Μεσούσης της οικονομικής κρίσης που ακολούθησε την κατάρρευση των χρηματιστηρίων, σε πολλές χώρες της Ε.Ε. είχε αρχίσει μια συζήτηση για το «ποια Ευρώπη θέλουμε». Με βασικό διακύβευμα -εκείνο το διάστημα- το ζήτημα της ορθότερης διαχείρισης της οικονομίας της ευρωζώνης.
Στις μέρες μας, και ενώ σοβεί στην Ένωση μια άλλη κρίση, η προσφυγική -μια κρίση που ενδεχομένως να λειτουργήσει καταλυτικά για το ίδιο το μέλλον της Ένωσης – έχουμε, δυστυχώς, φτάσει στο σημείο να συζητάμε για το «ποια Ευρώπη μπορούμε να έχουμε»
Το βασικό δίπολο στο οποίο αναλύεται η αξιακή ισορροπία της Ένωσης είναι αυτό της οικονομίας από τη μια πλευρά, και των θεσμών, των διακηρύξεων και των αξιών της από την άλλη. Σαφώς η οικονομική ανάπτυξη είναι πρωταρχικής σημασίας.
Ωστόσο, όσο αυτή συντελείται ερήμην του δεύτερου βασικού πυλώνα της Ένωσης, του αξιακού, θα συντελείται μονόπλευρα, θα προκαλεί ανισομέρειες οι οποίες με τη σειρά τους, και σε μικρό βάθος χρόνου, θα δημιουργούν απογοήτευση και φυγόκεντρες τάσεις στην ίδια την Ένωση.
Η έμφαση που λείπει, και –με αφορμή το προσφυγικό/μεταναστευτικό– αναζητείται στις μέρες μας, είναι στο αξιακό κομμάτι της Ένωσης, αυτό που θα μπορούσε να εμπνεύσει και να συσπειρώσει εκ νέου τους πολίτες της.
Αν κοιτάξουμε πίσω, επί της ουσίας, αξιακά, η Ευρώπη συστάθηκε όχι από τις ενταξιακές πράξεις των κυβερνήσεων των μελών της, αλλά από τους κοινωνικούς αγώνες που είχαν ευδιάκριτο το ταξικό πρόσημο.
Το κοινωνικό κράτος, οι ατομικές και συλλογικές διεκδικήσεις, η έννοια του Ευρωπαίου πολίτη που έχει διακριτά και σεβαστά δικαιώματα και υποχρεώσεις, αυτές είναι οι κατακτήσεις για τις οποίες θεωρήθηκε υψηλού επιπέδου η ζωή στην Ευρώπη.
Και όχι μόνο λόγω της οικονομικής ανάπτυξης.
Οι κατακτήσεις αυτές ήταν που ενέπνευσαν τους ανθρώπους να προσηλωθούν σε κάτι διαφορετικό -κάτι υψηλότερο- από το εθνικό τους κράτος, να θεωρήσουν την Ένωση ως θεματοφύλακα των πολιτικών και όχι των εθνικών τους δικαιωμάτων και να θέσουν την έννοια του πολίτη και της κοινωνικής αλληλεγγύης σε προτεραιότητα.
Αυτές οι κοινωνικές διεργασίες έβγαλαν την περιοχή μας για πρώτη φορά έπειτα από χρόνια από τον αστερισμό των εθνικισμών και των εθνικών πολέμων, των εκκαθαρίσεων κτλ. Μετακίνησαν το βάρος της κοινωνικής ζωής από το ανώνυμο πλήθος στο άτομο, στον πολίτη, και του έδωσαν αυθύπαρκτη αξία, αυτόνομη ύπαρξη και τη δυνατότητα να κινείται και να δρα αυτεξούσιος μέσα στην Ένωση.
Δυστυχώς, αυτή η αξιακή κλίμακα τέθηκε σε δοκιμασία με την προσφυγική κρίση. Σε αυτή την -πρωτοφανούς μεγέθους- ανθρωπιστική καταστροφή, η Ευρώπη φάνηκε απροετοίμαστη, ανίκανη να αντιδράσει, φτάνοντας στο σημείο –ύστερα από μια αρχική περίοδο αμηχανίας– να κλείσει τα σύνορα.
