. Εκείνη την εποχή το SPD είχε περισσότερα από ένα εκατομμύριο μέλη, σήμερα έχει κάτι λιγότερο από 445.000. Τότε, με τη δύναμη ενός καθαρού πολιτικού μηνύματος, δεν είχε σοβαρό ανταγωνιστή στην Αριστερά.

 

  1. (Σ.τ.Μ.) Stadthalle: Δημαρχείο
  2. SPD «Le programme fondamental du parti social-démocrate allemand», Friedrich Ebert Stiftung, 1959, library.fes.de/prodok/fa89-03513.pdf
  3. Εταίρος μια συμμαχίας υπό την ηγεσία ενός κόμματος που κέρδισε περισσότερες κοινοβουλευτικές έδρες.
  4. Μεκλεμβούργο-Δυτική Πομερανία, Σαρ, Σαξωνία, Σαξωνία-Άνχαλτ.
  5. (Σ.τ.Μ.) Επιτροπές επιχειρήσεων: μικτές επιτροπές αποτελούμενες από εκπροσώπους του συνδικάτου και της εργοδοσίας, στο πλαίσιο των οποίων επιχειρείται η επίλυση των εργασιακών διαφορών, ώστε να μην φτάσουν τα πράγματα στην αντιπαράθεση εργαζομένων-εργοδοσίας. Το γεγονός ότι για την κήρυξη απεργίας απαιτείται η θετική ψήφος σε μυστική ψηφοφορία του 75% των εγγεγραμμένων στο συνδικάτο ενισχύει το βάρος των επιτροπών αυτών.
  6. SPD, «Grundsatzprogramm der Sozialdemokratischen Partei Deutschlands», Βερολίνο, 20 Δεκεμβρίου 1989, http://library.fes.de/prodok/fa89-03513.pdf
  7. Franz Walter, Die SPD, «Vom Proletariat zur neuen Mitte», Alexander Fest, Βερολίνο, 2002, και «Die SPD. Biographie einer Partei», Rowohlt Taschenbuch, (3η έκδοση), Ράινμπεκ, 2015.

William Irigoyen

Μετάφραση: Γιάννης Χρυσοβέργης

Πηγή: Le Monde Diplomatique