Συνεντεύξεις

Ερβέ Λε Κορ: «Δεν υπάρχει μη στρατευμένη λογοτεχνία»

Το Διασχίζοντας τη νύχτα είναι το έκτο αστυνομικό μυθιστόρημα του Ερβέ Λε Κορ που μεταφράζεται στα ελληνικά (πάντα από τις Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου), και το δέκατο τρίτο από τα δεκατέσσερα που έχει γράψει συνολικά. Πολυβραβευμένος συγγραφέας, αριστερός, εδώ καταπιάνεται με ένα από τα πιο καυτά θέματα της επικαιρότητας –και της ελληνικής: τις γυναικοκτονίες. Στη συνέντευξη που παραχώρησε στην Εποχή των βιβλίων μιλάει για το ζήτημα αυτό, αλλά και για την πόλη του με το δύσκολο παρελθόν αλλά και το αγωνιστικό παρόν, το Μπορντό, όπως επίσης για τη Σοβιετική Ένωση, για τη σοσιαλδημοκρατία, για τον ΣΥΡΙΖΑ και, βέβαια, για τις επερχόμενες εκλογές στη Γαλλία και την άνοδο της ακροδεξιάς.
Θέμα του μυθιστορήματός σας «Traverser la nuit» είναι η κακοποίηση των γυναικών και οι γυναικοκτονίες. Κάτι που φαίνεται να σας είχε απασχολήσει και στο προηγούμενο μυθιστόρημά σας, το «Dans l’ombre du brasier», που είχε ως θέμα την παρισινή Κομούνα, εδώ όμως έρχεται πραγματικά στο επίκεντρο. Ένας από τους πρωταγωνιστές του βιβλίου σας, ο αστυνόμος Ζουρντάν, έχει ένα κύριο μέτωπο, μια σειρά από γυναικοκτονίες, αλλά και διάφορα παράλληλα εγκλήματα της ίδιας περίπου κατηγορίας που εξιχνιάζονται αμέσως. Τι σας έκανε να στραφείτε αυτή την περίοδο στο θέμα αυτό;
Δεν ξέρω αν το θέμα αυτού του μυθιστορήματος είναι η βία κατά των γυναικών. Αυτό που με απασχολεί, σε τούτο το κείμενο όπως και σε όλα όσα έχω γράψει, είναι η βία σε όλες τις μορφές της: σωματική, εγκληματική, αλλά και κοινωνική, συμβολική, εκεί που αναμειγνύεται το ιδιωτικό με το συλλογικό. Θεωρώ ότι η μυθοπλαστική λογοτεχνία πιο πολύ πρέπει να θέτει ερωτήματα παρά να δίνει απαντήσεις. Να διερευνά το συνολικό, το κοινωνικό χάος και όλες τις έμμεσες επιπτώσεις του στα άτομα, τις οποίες το μυθιστόρημα σου επιτρέπει να εξετάσεις εστιάζοντας την αφήγηση στους χαρακτήρες, στον θυμό τους, στους φόβους τους, στα όνειρά τους.
Φυσικά, οι γυναίκες, που υφίστανται διπλή καταπίεση από την ανδρική και την καπιταλιστική κυριαρχία, χωρίς να ξεχνάμε και τον ζυγό που τους επιβάλλουν οι θρησκείες, βρίσκονται στο επίκεντρο αυτών των ερωτημάτων που προσπαθώ να οργανώσω μέσα από τη δουλειά της μυθοπλασίας. Πέφτοντας θύματα είτε εκμετάλλευσης, είτε εργασιακής επισφάλειας, είτε διακρίσεων, είτε βιασμών, ξυλοδαρμών, δολοφονιών, συμπυκνώνουν πάνω τους όλες τις βιαιότητες του κόσμου. Εξάλλου, προσπαθώ να μην τις εγκλωβίζω στη θέση του θύματος, καθώς είναι πολλές οι γυναίκες που καθόλου δεν επιβεβαιώνουν μια τέτοια οπτική των πραγμάτων. Προσπαθώ να δείχνω το θάρρος που τις χαρακτηρίζει, την ικανότητά τους να αντιστέκονται και να ανταποδίδουν τα χτυπήματα, ακόμα και μέσω βίαιης δράσης, και αυτό χάρη στη μυθιστορηματική αφήγηση που μου επιτρέπει να αντιπαρέρχομαι έτοιμες συνταγές.
