Συνεντεύξεις

Φώντας Λάδης: Οψεις της διεθνιστικής αντίστασης στη χούντα των Συνταγματαρχών

 
 
Όσες και όσοι πήγαμε για σπουδές στην Ιταλία, τις χρονιές μετά τη Μεταπολίτευση, ακούγαμε ανθρώπους άγνωστους σ’ εμάς, που συναντούσαμε τυχαία σ’ ένα μπαρ ή σ’ ένα κατάστημα και καταλάβαιναν ότι είμαστε Έλληνες, να μας εξομολογούνται ότι, στη διάρκεια της δικτατορίας, είχαν αποφύγει να επισκεφτούν την Ελλάδα για να μην ενισχύσουν το καθεστώς. Αν η mensa, το κυλικείο/εστιατόριο του Πανεπιστημίου, ήταν ο τόπος συνάντησης των Ελλήνων, και όχι μόνο, φοιτητών, και το κέντρο των πολιτικών ζυμώσεων και συγκρούσεων μεταξύ μας, η τόσο ζεστή αυθόρμητη αντίδραση των ξένων, αποτελούσε εξαιρετικά ανακουφιστική έκπληξη για μας. Εξάλλου, αυτή ήταν η αφορμή για τούτη τη συνέντευξη με τον Φώντα Λάδη, που η Ρώμη υπήρξε η «βάση» του για το μεγαλύτερο μέρος τη επταετίας. Ποιοι, πώς κατέφυγαν εκεί, πόσο πολύτιμη ήταν η φιλοξενία και η συμβολή των αλληλέγγυων συντρόφων τους, πώς οργάνωσαν την αντίσταση και τη δράση τους ενάντια στη δικτατορία και εκτός των ιταλικών συνόρων; Τι σηματοδότησε και διαμόρφωσε τη ζωή τους και στη συνέχεια; Αυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα που θέσαμε στον συνομιλητή μας.
 
 
Τον Σεπτέμβριο του 1967, κατέφυγες στη Ρώμη ως πολιτικός πρόσφυγας, με τη βοήθεια του Αντόνιο Σολάρο, δημοσιογράφου της εφημερίδας Unità, ενώ είχε προηγηθεί ο φίλος σου Μάνος Λοΐζος. Ανάμεσα στους αλληλέγγυους Ιταλούς που σας περιέβαλαν με αμέριστη φροντίδα, εκτός από τον Σολάρο, ήταν και ο σοσιαλιστής ιστορικός Λουτσιάνο Κάνφορα. Όλοι αυτοί, με τη συμβολή πολλών συλλογικών φορέων και άλλων ατόμων, ανέλαβαν και την φιλοξενία σας, τη δική σας και πολλών ακόμα Ελλήνων. Μίλησέ μου για ’κείνη την πρώτη περίοδο.
 
Το κλίμα στην Ιταλία αναφορικά με τους Έλληνες ήταν πιο φιλικό και φιλόξενο κι από αυτό που θα μπορούσε να περιμένει κανείς. Στη θερμή ιδιοσυγκρασία των Ιταλών πρέπει να προσθέσουμε και τις μνήμες από τον αγώνα ενάντια στο καθεστώς του Μουσολίνι, που ήταν ακόμα πρόσφατες. Επί επτά χρόνια, οι Έλληνες αντιφασίστες και αυτοεξόριστοι βρήκαν στη Ρώμη και την υπόλοιπη Ιταλία πρόσφορο έδαφος για να αναπτύξουν τη δραστηριότητά τους. Ανάλογες ζυμώσεις γίνονταν παντού, όπου βρίσκονταν Έλληνες, υπήρχαν οργανώσεις, κινήσεις και σωματεία που δρούσαν ενάντια στη χούντα. Στην Ιταλία όμως η συμπαράσταση ήταν γενική.
 
Τι άλλο θυμάσαι από την παρουσία στην Ιταλία των Ελλήνων φοιτητών και όσων βασικά είχαν καταφύγει εκεί για να ξεφύγουν από το κυνηγητό της χούντας;
 
