ΣΥΡΙΖΑ

Φωτεινή Βάκη: Κόμμα οπαδών ή κόμμα «συλλογικός διανοούμενος»;

Κάθε εκλογική ήττα κυβερνώντος κόμματος πρέπει να ακολουθείται από την ανασύνταξη και ανασυγκρότησή του, τη διεύρυνση και τη συσπείρωση, ιδιαίτερα όταν τα δείγματα γραφής της παρούσας κυβέρνησης είναι ο επελαύνων νεοφιλελευθερισμός, ενδεδυμένος έναν ακροδεξιό ιδεολογικό μανδύα, που αναβιώνει την αλήστου μνήμης εθνικοφροσύνη του μετεμφυλιακού κράτους.

Κάθε κόμμα που η λαϊκή ετυμηγορία το στέλνει στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης αποσκοπεί στην εκ νέου διεκδίκηση της κυβέρνησης. Κοινοτοπίες και το «αλφαβητάριο» της πολιτικής, θα αντιτείνει εύλογα κάποιος/α. Τίθεται όμως το ερώτημα: είναι το παραπάνω η νόρμα που διέπει ένα αριστερό κόμμα; Είναι η ανάληψη της κυβέρνησης ο ιερός σκοπός που καθαγιάζει το μέσα, ακόμη και αν τα τελευταία παρεκλίνουν από το ιδεολογικό πλαίσιο και τους αξιακούς κώδικες της Αριστεράς;

Στην περίπτωση ενός αριστερού κόμματος, η επιστροφή στην κυβέρνηση δεν υπαγορεύεται από ικανοποίηση φιλοδοξιών, εξουσιαστικών πόθων και λατρείας για οφίκια, αλλά από το αίτημα των κοινωνικών στρωμάτων που εκπροσωπεί, ώστε να ανασχεθεί μια πολιτική άμετρης καταστολής, ρατσισμού, περιστολής πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, απορρύθμισης της εργασίας, και δημιουργίας ενός κράτους υβριδίου Ανώνυμης Εταιρείας, ολοκληρωτισμού και λάφυρου «ημετέρων».

Πώς το παραπάνω αίτημα δεν θα γίνει μια αθετημένη υπόσχεση;

Καταρχάς, σημείο εκκίνησης οφείλει να είναι η ειλικρινής συζήτηση για τις αιτίες της εκλογικής ήττας. Χωρίς να παραγνωρίζεται ο ρόλος που έπαιξε η προπαγάνδα των ΜΜΕ και ο ανηλεής ταξικός πόλεμος ενός συστήματος που αρνήθηκε να συνθηκολογήσει με μια αριστερή κυβέρνηση που έθιγε προνόμια ή να αποδεχτεί τους «λαϊκιστές» στην κυβέρνηση, οι αιτίες της ήττας οφείλονται εν πολλοίς σε σοβαρά λάθη «ημών των ιδίων», η ανίχνευση των οποίων δεν καθηλώνει  σε μια μεμψίμοιρη παρελθοντολογία και ηττοπάθεια, αλλά αντίθετα απελευθερώνει και ανοίγει ορίζοντες. Η αποτίμηση της παρελθούσας κυβερνητικής και κομματικής εμπειρίας έρχεται από το μέλλον. Η αποξένωση από τα κοινωνικά στρώματα εκπροσώπησης και τα δρώντα κοινωνικά κινήματα, η διολίσθηση σε κυβερνητισμό που ενίοτε μετέτρεπε τους βουλευτές σε ψηφοφόρους και τα μέλη σε οπαδούς, αλλά κυρίως η απουσία προτάγματος και οράματος, έστω και αν το τελευταίο «θόλωναν» οι συμβιβασμοί και η καταναγκαστική εφαρμογή ενός μνημονίου, ήταν αιτίες ήττας που δεν μεταφράστηκε μόνο στο εκλογικό αποτέλεσμα, αλλά και στην αλλοίωση του κόμματος.