Η Ένωση φάνηκε αδύναμη μπροστά σε μια κρίση -και μάλιστα ανθρωπιστικού χαρακτήρα- οπότε και όσοι την αντιστρατεύονταν, έχοντας απτή την απόδειξη της αδυναμίας της, ενέτειναν τις προσπάθειες αποδόμησής της εκ των έσω.
Οι ίδιοι οι πολίτες της βλέποντας το θεσμικό ευρωπαϊκό οικοδόμημα να μην εφαρμόζει τις διακηρύξεις του, το απονομιμοποίησαν ηθικά και πρακτικά και στη δική τους συνείδηση.
Ο φόβος ότι μπορεί η συμπεριφορά απέναντι στους πρόσφυγες να γίνει συμπεριφορά και απέναντι στους ίδιους κάποια στιγμή στο μέλλον -εφόσον αλλάξουν τα δεδομένα- έκανε πολλούς να επαναπροσεγγίσουν το κράτος ως εγγυητή των δικαιωμάτων και της πολιτειακής, πολιτικής τους υπόστασης.
Εξάλλου, αν θεωρήσουμε ότι ηθικά και υπόρρητα σε ένα βαθμό η Ένωση προσέφερε –ως τότε– μια αίσθηση ανωτερότητας στους πολίτες της, με την υπόθεση του προσφυγικού η αίσθηση αυτή κατέρρευσε.
Ήταν σαν ένα ισχυρό σοκ που έβγαλε ακόμη και τους πιο «αισιόδοξους» από την πλάνη της υπερεθνικής πολιτειότητας και τους έκανε να μαζευτούν και πάλι στη λογική και το εύρος της εθνικής επικράτειας.
Τη συντηρητική αυτή αναδίπλωση έσπευσαν να εκμεταλλευτούν οι πιο ακραίες πολιτικές δυνάμεις μέσα σε πολλά κράτη-μέλη, γιγαντώνοντας την ξενοφοβία, ποντάροντας στα πιο συντηρητικά αντανακλαστικά της κοινωνίας, υπερθεματίζοντας στο δικό τους πολιτικό πολωτικό παιγνίδι το οποίο εκλεγμένες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έφεραν ξανά στο προσκήνιο.
Η συμπεριφορά των κρατών του Βίζεγκραντ, εν μέρει το Brexit, η άνοδος της φασιστικής ακροδεξιάς, η συνεχιζόμενη οικονομική αποσάθρωση της ευρωζώνης, είναι χαρακτηριστικά αυτής της τάσης μέσα στην Ε.Ε.
Είναι αδήριτη ανάγκη, οι μετέχοντες στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα να συνειδητοποιήσουμε -έστω και με αυτό τον οδυνηρό τρόπο- ότι βρισκόμαστε στην οριακή στιγμή που η Ε.Ε. είτε θα αλλάξει είτε θα διαλυθεί.
Είτε στη μία είτε στην άλλη περίπτωση -και προκειμένου αυτό που θα τη διαδεχτεί να μην έχει το αυταρχικό, ξενοφοβικό, εθνικιστικό και μισαλλόδοξο πρόσωπο μιας φοβικής Ευρώπης- είναι επιτακτική ανάγκη οι επόμενες κινήσεις να γίνουν με γνώμονα την ενδυνάμωση της δημοκρατίας, την προστασία των κοινωνικών κατακτήσεων, τη σθεναρή αντίκρουση της λογικής των κλειστών συνόρων και των υψωμένων τειχών.
Έτσι ώστε η Ευρώπη –που ας μη λησμονούμε, δεν ταυτίζεται με την Ευρωπαϊκή Ένωση αφού είναι έννοια πολύ ευρύτερη: γεωγραφικά, πολιτικά, ακόμα και πολιτισμικά– αν μπορεί, να εμπνεύσει και πάλι.
Η Αννέτα Καββαδία είναι βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Β’ Αθήνας
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών