Το ταξίδι του Μακρόν στην Αθήνα γίνεται σε μια δέουσα συγκυρία. Στην ΕΕ τίθενται σοβαρά ζητήματα προσανατολισμού, στην Ελλάδα η κυβέρνηση ετοιμάζεται για μια κρίσιμη αξιολόγηση.
Είναι αναμφισβήτητα μια στήριξη της χώρας ενόψει της τρίτης αξιολόγησης. Να θυμίσουμε ότι ο Μακρόν αμέσως μετά την εκλογή του δήλωσε ότι θα είναι στο πλευρό της Ελλάδας στην προσπάθειά της για διευθέτηση του χρέους της. Ούτως ή άλλως η επίσκεψη του γάλλου προέδρου αυτή τη στιγμή είναι σαν μια αξιολόγηση από την πλευρά της γαλλικής κυβέρνησης ότι υπάρχει πολιτική σταθερότητα στην Ελλάδα για το ορατό μέλλον. Η επίσκεψη, όμως, στην Αθήνα του κ. Μακρόν δεν είναι μεμονωμένη, εντάσσεται σε μια ευρύτατη διεθνή και ευρωπαϊκή δραστηριοποίησή του. Είναι η πρόσκληση Τραμπ στο Παρίσι αμέσως μετά τη σύνοδο κορυφής των G20 για τη γαλλική εθνική εορτή της 14ης Ιουλίου, οι πρόσφατες επισκέψεις στην Αυστρία, Βουλγαρία, Ρουμανία, και η μίνι σύσκεψη κορυφής που έγινε στο Παρίσι με τους Μέρκελ, Ραχόι, Τζεντιλόνι για το προσφυγικό. Ο Μακρόν γνωρίζει ότι η ουσιαστική διαπραγμάτευση για το μέλλον της Ευρώπης πριν τις γερμανικές εκλογές και πριν το σχηματισμό του νέου κυβερνητικού συνασπισμού στο Βερολίνο, δεν είναι δυνατό να γίνει. Θέλει, όμως, να στείλει ένα μήνυμα ότι ο διάλογος θα γίνει και αυτό θέλει να το κάνει αρχές Σεπτεμβρίου, παραμονές δηλαδή των γερμανικών εκλογών, και για έναν ακόμη λόγο. Η δημοτικότητά του φθίνει. Η κοινή γνώμη έχει αρχίσει να φοβάται ότι βλέπουμε μια από τα ίδια. Δηλαδή μια σειρά από προέδρους της Γαλλίας όπως ο Σιράκ, ο Σαρκοζί και ο Ολάντ ή πρωθυπουργούς όπως ο Ζοσπέν, που υπόσχονταν στην αρχή της θητείας τους ένα συνολικό διάλογο με τη Γερμανία και αυτό που μένει τελικά είναι τα μέτρα λιτότητας και περικοπών που πρέπει να πάρει η χώρα για να προσαρμοστεί στους κανόνες της δημοσιονομικής πειθαρχίας.
Πολιτική ή τεχνοκρατική διαχείριση;
Να δούμε, λοιπόν, τα σχέδια του Μακρόν για την Ευρώπη, τα οποία μάλιστα τα παρουσιάζει. Δεν περιμένει τις γερμανικές εκλογές.
Βέβαια, και τα οποία τα έχει δεχθεί η Μέρκελ ως βάση διαλόγου. Τα σχέδια συμπυκνώνονται ως εξής: χρειάζεται πολιτική πλαισίωση του ευρώ, μια δομή, που θα μπορούσε να λέγεται υπουργείο Οικονομικών της Ευρωζώνης, η οποία να συντάσσει ετήσιους προϋπολογισμούς, να υπάρχει κάποιος επικεφαλής, ο οποίος θα μπορούσε να λέγεται υπουργός Οικονομικών της Ευρωζώνης, όπως και ένα κοινοβούλιο του ευρώ, το οποίο δεν διευκρινίζει τι αρμοδιότητες θα έχει, αν θα είναι αποφασιστικό, γνωμοδοτικό ή συμβουλευτικό και πώς θα προκύπτει η σύνθεσή του. Θα είναι, για παράδειγμα, αντιπροσωπευτική των χωρών του ευρώ που μετέχουν στο ευρωκοινοβούλιο ή θα είναι των εθνικών κοινοβουλίων τους; Σε κάθε περίπτωση, το νόημα του σχεδίου Μακρόν, που είναι συνέχεια του σχεδίου Ολάντ, είναι η πολιτική διαχείριση του κοινού νομίσματος. Από την άλλη πλευρά τώρα, τη γερμανική, και εδώ είναι το ενδιαφέρον, πέραν της κατ’ αρχήν δήλωσης της Μέρκελ ότι μπορεί να είναι μια βάση συζήτησης, υπάρχει από πλευράς Σόιμπλε, εδώ και δυο χρόνια –πριν το σχέδιο Ολάντ–, μια προσπάθεια κλειδώματος της διαχείρισης του ευρώ σε τεχνοκρατικό επίπεδο. Η Κομισιόν, υποστηρίζει, είναι πολύ χαλαρή όταν επιβλέπει τη δημοσιονομική πειθαρχία, το πλαφόν, ή ζουρλομανδύα όπως το ονομάζουν άλλοι, του 3% γι’ αυτό η αρμοδιότητα εφαρμογής των συνθηκών πρέπει να φύγει από την Κομισιόν και να πάει στο ESM, τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας του κ. Ρέγκλινγκ, ο οποίος εκτός από Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο που θα δανείζει μια χώρα που χάνει την πρόσβαση στις αγορές, θα είναι ο διακόπτης μιας αυτόματης εφαρμογής της δημοσιονομικής αυστηρότητας. Δεν θα γίνεται, δηλαδή, συζήτηση για το πώς η Γαλλία ή η Ιταλία υπερέβη το στόχο του 3%, αλλά αυτόματα θα επιβάλλονται κυρώσεις. Αυτό, όμως, απονευρώνει την όλη προσπάθεια της γαλλικής πρότασης για πολιτική διαχείριση της ευρωζώνης.
Και το στόχο επίσης της ενιαίας οικονομικής πολιτικής που επιδιώκει η Γαλλία, όπως πχ οι ενιαίοι φορολογικοί κανόνες. Μ’ άλλα λόγια στην επιδίωξη της Γαλλίας να τεθούν κανόνες πειθάρχησης της Γερμανίας.
Εδώ, ασφαλώς, είναι το ψητό. Η ενιαία οικονομική πολιτική, οι ενιαίοι φορολογικοί κανόνες. Μπορεί ο μαξιμαλιστικός στόχος, που θα ήταν λογικός σε μια ζώνη κοινού νομίσματος και κοινού δανεισμού, να μην είναι ρεαλιστικός επί του παρόντος, εννοώ το περίφημο ευρωομόλογο, όμως τίθεται για συζήτηση. Κοινοί φορολογικοί κανόνες, για παράδειγμα, ώστε να μην υπάρχει ανταγωνισμός. Διότι αυτή τη στιγμή στο εσωτερικό της Ευρωζώνης αλλιώς είναι τα φορολογικά δεδομένα στη Γαλλία, αλλιώς στην Ιρλανδία κτλ. Επίσης, υπάρχουν τα ελλείμματα, αλλά υπάρχουν και τα πλεονάσματα. Και όσο επιβλαβές και επικίνδυνο είναι ένα δημοσιονομικό έλλειμμα, άλλο τόσο επικίνδυνο είναι ένα μονομερές εμπορικό πλεόνασμα μιας χώρας. Δηλαδή, αν μια χώρα είναι πλεονασματική στις διμερείς της σχέσεις με τις περισσότερες χώρες, αν όχι με όλους τους εταίρους της στην Ευρωζώνη, το αυτονόητο είναι ότι πρέπει να δημιουργήσει ζήτηση για να απορροφήσει προϊόντα των εταίρων της, ώστε να επέλθει κάποια ισορροπία και να αναθερμανθεί η οικονομία.
Αυτό, βέβαια, δεν το θέλει η Γερμανία.
Δεν έχει πει, όμως, αποφασιστικά όχι. Η Γερμανία παίζει σε άλλο επίπεδο, λέει πρώτα να εφαρμοστεί το Σύμφωνο Σταθερότητας, το οποίο εφαρμόζεται κατά προσέγγιση έως τώρα και, κατά την ταπεινή μου γνώμη, έχει αποδειχθεί ανεφάρμοστο, διότι μια χώρα μπορεί για λόγους αναθέρμανσης της οικονομίας να επιβάλλεται να ξεπεράσει το 3% και άλλες χώρες να είναι κάτω απ’ αυτό.
Στο ζήτημα του διαλόγου η Μέρκελ προτάσσει την ανάγκη «όμοιας ανταγωνιστικότητας» μεταξύ των χωρών. Αυτό, βεβαίως, διαφέρει από το γαλλικό στόχο της ενιαίας οικονομικής πολιτικής.
Αναφέρεται, προφανώς, στο ότι η Γερμανία επί Σοσιαλδημοκρατών του Σρέντερ έκανε τις περίφημες μεταρρυθμίσεις, ή απορρυθμίσεις, με τον τίτλο «ατζέντα 2010», λέγοντας ότι εγκαίρως έκαναν μεταρρυθμίσεις προς την κατεύθυνση ελαστικοποίησης της εργασίας και συρρίκνωσης της κοινωνικής προστασίας, τις οποίες δεν έκαναν οι υπόλοιποι. Δεν πιστεύω ότι αυτό είναι το πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Ευρώπη. Στοιχεία της ανταγωνιστικότητας είναι η πολιτική σταθερότητα και η κοινωνική συνοχή. Αλλά αυτό που έχουμε πετύχει από το ξεκίνημα της κρίσης το 2008 – 2009 είναι η συνεχώς συμπίεση της κοινωνικής συνοχής και της πολιτικής σταθερότητας.
Αναμφισβήτητη επικράτηση της Μέρκελ
Από τις εκλογές στη Γερμανία τι αναμένεις;
Υπάρχει αναμφισβήτητα πρωτιά των Χριστιανοδημοκρατών, ισχυρό προβάδισμα της Μέρκελ. Το ερώτημα για την επόμενη μέρα είναι ποιος κυβερνητικός συνασπισμός θα σχηματισθεί. Υπάρχουν στο τραπέζι τρεις επιλογές. Η πρώτη είναι να συνεχισθεί ο μεγάλος συνασπισμός μεταξύ Σοσιαλδημοκρατών – Χριστιανοδημοκρατών, και η συμμετοχή των Πρασίνων με ερωτηματικό. Το ερώτημα είναι αν οι σοσιαλδημοκράτες μπορούν να συγκεράσουν τις δικές τους κομματικές σκοπιμότητες με τις προϋποθέσεις που χρειάζονται για να πάει μπροστά η Ευρώπη. Το συμπέρασμα είναι ότι μια τρίτη τετραετία συγκυβέρνησης κινδυνεύει να έχει απαγορευτικό κόστος. Όταν συγκυβερνάς με τη δεξιά για τρίτη συνεχή φορά, τότε διαμορφώνεις κλίμα για ψήφο απ’ ευθείας στη δεξιά. Το κακό σενάριο για την Ευρώπη είναι Φιλελεύθεροι – Χριστιανοδημοκράτες. Όταν συμμετείχαν στην κυβέρνηση την τετραετία 2009 – 2013 είχαν αδιάλλακτη θέση ως προς τη δημοσιονομική λιτότητα. Τρίτο σενάριο, που αναζητά μια εξισορρόπηση προς τα δεξιά και το κέντρο, είναι Πράσινοι – Φιλελεύθεροι – Χριστιανοδημοκράτες. Όλα αυτά τα σενάρια βρίσκονται σε πειραματικό στάδιο σε διάφορα κρατίδια. Άρα είναι ανοιχτά σενάρια.
Το δεύτερο σενάριο, όμως, δεν θα δυσκόλευε το διάλογο με τη Γαλλία; Πράγμα ζωτικό για τη Γερμανία.
Θα το δυσκόλευε και είναι γεγονός ότι χωρίς το γαλλογερμανικό άξονα δεν υπάρχει ΕΕ. Επίσης, το τι θα προκύψει στα τέλη αυτού του χρόνου ή στις αρχές του άλλου ως μήνυμα για τις ευρωπαϊκές εξελίξεις, θα επηρεάσει τις εκλογές σε δύο χώρες όπου τα πάντα μπορούν να ανατραπούν ανά πάσα στιγμή. Και αναφέρομαι στην Ισπανία και την Ιταλία. Η μεν πρώτη έχει κυβέρνηση μειοψηφίας και μπορεί ανά πάσα στιγμή να ανατραπεί. Οι Σοσιαλιστές με τον Σάντσεθ περιμένουν την κατάλληλη στιγμή. Αν είναι κάτι που κρατάει τον Ραχόϊ είναι η αβεβαιότητα λόγω Καταλανικού. Στην Ιταλία βρισκόμαστε μπροστά στο ενδεχόμενο ενός πολλαπλού ατυχήματος εν αναμονή. Μπορεί, π.χ., να προκύψει θέμα με τις τράπεζες κάθε στιγμή, μπορεί ο προϋπολογισμός που θα καταθέσει η Ιταλία να μην κρατάει ούτε τα προσχήματα συμμόρφωσης με το Σύμφωνο Σταθερότητας, και γενικώς μπορεί η χώρα να οδηγηθεί σε εκλογές πριν τον Μάιο που έχει ορισθεί. Τα λέω όλα αυτά γιατί η επόμενη μέρα είναι διαφορετική στις δύο αυτές χώρες. Στη μεν Ισπανία θα ανοίξει ο δρόμος για μια εναλλακτική πλειοψηφία Σοσιαλιστών – Ποδέμος, με τα δύο κόμματα να είναι σε απόσταση αναπνοής στις δημοσκοπήσεις, στη δε Ιταλία πρώτο κόμμα είναι των Πέντε Αστέρων του Γκρίλο, με ατζέντα είτε παράλληλου νομίσματος, είτε έξω από το ευρώ. Αυτά είναι τα δύσκολα για την Ευρώπη.
Τη συνέντευξη από το Γιώργο Καπόπουλο πήρε ο Παύλος Κλαυδιανός
Πηγή: Left