Επιπλέον, διεύρυνση χωρίς εμβάθυνση, οργανωτική ανασυγκρότηση χωρίς ιδεολογικό περίγραμμα και πολιτική ατζέντα, προσθαφαιρέσεις και λογιστικές μαγγανείες χωρίς κοινωνική γείωση, θυμίζουν τους πάλαι ποτέ «νόμους της διαλεκτικής» των ιερατείων του ορθόδοξου μαρξισμού κατά τους οποίους η ποσότητα θα επιφέρει αυτομάτως την ποιότητα. Το άθροισμα μελών δεν προοιωνίζεται άρδην δυναμική ούτε εγγυάται την πραγμάτωση της, κατά Gramsci, ηγεμονίας. Το δίλημμα δεν είναι «πολλοί ή λίγοι», «παλιοί ή νέοι», κόμμα των high tech ή των «λουδιτών», των ανυστερόβουλων νεοεισερχόμενων ή των «φεουδαρχών» που αρνούνται να παραχωρήσουν τα τιμάρια της μικροεξουσίας τους. Το δίλημμα, διατυπωμένο στην ιδιόλεκτο της πολιτικής φιλοσοφίας που εκφεύγει των στατιστικών της επιστήμης, αφορά το αν ένα κόμμα της Αριστεράς του 21ου αιώνα θα κινείται αποκλειστικά με γνώμονα τη σχέση μέσων-σκοπών, με τους τελευταίους να γίνονται κολυμβήθρες του Σιλωάμ στις οποίες θα αναβαπτίζονται και θα εξαγνίζονται τα πρώτα, ή θα πορεύεται με πυξίδα αρχές και αξίες που δεν εδράζονται σε έσχατα θεμέλια, αλλά γεννιούνται εν των γίγνεσθαι της πολιτικής πράξης και συζήτησης. Οι αρχές των κομμάτων δεν είναι «εκ του μηδενός δημιουργίες», ενώ τα κριτήρια αποτίμησής τους έγκεινται στην κοινωνισιμότητά τους και στην αντοχή τους σε κρίσεις που εκφέρονται δημόσια. Η ουσιαστική διεύρυνση επέρχεται, όταν τα κομματικά όργανα λειτουργούν ως μικροί δήμοι της εσωκομματικής δημοκρατίας, ως δημόσιες σφαίρες συζήτησης, εργαστήρια πράξης και κινημάτων που οι τελευταίες πυροδοτούν. Αριστερός δεν γεννιέσαι, γίνεσαι. Υποκείμενο παραγωγής πολιτικής και όχι αναλώσιμο εξάρτημα μηχανισμών γίνεσαι, όταν τα κομματικά όργανα δεν λειτουργούν ως εφαλτήρια ανέλιξης, πεδία σύγκρουσης συμφερόντων, χώροι ανθρωποφαγίας και πολέμου όλων εναντίον όλων, ή κλειστά «κονκλάβια» των illuminati, αλλά ως κυψέλες δημοκρατίας και σκαλωσιές στις οποίες θα οικοδομηθούν νέες υποκειμενικότητες, ως «συλλογικός διανοούμενος».

Οι συλλογικότητες και τα κόμματα δεν παρασκευάζονται σε δοκιμαστικούς σωλήνες υπό ιδανικές συνθήκες. Κάθε φορά που η ιστορία τοποθετήθηκε βίαια στην προκρούστεια κλίνη των βολονταρισμών και της θεωρίας, οι συνέπειες ήταν οδυνηρές. Κάθε φορά όμως που η πολιτική έμενε ορφανή από θεωρία απέληγε σε τυφλό ακτιβισμό ή καιροσκοπισμό.

Τις τελευταίες ημέρες πίσω από τους προβολείς της «μεγάλης γιορτής» της διευρυμένης Κεντρικής Επιτροπής Ανασυγκρότησης ελλοχεύουν ηχηρές σιωπές, εύγλωττες αμηχανίες, μικροί διαδικτυακοί συντροφικοί «εμφύλιοι», αιτιάσεις που αφορούν κυρίως συγκεκριμένα πρόσωπα που πλαισιώνουν το εγχείρημα, αντεγκλήσεις για την παράβλεψη του καταστατικού που προβλέπει τα συνέδρια να οργανώνονται από μέλη που επιλέγει η εκλεγμένη Κεντρική Επιτροπή του κόμματος. Συνιστά πράγματι αντίφαση εν τοις όροις να ομνύει ο ΣΥΡΙΖΑ στη δημοκρατία παραβιάζοντας την ίδια στιγμή την ίδια του τη δημοκρατική λειτουργία. Ωστόσο, το πρόβλημα δεν είναι το ιδεολογικά ετερόκλητο «πάσης φύσεως υλικό» αφ’ εαυτό που συγκροτεί το νέο όργανο και εν πολλοίς θυμίζει τη μεταμοντέρνα συνθήκη του anything goes ή το γνωστό στίχο του Σαββόπουλου «ο φονιάς με το θύμα αγκαλιά». Το πρόβλημα είναι, πρώτον, ότι το συνονθύλευμα πολλαπλών και αντιφατικών ταυτοτήτων της νέας ΚΕΑ αποτελεί το σύμπτωμα απουσίας ενός οράματος που χρήζει μετάφρασης σε πρόγραμμα και γείωσης σε μια κοινωνία παραιτημένη και σε κρίση. Το ζητούμενο, με άλλα λόγια, δεν είναι το face control στην είσοδο, τα πιστοποιητικά φρονημάτων ή ο πρότερος έντιμος βίος, αλλά τι πολιτική θα κληθούν να παραγάγουν, να εφαρμόσουν και να υπηρετήσουν οι νέοι συνοδοιπόροι.

Δεύτερον, ο τρόπος και το περιεχόμενο της διεύρυνσης της ΚΕΑ είναι δηλωτικός μιας πορείας με γνώμονα τον -θεμιτό- σκοπό (να ξανακερδίσουμε τις εκλογές και να ξαναγίνουμε κυβέρνηση) που «αγιάζει» τα μέσα. Η συμφωνία με τον Μεφιστοφελή κάνει το Φάουστ παντοδύναμο, με μοναδική απώλεια όμως την «ψυχή» του. Οι διευρύνσεις προσθέτουν ποσοστιαίες μονάδες, αλλά όχι πάντοτε αξία. Χωρίς όμως προστιθέμενη αξία, μπορεί να είναι το πρώτο κόμμα στις επόμενες εκλογές, αλλά με «λείανση» γωνιών, συμβιβασμούς λόγω συνύπαρξης, ιδεολογική πλαδαρότητα, έλευση του νέου ως μεταμφίεση του παλιού, ή υιοθέτηση της τακτικής του «μετέωρου βήματος» ως εναλλακτικής στη σημερινή ακροδεξιά διολίσθηση.

Τρίτον, η εν λόγω διεύρυνση ερμηνεύεται ως πανάκεια των οργανωτικών παθογενειών του κόμματος. Ουδείς εχέφρων μπορεί να υπερασπιστεί τον τρόπο λειτουργίας των οργανώσεων του ΣΥΡΙΖΑ τα τελευταία χρόνια και ιδιαίτερα κατά την περίοδο της διακυβέρνησης. Η είσοδος, όμως, των νέων μελών χωρίς την μεταμόρφωση των οργανώσεων από μηχανισμούς, μικροβαρονίες και παραγοντισμούς, σε δημοκρατικά κύτταρα παραγωγής ιδεών και πολιτικών απλώς θα αναπαράγει και ενδεχομένως θα οξύνει τις κύριες παθογένειες. Μα, θα αντιτείνει κάποιος/α, «να μην γίνει διεύρυνση; να μείνουμε αυτάρεσκα εγκλωβισμένοι σε έναν μονήρη ναρκισσισμό;» Προφανώς, όχι. Ας υπογραμμιστεί όμως ότι βεβιασμένες, σχεδόν εκβιαστικές διευρύνσεις ως συναθροίσεις «αστέρων» και προσωπικοτήτων αποβαίνουν συνήθως κενό περιεχομένου γράμμα. Διευρύνσεις που προσλαμβάνουν την ποσότητα ως μονόδρομο κάλυψης του κενού προταγμάτων και οριζόντων είναι τυφλές.