Φυσικά η βία που ασκείται στις γυναίκες δεν είναι καινούρια υπόθεση και, χάρη στους φεμινιστικούς αγώνες, τις τελευταίες δεκαετίες η σιωπή έχει σπάσει και μαζί της το φριχτό πέπλο της ανεκτικότητας και της αδιαφορίας. Το κίνημα metoo αναζωογόνησε αυτόν τον αγώνα, τα πράγματα αρθρώνονται, λέγονται με βροντερή φωνή, γράφονται. Όλοι αυτοί οι αγώνες υποχρεώνουν σήμερα την κοινωνία να ακούσει και να δράσει.
Βλέπουμε την ηρωίδα σας, την Λουίζ, να αγωνίζεται σκληρά σε όλο το βιβλίο για την υλική και ψυχική της επιβίωση, έχοντας ως στήριγμα το παιδί της. Η πρωταγωνιστική θέση την οποία έχουν οι γυναικείοι χαρακτήρες στα μυθιστορήματά σας είναι αντανάκλαση μιας στράτευσης από τη μεριά σας, στο ζήτημα της θέσης των γυναικών στη σημερινή κοινωνία;
Μιλάτε για επιβίωση, και το θέμα είναι ακριβώς αυτό: το πώς καταφέρνει να μπορεί να σηκώνεται κάθε πρωί, να στέκεται όρθια και να αντιμετωπίζει με αξιοπρέπεια τις μέρες που διαδέχονται η μια την άλλη. Υπάρχει φυσικά το αγοράκι της. Τα παιδιά έχουν συχνά αυτή τη δύναμη να υποστηρίζουν ενστικτωδώς έναν ενήλικα που χάνει το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια του.
Οι γυναίκες στα μυθιστορήματά μου είναι πάντα γενναίες. Μπορεί να απειλούνται, να πέφτουν θύματα βίας, να κουράζονται, ωστόσο είναι γενναίες. Εν πάση περιπτώσει έτσι προσπαθώ να τις παρουσιάζω.
Όσο για το αν πρόκειται για στράτευση από μέρους μου, θα απαντήσω ότι για μένα, ως αναγνώστη ή ως συγγραφέα, δεν υπάρχει μη στρατευμένη λογοτεχνία: όταν γράφει κάποιος, μεταδίδει πάντα, είτε εν αγνοία του είτε όχι, μια συγκεκριμένη αντίληψη του κόσμου, μια ιδεολογία, είτε πολιτικά μορφοποιημένη είτε αυθόρμητη, που κι αυτή ωστόσο είναι πολιτική, με την ευρεία έννοια της λέξης, βέβαια.
Οπότε, για τους λόγους που προανέφερα, είναι εύλογο για μένα να μιλάω για τις γυναίκες και για όσα υπομένουν.
Βλέπουμε κάποιους θύτες, στο μυθιστόρημά σας, να προέρχονται από ιδιαίτερα προβληματικά οικογενειακά περιβάλλοντα. Σε ποιο βαθμό επιδρά η οικογένεια σε όλα αυτά και σε ποιο βαθμό η κοινωνία; Και πώς μπορεί να συνδέονται όλα αυτά με την κοινωνική θέση του ατόμου;
Η οικογένεια, η εκπαίδευση, η φτώχεια, η βία που υφίσταται κάποιος ή που ενσταλάζεται μέσα του, η ψυχοπαθολογία που όλα αυτά μπορούν να συγκροτήσουν… Συχνά ανακαλύπτει κανείς ένα τέτοιο παρελθόν σε πολλούς εγκληματίες. Σε κοινωνίες όπου οι χώροι, τα εργαλεία και το προσωπικό κοινωνικής και θεραπευτικής στήριξης είναι ανεπαρκή, βρίσκουμε άτομα εξαιρετικά επικίνδυνα να κυκλοφορούν ελεύθερα στους δρόμους.