Η ελληνική Αριστερά σε όλες της τις εκφάνσεις, παραδοσιακές και νέες, ήταν έντονα παρούσα. Στη Ρώμη ειδικά –λόγω και της ιδεολογικής συγγένειας με το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα– έβγαινε και η εφημερίδα Ελεύθερη Ελλάδα, στην οποία δημοσίευσα και εγώ κάποια χρονογραφήματα με ψευδώνυμο. Εκεί είχαν καταφύγει αρκετοί έλληνες δημοσιογράφοι. Θυμάμαι, εκτός από τον Αντόνιο Σολάρο, που ήταν και πρώην πολιτικός πρόσφυγας και πρωτεργάτης της συμπαράστασης προς τους έλληνες αυτοεξόριστους, τους Βαγγέλη και Αφρώ Παντελέσκου, Γιάννη Βούλτεψη, Αστέρη Στάγκο και άλλους. Υπήρχε ένα έντονο πνεύμα ενότητας, ακόμα και μετά τη διάσπαση του ΚΚΕ, το 1968. Αυτό, βέβαια, ήταν πιο έντονο πριν αποκρυσταλλωθούν σιγά-σιγά διαφορετικές στρατηγικές στις αντιδικτατορικές οργανώσεις
 
 
Εκτός από τις δημοσιεύσεις σου στην Ελεύθερη Ελλάδα, πώς δραστηριοποιήθηκες στο εξωτερικό, ως δημοσιογράφος, καλλιτέχνης αλλά και ως ακτιβιστής;
 
Η δράση μου, με κύρια βάση την Ιταλία, μέχρι την περίοδο της αμνηστίας τον Αύγουστο του 1973, οπότε γύρισα στην Ελλάδα, μου άφησε έντονα βιώματα. Στη Ρώμη, μαζί με μια ομάδα Ελλήνων φοιτητών και με τη συνεργασία κάποιων ατόμων σε άλλες πόλεις της Ευρώπης και των ΗΠΑ –καθώς και με αντίστοιχες, στοιχειώδεις επαφές στην Ελλάδα– δημιουργήσαμε, το 1969, ένα μικρό εκδοτικό μηχανισμό και βγάζαμε μπροσούρες, αλλά και το περιοδικό Πολιτική που φιλοξενούσε πολλές, διαφορετικές μεταξύ τους, απόψεις, σχετικά με την ελληνική και την παγκόσμια συγκυρία. Εκείνο που έλειπε στην Αριστερά εκείνη τη στιγμή, για μας, ήταν ένας ριζικός επαναπροσδιορισμός των στόχων και, κυρίως, ο διάλογος.
 
 
Ήταν μια εξαιρετικά φορτισμένη πολιτικά περίοδος: η δικτατορία στην Ελλάδα, η διάσπαση του ΚΚΕ το ’68, η φοιτητική εξέγερση την ίδια χρονιά, που στην Ιταλία είχε πολύ μεγαλύτερη διάρκεια…
 
Η ριζοσπαστικοποίηση της νεολαίας σε όλον τον κόσμο, ο πόλεμος στο Βιετνάμ, η δολοφονία του Τσε Γκεβάρα και οι ένοπλοι φυλετικοί αγώνες στις ΗΠΑ, η άνδρωση της παλαιστινιακής αντίστασης, το πολιτικό αδιέξοδο στην Ιταλία, ο απόηχος, τέλος, της πολιτιστικής επανάστασης στην Κίνα. Ένας πυρήνας από τα άτομα που βγάζαμε την Πολιτική δημιουργήσαμε, το 1970, μια ομάδα με τίτλο «Εργατική Εξουσία», που είχε το δικό της έντυπο, Τα Άλλα Νέα. Αυτή την κίνηση και τα έντυπα μας τα μνημονεύει –για πρώτη φορά, νομίζω– ο Πολυμέρης Βόγλης στο σχετικά πρόσφατο βιβλίο του «Δυναμική αντίσταση»[1].
 
 
Ποια θέση πήρατε εσείς σ’ αυτό το αρκετά πολύπλοκο, πολυσυζητημένο θέμα της δυναμικής αντίστασης;
 
Δεν είμαστε υπέρ κάποιας άκριτης –χωρίς προαπαιτούμενα– και πάση θυσία δυναμικής αντιπαράθεσης με το καθεστώς της χούντας, παρά μόνο αν οι στρατηγικοί στόχοι και ο συσχετισμός των δυνάμεων το επέβαλαν και το επέτρεπαν. Και φυσικά μόνο αν αυτό είχε τη συναίνεση ενός μεγάλου τμήματος του λαού. Το κίνημα στην Ελλάδα, κατά τη γνώμη μας, έπρεπε να ανασυνταχθεί ιδεολογικά και οργανωτικά, μαθαίνοντας από τα λάθη του, και σε ανοιχτό διάλογο των δυνάμεων που θα το συγκροτούσαν. Ήμασταν, λοιπόν, ενάντια στις λεγόμενες δυναμικές ενέργειες, αν αυτές δεν συνδέονταν βαθιά με αυτό το προηγούμενο πλαίσιο και δεν το υπηρετούσαν. Φυσικά, στο γενικότερο πνεύμα της εποχής που ήταν –όπως είδαμε– εκρηκτικό, ετοιμαζόμαστε και δια παν ενδεχόμενον.
 