Το μεγάλο ερώτημα είναι κατά πόσο θα ανοιχτεί ο ΣΥΡΙΖΑ στην κοινωνία, θα εμπνεύσει τη νέα γενιά, τη μοναδική στην ιστορία που ζει χειρότερα από την προηγούμενη και δεν δικαιούται να ονειρεύεται, την εκπτωχευμένη μεσαία τάξη που έγινε η καύσιμη ύλη των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων, τους βουβούς και αόρατους. Το μεγάλο στοίχημα είναι κατά πόσο θα εμπνεύσει νέα κινήματα που γίνονται η έκφραση της συσσωρευμένης κοινωνικής ανέχειας και εναντιώνονται στο νεοφιλελευθερισμό οριζόντια, ασυντόνιστα, αρνούμενα διαμεσολαβήσεις και εκπροσωπήσεις, με βραχύβιες εξεγέρσεις και «τουφεκιές στον αέρα». Το ζητούμενο είναι πώς ο θυμός και η απόγνωση θα μετουσιωθούν σε δυνάμεις μετασχηματισμού των κοινωνικών σχέσεων. Η επόμενη φορά «κυβέρνηση της Αριστεράς» ως αριστερής διακυβέρνησης περνά μέσα από την πραγμάτωση της ηγεμονίας των ιδεών στην κοινωνία, με όχημα ένα κόμμα που αρθρώνει με ευκρίνεια τα οράματα και την εναλλακτική πρόταση που κυοφορούν και ψελλίζουν οι ηττημένοι της κρίσης εναντίον όσων θεωρούν τη σημερινή βαρβαρότητα μονόδρομο, αλλά και ένα κόμμα που συζητά, παράγει, ακούει και κρίνει.

Η Hannah Arendt όριζε ως «κοινοτοπία του κακού» την έλλειψη κρίσης, την αδυναμία διάκρισης του καλού από το κακό, του αληθούς από το ψευδές, του ωραίου από το άσχημο. Το κακό, ακόμη και το «ριζικό κακό» των θεολόγων, δεν το διαπράττουν ανθρωπόμορφα τέρατα, αλλά τα «ανθρωπάκια» της διπλανής πόρτας, οι οπαδοί που εκτελούν το καθήκον τους με γνώμονα την ταύτιση της βούλησής τους με αυτή του αρχηγού τους.

Ένα κόμμα οπαδών που εκλαμβάνει την κριτική ως υπονόμευση και εξαντλείται στην προσωπολατρεία καταδικάζει την Αριστερά σε παρένθεση ή καρικατούρα του εαυτού της. Ένα κόμμα με μέλη που καταπίνουν χωρίς να αφομοιώνουν ό,τι σερβίρεται, αφορίζουν τη διαφορετική άποψη και δαιμονοποιούν τη συζήτηση και την κριτική θα λέγαμε, παραφράζοντας τον αείμνηστο Ελεφάντη, ότι από τη σκοπιά του σοσιαλισμού με δημοκρατία και ελευθερία, «μας αφήνει παγερά αδιάφορους».

Τελευταίο, αλλά όχι έσχατο, οι παραπάνω σκέψεις δεν φιλοδοξούν να κομίσουν Γλαύκα εις Αθήνας. Δεν είναι οι θεωρητικές «ονειροπολήσεις ενός μοναχικού στοχαστή», αλλά η κατάθεση αγωνίας σε συντρόφους και συνοδοιπόρους σε αυτό το μακρύ ωραίο ταξίδι που ξεκινήσαμε με λογισμό και όνειρο.

Η Φωτεινή Βάκη είναι Επίκουρη Καθηγήτρια Ιστορίας της Φιλοσοφίας, Ιόνιο Πανεπιστήμιο, πρώην βουλεύτρια Κέρκυρας

Πηγή: Η Αυγή