Τι πρέπει να κάνει ένας συγγραφέας για να περιγράψει μια κοινωνία χωρίς να καταφύγει στον διδακτισμό;
Δεν ξέρω τι πρέπει να κάνει ένας συγγραφέας. Δεν είμαι σε θέση να επικαλεστώ την οποιαδήποτε μέθοδο. Το θέμα για μένα είναι να θέσω σε κίνηση, μυθοπλαστικά, τα ερωτήματα που θέτω στον εαυτό μου. Να δείξω χωρίς να αποδείξω. Να έρθω αντιμέτωπος με την πολυπλοκότητα των καταστάσεων και των ανθρώπων, χωρίς να επιβάλω ένα πλαίσιο ανάλυσης που θα παρέλυε το κείμενο και που θα του αφαιρούσε κάθε ποιητικό στοιχείο (δηλαδή κάθε αυτονομία, κάθε ελευθερία σε σχέση με αυτό για το οποίο γίνεται λόγος). Πρέπει πιο πολύ να γράφεις παρά να αρκείσαι σε μια αφήγηση. Προσπαθώ να αίρω το κείμενο πάνω από την πραγματικότητα για την οποία μιλάει και αυτό επιχειρώ να το πετύχω μέσα από τη δουλειά μου πάνω στη γλώσσα.
Ποιες είναι οι παρελθοντικές και σημερινές ιδιαιτερότητες του Μπορντό (λ.χ. δουλεμπόριο, κίτρινα γιλέκα), που το καθιστούν για σας μια πόλη κατάλληλη να αποτελεί το επίκεντρο της δράσης πολλών από τα μυθιστορήματά σας;
Το Μπορντό είναι η πόλη των παιδικών μου χρόνων, ο τόπος στον οποίο οι γονείς μου γεννήθηκαν, μεγάλωσαν, γνωρίστηκαν και έχτισαν την απλή ζωή τους. Έχω λοιπόν, όπως είναι φυσικό, ένα βαθύ, συναισθηματικό δεσμό με αυτή την πόλη.
Προφανώς, το Μπορντό έχει πολλούς ανοιχτούς λογαριασμούς με το παρελθόν του (δουλεμπόριο, ναζιστική κατοχή και Ολοκαύτωμα), θέλει να παρουσιάζεται ως πόλη της μετριοπάθειας, της πολιτικής φρόνησης, επικαλούμενο τακτικά τους μεγάλους άνδρες που γέννησε, τον Μοντέν, τον Μοντεσκιέ, τον Μοριάκ και προσποιούμενο ότι μπορεί να αντλεί ακόμα από αυτούς κι εγώ δεν ξέρω ποια αίσθηση ισορροπίας… Πρόκειται για μια μάλλον γραφική επικοινωνιακο-λογοτεχνική κατασκευή που δύσκολα πλασάρεται.
Πέρα απ’ αυτό, τα τελευταία 30 χρόνια αναπτύχθηκε εκεί ένα ισχυρό κοινωνικό κίνημα, με εντυπωσιακές διαδηλώσεις στη διάρκεια των οποίων ξεχύνονταν στο εμπορικό και μεγαλοαστικό κέντρο της πόλης χιλιάδες μισθωτοί, δημόσιοι υπάλληλοι κ.λπ.
Για να επιστρέψω στα μυθιστορήματά μου που τα τοποθετώ στο Μπορντό, θα μπορούσαν να διαδραματίζονται σε οποιαδήποτε άλλη πόλη, σε οποιοδήποτε άλλο αστικό περιβάλλον.
Κάπου στο βιβλίο γίνεται μια αναφορά στα 30 χρόνια από τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Τι σημαίνει για σας αυτή η επέτειος; Τι αφήνει τελικά πίσω του το πρώτο αυτό τόσο μεγάλης έκτασης κομουνιστικό εγχείρημα;
Δεν είναι για μένα σημείο αναφοράς αυτή η ημερομηνία, που την θεωρώ μόνο αποκορύφωμα ενός μακρόχρονου και αργού εκφυλισμού ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος. Αν αναφέρομαι σ’ αυτή επειδή μιλάω για έναν παλιό κομουνιστή αγωνιστή που ανακαλεί το παρελθόν του.
Η ελπίδα που η Οκτωβριανή Επανάσταση γέννησε στις καρδιές των ανθρώπων σε όλο τον κόσμο, διαλύθηκε από τα σταλινικά εγκλήματα και ψέματα. Το θάρρος των Σοβιετικών απέναντι στον ναζισμό, ο αναντικατάστατος ρόλος τους στην τελική νίκη, δείχνουν ότι στον λαό αυτό (όπως στους περισσότερους λαούς) άξιζε κάτι καλύτερο από την τυραννία που τον συνέθλιβε επί δεκαετίες.
Δεν αισθάνομαι καμία τρυφερότητα για το σοβιετικό καθεστώς, το οποίο κατέρρευσε γιατί δεν διέθετε καμία πλέον κοινωνική βάση, ούτε και διεθνιστική στόχευση, αφού το προλεταριάτο, ο λαός, δεν ήταν γι’ αυτό παρά αναθεματισμένες λέξεις. Νιώθω θυμό γι’ αυτό το καθεστώς επειδή σμπαράλιασε την κομουνιστική ιδέα στο πολιτικό φαντασιακό των λαών.
Η Αριστερά σήμερα είναι αντιμέτωπη διεθνώς με μια μεγάλης έκτασης επικράτηση των νεοφιλελεύθερων συστημάτων εξουσίας. Μπορεί να τα αντιπαλέψει ή βρισκόμαστε μπροστά σε ένα μάταιο αγώνα, μπροστά σε μια παντοδύναμη δικτατορία του κεφαλαίου;
Πρέπει πρώτα να ορίσουμε τι αποκαλούμε Αριστερά. Από την πλευρά μου, αποκλείω απ’ αυτόν τον ορισμό τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα αφού ο προσηλυτισμός τους από τον νεοφιλελευθερισμό, εδώ και τριάντα περίπου χρόνια, είναι οριστικός. Στη Γαλλία, ο Μακρόν είναι το τυπικό γέννημα αυτής της ιδεολογικής εκτροπής, ακολουθούμενος από την πλειοψηφία των σοσιαλιστών ηγετών.
Ας μιλήσουμε καλύτερα για την Αριστερά της κοινωνικής αλλαγής, γι’ αυτή που είναι έτοιμη να σταθεί απέναντι στον καπιταλισμό. Μπορεί άραγε να πολεμήσει τις δυνάμεις του νεοφιλελευθερισμού; Μια άλλη ερώτηση: θέλει να τις πολεμήσει, μέχρι και να τις νικήσει; Το πρόβλημα δεν έγκειται τόσο στην κυριαρχία των νεοφιλελεύθερων όσο στην αδυναμία της Αριστεράς, η οποία σπαταλά χρόνο και ενέργεια σε διχασμούς και διαμάχες, την ώρα που οι κίνδυνοι μεγαλώνουν. Όσα βλέπουμε να γίνονται στη Γαλλία αυτή τη στιγμή είναι απόλυτη καταστροφή. Διχόνοια, τύφλωση, περιχαράκωση σε ιδιαίτερες ταυτότητες. Πάμε κατευθείαν στον τοίχο, σε ένα περιβάλλον δεξιοποίησης, ακόμα και εκφασισμού των μυαλών. Είναι μάλιστα πιθανό, αυτή η Αριστερά, η δική μου, να εξαφανιστεί από τον πολιτικό χάρτη και να συνεχίσει να υπάρχει μόνο στο περιθώριο, σαν μια φωνή που δεν ακούγεται πουθενά. Κι όμως, υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις, που τις βλέπουμε κοινές σε διάφορες οργανώσεις κοινωνικές, περιβαλλοντικές. Ο αντικαπιταλισμός και η οικολογία πρέπει να συνδεθούν, πρέπει να δουλέψουμε περισσότερο πάνω σ’ αυτό. Αλλά πόσο καιρό θα χρειαστεί κάτι τέτοιο, τη στιγμή που ο χρόνος πριν την επικράτηση του χάους όλο και μειώνεται; Επίσης δεν αρκεί να γίνει κάτι σε εθνική κλίμακα: τι γίνεται με τις ευρωπαϊκές Αριστερές; Πού είναι;
Ένα κόμμα της πέραν της σοσιαλδημοκρατίας Αριστεράς κατάφερε στην Ελλάδα να κυβερνήσει για 4,5 χρόνια (πράγμα εξαιρετικά σπάνιο στον ευρωπαϊκό χώρο), μετά από πρωτόγνωρες συνθήκες κρίσης. Έκανε σημαντικές υποχωρήσεις αλλά μπορεί να υποστηρίξει ότι είχε και σημαντικές επιτυχίες. Έβγαλε τη χώρα από τα μνημόνια, στήριξε τους πιο αδύναμους, συμφώνησε λύση στη χρονίζουσα διαφορά περί του ονόματος της Βόρειας Μακεδονίας. Πώς κρίνετε με τη ματιά ενός γάλλου Αριστερού τα όσα συνέβησαν στην Ελλάδα την τελευταία δεκαετία αλλά και τις δυνατότητες δράσης ενός τέτοιου κόμματος στην εξουσία;
Για εμάς, γυναίκες και άνδρες της Αριστεράς, η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ ήταν μια τεράστια ελπίδα: ναι, ήταν λοιπόν δυνατό να κερδίσει τις εκλογές η αριστερά της κοινωνικής αλλαγής! Και σε όλη τη διάρκεια του αγώνα της κυβέρνησης Τσίπρα και του ελληνικού λαού να αλλάξει την Ελλάδα και να πολεμήσει την τρόικα, η καρδιά μας χτυπούσε στον ίδιο ρυθμό με τη δική σας. Δεν θα επιτρέψω στον εαυτό μου να κρίνει αυτή την εμπειρία – ποιος είμαι για να το κάνω; Μπορούσε η Ελλάδα να τα βγάλει πέρα μόνη της, την ώρα που και η Γαλλία την εγκατέλειπε, η μόνη χώρα με κάποιο βάρος που θα μπορούσε να εναντιωθεί στους Γερμανούς; Δεν ξέρω πώς να απαντήσω σε αυτή την ερώτηση. Έπρεπε να φύγει από την Ευρωπαϊκή Ένωση; Με ποιες συνέπειες;
Πιστεύω ότι κηρύχθηκε πόλεμος εναντίον σας και ότι τον χάσατε και ότι η οικονομική και κοινωνική βλάβη που υποστήκατε, ισοδυναμεί με πολεμική καταστροφή.
Και αυτή η Ευρωπαϊκή Ένωση (η Ευρώπη είναι κάτι άλλο: μπορεί να γίνει ξανά ένας διεθνιστικός στόχος) είναι μια πολεμική μηχανή ενάντια στους λαούς, ενάντια σε κάθε επιδίωξη κοινωνικής προόδου.
Στη Γαλλία έρχονται σε λίγο προεδρικές εκλογές. Η ακροδεξιά, στις ποικίλες πια μορφές της, είναι σχεδόν πλειοψηφική και διαμορφώνει την πολιτική ατζέντα. Πώς φτάσαμε εδώ; Αυτά έχουν σχέση με τα όσα συνέβησαν στο Μπατακλάν και το Charlie Hebdo με το αντιισλαμικό μένος που ακολούθησε; Έχουν ρίζες πιο πίσω, λ.χ. στον πόλεμο της Αλγερίας;
Αν η ακροδεξιά φαίνεται να δίνει τον τόνο στην έναρξη της προεκλογικής εκστρατείας, αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι τα κυρίαρχα μίντια της παρέχουν ευρεία πρόσβαση στα ραδιοφωνικά και τηλεοπτικά τους πλατό. Οι δημοσιογράφοι (και δεν μιλάω γι’ αυτούς που ρίχνουν καθημερινά το δηλητήριό τους στους σταθμούς με συνεχή ροή ειδήσεων) συμπεριφέρονται σαν ποντίκια που γητεύονται από το φίδι, ή σαν εκείνους τους περίεργους που πηγαίνουν να χαζέψουν τις καταιγίδες με κίνδυνο να τους παρασύρουν τα κύματα. Νομίζουν ότι έτσι αποδεικνύουν το θάρρος τους, την ηθική και επαγγελματική τους ακεραιότητα, ισχυριζόμενοι ότι αντιπαραθέτουν το ηθικό τους ανάστημα στους φασίστες ενώ στην πραγματικότητα τους προσφέρουν τον χώρο επικοινωνίας που τους έλειπε.