 
Το 1969, μια ετερογενής ομάδα αριστερών νέων, πήγατε στην Ιορδανία, όπου σας φιλοξένησε η οργάνωση «Δημοκρατικό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης». Ποιο ήταν το κίνητρό σας γι’ αυτό το ταξίδι; Ας πούμε, εντάσσεται στην προετοιμασία δια παν ενδεχόμενο;
 
Ήταν ένα απολύτως μυστικό ταξίδι, μιας ομάδας πέντε ατόμων, στην Ιορδανία, το Σεπτέμβριο του 1969, για μια πολιτικο-στρατιωτική εκπαίδευση σε ένα στρατόπεδο Παλαιστινίων φενταγίν, στα περίχωρα του Αμμάν και, στη συνέχεια, στην ορεινή περιοχή της Τζέρας (Jerash) και ενώ υπήρχαν, ακόμα, βίαιες αντιπαραθέσεις στους κόλπους της παλαιστινιακής αντίστασης. Η εκπαίδευσή μας, λοιπόν, στην αντάρτικη τακτική, συνεχιζόταν καθημερινά, ενώ τα ισραηλινά μιράζ από ψηλά κατόπτευαν τους συνεχώς κινούμενους καταυλισμούς των φενταγίν, φορτωμένα με βόμβες ναπάλμ.
 
Στο ταξίδι αυτό, διάρκειας 40 ημερών, κράτησα ένα ημερολόγιο με όλα τα συμβάντα, μέρα με τη μέρα. Σκοπεύω μάλιστα να το εκδώσω, για να αρχίσουν να κλείνουν, σιγά-σιγά, τα κενά στην καταγραφή της δράσης των ελλήνων αντιδικτατορικών στο εξωτερικό, που ορισμένα κεφάλαιά της αποσιωπήθηκαν ή και αγνοήθηκαν.
 
Στην Ιορδανία, ήμασταν φιλοξενούμενοι του Δημοκρατικού Μετώπου για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, μιας οργάνωσης που μόλις είχε δημιουργηθεί, που μαχόταν τον αραβικό εθνικισμό ενώ πρόσβλεπε στη ριζοσπαστικοποίηση και του ίδιου του ισραηλινού λαού. Όταν γύρισα στη Ρώμη, εντρύφησα στην ιστορία του παλαιστινιακού ζητήματος και δημοσίευσα στην Πολιτική και σε κάποια γνωστά ιταλικά έντυπα μια σχετική μελέτη. Στην ομάδα μας, εκτός από τον Σταύρο Τορνέ (τον γνωστό ηθοποιό και κινηματογραφιστή) που ζούσε κι αυτός στη Ρώμη, συμμετείχαν και τρεις έλληνες φοιτητές, δύο από την Ιταλία και ένας από τη Γαλλία.
 
 
Έκανες πολλά ταξίδια, για πολιτική δουλειά, σε ΗΠΑ και σε ευρωπαϊκές χώρες, για να συναντήσεις πολύτιμους φίλους σου, ενώ, το 1968, σε κάλεσε στο Βερολίνο εκδότης του Blanvalet Verlag που είχε δημοσιεύσει το Ζ του Βασιλικού, προκειμένου ν’ αναλάβεις τη συγγραφή βιβλίου για τον Μίκη Θεοδωράκη.
 
Υπογράψαμε συμβόλαιο για το βιβλίο «Μίκης Θεοδωράκης. Το χρονικό μιας επανάστασης»[2]. Ταξίδεψα, αρκετές φορές, και στη Γενεύη, το Παρίσι και το Λονδίνο, όπου τότε ζούσαν εκεί πολλοί φίλοι: οι Μ. Λοΐζος, Ρ. Μανθούλης, Β. Βασιλικός, Μ. Ρασούλης, Γ. Βότσης, Τ. Μαρκετάκη, Λ. Καραλής, Φ. Μεσθεναίος, Α. Θωμόπουλος, μεταξύ άλλων. Είχα στενή σχέση με τον φίλο συγγραφέα και δημοσιογράφο, Γιώργο Μανιάτη, με τον οποίο σχεδιάζαμε την ίδρυση ενός εκδοτικού οίκου, με το όνομα NEDHEL, με δίκτυο σε πολλές χώρες, και έδρα τη Λωζάνη.
 
Και μια και μιλάμε για ενωτικές αντιδικτατορικές πρωτοβουλίες, με πιο μακρόχρονη στόχευση, θα αναφέρω δύο: Την, με πλήρη μυστικότητα, προσπάθεια δημιουργίας παράνομου ραδιοφωνικού σταθμού, με τίτλο «Η Ξαστεριά», που θα εξέπεμπε στα ελληνικά από το Μπάρι. Το κείμενο της πρώτης εκπομπής, που τελικά δεν έγινε ποτέ για τεχνικούς λόγους, είχε γράψει ο Γιώργος Βότσης, που θα ήταν και ο εκφωνητής.
 
Μια άλλη προσπάθεια, που ευοδώθηκε, ήταν η ίδρυση στη Ρώμη, το φθινόπωρο του 1972, ενός Κέντρου Σπουδών που φιλοξενήθηκε σε έναν χώρο που μας παραχώρησε ο ιταλός γερουσιαστής Λέλιο Μπάσο, στην πιάτσα Ναβόνα, στην οδό Ντέλα Ντογκάνα Βέκια 5. Εδώ στεγάστηκαν τα αρχεία του Αντόνιο Σολάρο, του Αντώνη Τρίτση και τα δικά μου, με πλήθος ντοκουμέντων για τον αντιδικτατορικό αγώνα αλλά και για την νεοελληνική ιστορία και κοινωνία. Μια προσπάθεια συνέχισης της δραστηριότητας του Κέντρου στην Ελλάδα έκανε ο Α. Τρίτσης, τον Δεκέμβριο 1974.
 
 
Και το ταξίδι σου στις ΗΠΑ;
 
Ο πρώτος μου σταθμός ήταν η Βαλτιμόρη, όπου έμενε ο αδερφός μου ο οποίος ειδικευόταν εκεί ως ψυχίατρος. Η περιοδεία αυτή συνεχίστηκε στη Νέα Υόρκη και σε πολλές μεσοδυτικές πολιτείες. Στο Ντιτρόιτ, οι νυχτερινές μάχες των Μαύρων Πανθήρων με την αστυνομία στους δρόμους ήταν, τότε, κάτι καθημερινό. Εκεί γνωρίστηκα και με τον Νταν Γεωργάκας, πρόεδρο όλων των αντιδικτατορικών επιτροπών των ΗΠΑ, καθώς και με τον γνωστό μαύρο ακτιβιστή και θεωρητικό Τζέιμς Μπογκς (James Boggs), ενώ στο Σικάγο κάναμε αρκετές συνομιλίες με τον ιστορικό Λευτέρη Σ. Σταυριανό, συγγραφέα του βιβλίου «Τα Βαλκάνια από το 1453 και μετά». Ο κύριος στόχος, σε αυτό το ταξίδι, ήταν η επαφή και η αλληλοενημέρωση με τις βασικές αντιδικτατορικές επιτροπές, που δρούσαν σε κάθε πόλη. Στη Μινεσότα, συναντηθήκαμε με πολύ δραστήριους ακτιβιστές, όπως με τον μαθηματικό Βαγγέλη Καλαμποκίδη και την Αθηνά Ψυχογιού, η οποία αργότερα πιάστηκε, φυλακίστηκε και βασανίστηκε στην Ελλάδα, ως μέλος του κλιμακίου της Αμαλίας Φλέμινγκ που επιχείρησε να οργανώσει την απόδραση του Αλέκου Παναγούλη.
 
Στη Νέα Υόρκη, γνώρισα μερικούς από τους στυλοβάτες της εκεί αντιδικτατορικής δράσης: την Ιωάννα Καρατζαφέρη, τον Κώστα Στεργίου, την Ελένη Παϊδούση, τους Γιάννη και Δημήτρη Ιορδανίδη, τον Άγγελο Παπαηλία, τον Χριστόφορο Κορνάρο και πολλούς άλλους. Στη Βοστώνη συνάντησα τον Νόαμ Τσόμσκι, με τον οποίο είχα μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση, ενώ μας παραχώρησε ένα άρθρο του για να το δημοσιεύσουμε στην Πολιτική.
 