Ωστόσο, όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι τα θέματα που απασχολούν τους Γάλλους είναι κοινωνικού χαρακτήρα: αγοραστική δύναμη, υγεία, παιδεία. Τα θέματα εθνικής ταυτότητας ή μετανάστευσης βρίσκονται πιο κάτω στη σχετική λίστα.
Δεν πιστεύω ότι οι ισλαμιστικές επιθέσεις και οι σφαγές παίζουν κάποιο ρόλο στη σημερινή δεξιοποίηση της χώρας. Αναζωπύρωσαν έναν λανθάνοντα αντιαραβικό (αντιαφρικανικό, συνολικότερα) ρατσισμό στη Γαλλία, που συνδέεται, φυσικά, με τα επακόλουθα του πολέμου της Αλγερίας, αλλά όχι μόνο.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι κάθε φορά που η Αριστερά (αν περιλάβουμε σε αυτή και τη σοσιαλδημοκρατία) πήρε την εξουσία στη Γαλλία, απογοήτευσε. Η θητεία του Ολάντ, από την άποψη αυτή, είχε καταστροφική έκβαση. Αποτέλεσμα, για την κοινή γνώμη, όλη η Αριστερά, σοσιαλιστική και μη, να εξομοιώνεται με αυτές τις απογοητευτικές εμπειρίες και η πολιτική εναλλακτική, σε ένα περιβάλλον απόγνωσης, να μην καταφέρνει να συγκεκριμενοποιηθεί, να ενώσει, άρα και να πείσει.
Η γαλλική Αριστερά, αντίθετα, δεν είναι μόνο διαιρεμένη (διαιρέσεις μεγάλες υπάρχουν και στη Δεξιά), είναι αυτή τη στιγμή και φανερά μειοψηφική. Σε τι οφείλεται αυτό κατά τη γνώμη σας;
Όλα αυτά δεν είναι και πολύ ενθαρρυντικά. Πρέπει να σας ομολογήσω ότι με διακατέχει ένα συναίσθημα απόγνωσης και οργής μπροστά στην τροπή που παίρνουν τα πράγματα στον κόσμο και μπροστά στην ανικανότητά μας, ως γυναικών και ανδρών της Αριστεράς, να τον αλλάξουμε. Μπαίνουμε στον τρίτο αιώνα καπιταλιστικής κυριαρχίας χωρίς αυτή να σταματήσει ποτέ να σπέρνει καταστροφές (φτώχεια, βάρβαρη εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης, πόλεμοι, καταστροφή του περιβάλλοντος) –κάτι που αποτελεί την άλλη όψη του νομίσματος της τεχνολογικής και επιστημονικής προόδου– τοποθετώντας μας σήμερα σε μια τραγική θέση όπου ακόμα και η επιβίωση του ανθρώπινου είδους μεσοπρόθεσμα απειλείται.
Δεν ξέρω πώς να το πω. Παραδέχομαι ότι οι λέξεις δεν επαρκούν, κι αυτό ενώ έχουν γραφτεί εκατομμύρια σελίδες καταγγελίας των καπιταλιστικών εγκλημάτων και επινόησης ρεαλιστικών ουτοπιών. Έτσι που η λογοτεχνία, αυτή που προσπαθώ να γράφω, αυτή που διαβάζω με πάθος, να αποτελεί έναν άλλο τρόπο ανίχνευσης της πραγματικότητας, ανάδειξης της τρομερής ομορφιάς της, αλλά κι ένα τρόπο διαφυγής, ένα τρόπο να πάρουμε μια ανάσα αποφεύγοντας τον πνιγμό.
Ο Ρενέ Σαρ, ο μεγάλος γάλλος ποιητής, έγραψε ότι «η πνευματική διαύγεια είναι η πιο κοντινή στον ήλιο πληγή». Σε ό,τι με αφορά, βρίσκομαι εκεί ακριβώς: πληγωμένος και στραμμένος προς το φως.

Μανώλης Πιμπλής

Πηγή: Η Εποχή