Στη Νέα Υόρκη, σημαντική ήταν η συνάντηση με τους Πωλ Σουήζυ και Χάρι Μάγκντοφ, συνδιευθυντές του περίφημου περιοδικού Monthly Review, στους οποίους εισηγήθηκα την έκδοση ενός ειδικού τεύχους για την Ελλάδα. Το τεύχος αυτό βγήκε τελικά το Δεκέμβριο του 1972 με τίτλο Greece: Neocolonialism and Revolution [Ελλάδα: Νεοαποικιοκρατία και Επανάσταση].
 
Αυτή ήταν σημαντική έκδοση. Ποιοι άλλοι συμμετείχαν;
 
Εγώ έγραψα ένα από τα τρία άρθρα. Σ’ αυτό διαπραγματεύθηκα το θέμα των στρατηγικών στόχων μιας ενδεχόμενης κοινωνικής αλλαγής στη χώρα μας, με τίτλο «Ελλάδα: δημοκρατική ή σοσιαλιστική επανάσταση;». Το τεύχος αυτό νομίζω ότι κυκλοφόρησε μετά τη Μεταπολίτευση και στα ελληνικά. Το δεύτερο άρθρο το υπέγραφε ο Ανδρέας Παπανδρέου και το τρίτο ένας «οικονομικός παρατηρητής». Πάντως, οι ακαδημαϊκοί κύκλοι και όσοι ασχολούνταν με τα τεκταινόμενα ανά τον κόσμο, ήταν τελείως αποκομμένοι από ό,τι συνέβαινε στις αντίστοιχες κοινωνίες. Για παράδειγμα ο Σουήζυ, που θαύμαζε τον Παπανδρέου και ήλθε στην Ελλάδα να τον συναντήσει μετά τη Μεταπολίτευση, με ρώταγε σε κάποιες από τις συζητήσεις μας στη Νέα Υόρκη γιατί στην Ελλάδα δεν κάνουμε ένοπλο αγώνα ενάντια στη χούντα και γιατί δεν παίρνουμε βοήθεια γι’ αυτό από την Αλγερία ή την Αλβανία.
 
 
Ναι, αυτό φαίνεται τώρα περίεργο, εκτός πραγματικότητας! Σημαντική ήταν, επίσης, η αλληλογραφία σου στη διάρκεια της δικτατορίας. Καταρχάς με αγαπημένους φίλους σου: τους Ροβήρο Μανθούλη, Βασίλη Βασιλικό, Μίκη, Μάνο Λοΐζο, Γιώργο Μανιάτη, μεταξύ άλλων, αλλά και με τους μαρξιστές διανοητές Πωλ Σουήζυ, Ερνέστο Λακλάου, Νταν Γεωργάκας. Αποτελεί και πολύτιμη μαρτυρία για την εποχή.
 
Είναι πλούσια η αλληλογραφία με τον Σουήζυ, τον Σταυριανό, και τον πολιτικό ακτιβιστή Τζέιμς Μπογκς με τις ιδιόρρυθμες θεωρίες του για το παρακμασμένο –κατ’ αυτόν– λευκό προλεταριάτο. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι πιστεύω ακόμα και η αλληλογραφία ενός χρόνου με τον Ερνέστο Λακλάου που, σε συνεχή συνεργασία μαζί του, έγραψα το κεφάλαιο που αφορούσε την Ελλάδα για ένα συλλογικό τόμο, με τίτλο «Βία και Συσσώρευση Κεφαλαίου». Ίσως η δημοσίευση, κάποτε, της αλληλογραφίας αυτής ή ενός μέρους της, θα ήταν χρήσιμη. Παράλληλα, αυτή η εποχή μου κληροδότησε μια πολύτιμη συνεργασία με ορισμένα ιταλικά θεωρητικά περιοδικά και δύο ανέκδοτες, αλλά ολοκληρωμένες μελέτες για την κατάσταση της οικονομίας και της παιδείας στην Ελλάδα. Τώρα την έχει στα χέρια του ένας νέος ιστορικός, συνεργάτης μου, με πλούσια ήδη εργογραφία, ο Χαράλαμπος Μηνασίδης.
 
 
Η έδρα σας, λοιπόν, για την αντιδικτατορική δράση ήταν η Ρώμη και από ‘κει συμμετείχατε σε διάφορα πολιτικά αλλά και καλλιτεχνικά δρώμενα, εντός και εκτός Ιταλίας.
 
Στην Ιταλία, τρέχαμε παντού όπου μας δινόταν ευκαιρία – πότε για μια συναυλία, πότε για μια διαδήλωση, πότε για μια σύσκεψη ή κάποιο συνέδριο, για να διαδώσουμε τα πιο πρόσφατα νέα από την Ελλάδα και να πετύχουμε την ευρύτερη δυνατή συμπαράσταση προς τον ελληνικό λαό. Τον Ιούλιο του 1972, συμμετείχα στο 2ο Διεθνές Φεστιβάλ Ανοιχτού Θεάτρου στο Σανταρκάντζελο ντι Ρομάνια, στην «κόκκινη», τότε, αυτή περιοχή της βορειοανατολικής Ιταλίας. Κέρδισα, μάλιστα, σε ένα παράλληλο διεθνή διαγωνισμό το πρώτο βραβείο συγγραφής με το θεατρικό έργο «Πραξικόπημα στη Βαλπωνία», που αυτές τις μέρες κυκλοφορεί σε βιβλίο από τη Σύγχρονη Εποχή. Ταυτόχρονα, μια μεγάλη ομάδα φοιτητών και αυτοεξόριστων ελλήνων αντιστασιακών οργανώσαμε, εκεί, ένα teatro-guerilla («αντάρτικο θέατρο») με μια παράσταση με τίτλο «Ελεύθερη Ελλάδα». Ανάμεσα σε αυτούς που συμμετείχαν ήταν ο Αντόνιο Σολάρο και η γυναίκα του Καλλιάνθη και ένας-δυο έλληνες συνδικαλιστές. Η παράσταση τελικά απαγορεύτηκε για λόγους δημόσιας τάξης και μια ομάδα καραμπινιέρων, που έφτασε στο Σανταρκάντζελο, έπιασε μερικούς από εμάς και μας οδήγησε στο Ρίμινι, όπου μας κράτησαν για μερικές ώρες στο τμήμα, ώστε να ηρεμήσουν τα πνεύματα. Λεπτομέρειες και φωτογραφικά ντοκουμέντα από αυτή την άγνωστη σελίδα υπάρχουν στην έκδοση της Σύγχρονης Εποχής. Στο ίδιο Φεστιβάλ, είχαμε οργανώσει και μια μεγάλη φωτογραφική έκθεση με τίτλο «Ελλάδα, 30 χρόνια αγώνες», που φιλοξενήθηκε, αμέσως μετά, σε 12 πόλεις της Σικελίας, με την υποστήριξη των αριστερών συνδικάτων. Οι εκδηλώσεις πλαισιώνονταν παντού από προβολές και από μια σχετική εισήγηση και κατέληγαν σε δημόσια συζήτηση για την κατάσταση στην Ελλάδα και τους δύσκολους, συνεχείς, αγώνες του λαού μας.
 
 
Τελικά, τι αποκόμισες από αυτήν την εξαετή, γεμάτη βιώματα και γόνιμους προβληματισμούς, ενεργή συμμετοχή;
 
Αυτή η εξιστόρηση ήταν περισσότερο απογραφική και όχι τόσο αποτιμητική. Περιέγραψα σε χοντρές γραμμές τις κινήσεις και τις ενέργειες μιας μικρής ομάδας Ελλήνων και πάμπολλων άλλων αντίστοιχων ομάδων, κινήσεων και οργανώσεων, τόσο στην Ιταλία όσο και στις άλλες χώρες. Ολ’ αυτά, φυσικά, μέσα από τις δικές μου πράξεις και το δικό μου συναισθηματικό και ιδιοσυγκρασιακό κόσμο. Δεν προχώρησα, σκόπιμα, σε μια υπενθύμιση ή ανάλυση των ιδεών που εδραίωσα μέσα από όλες αυτές τις εμπειρίες, στις οποίες επαναβάπτισα τις ήδη βαθιά ριζωμένες μέσα μου ιδέες και αντιλήψεις σε σχέση με την Αριστερά και την ενεργή συμμετοχή μου σ’ αυτήν. Αυτό θα μπορούσαμε να το κάνουμε μιαν άλλη φορά.
 
 
 
Σημειώσεις:
 
1. Πολυμέρης Βόγλης, Δυναμική αντίσταση. Υποκειμενικότητα, πολιτική βία και αντιδικτατορικός αγώνας 1967-1974 , Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Οκτώβριος 2022.
 
2. Φώντας Λάδης, Μίκης Θεοδωράκης. Το χρονικό μιας επανάστασης 1960-1967, Εξάντας 2001 και 2005, και Εφημερίδα των Συντακτών, 2021.
 
Σοφία Ξυγκάκη