Macro

Εναλλακτικό σχέδιο στην έκθεση Πισσαρίδη

Θεμελιακή αρχή βιωσιμότητας μιας χρεωμένης οικονομίας όπως η ελληνική είναι η διατηρήσιμη ροή εισοδήματος για τη στήριξη της ζήτησης και την ικανοποίηση των δανειακών υποχρεώσεων της χώρας. Ομως αυτό συνεπάγεται πως η δημοσιονομική πολιτική οφείλει να υπηρετεί την εργασία αντί για τα επιχειρηματικά κέρδη. Στις δε τρέχουσες αντίξοες συνθήκες της πανδημίας αυτό σημαίνει πως είναι επιτακτική η ανάγκη μιας συμφωνίας με την Ε.Ε. για τη μείωση του στόχου πρωτογενών πλεονασμάτων.

Σε κάθε λόγο υπάρχει και αντίλογος. Eτσι, ως απάντηση στην έκθεση Πισσαρίδη, το Ινστιτούτο Εργασίας (ΙΝΕ) της ΓΣΕΕ υπέβαλε πρόσφατα ένα εναλλακτικό σχέδιο για μια βιώσιμη και δίκαιη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας το οποίο, αν και δεν αποτελεί ένα πλήρες πολιτικό πρόγραμμα -όπως αυτό που αναμένεται π.χ. από τον ΣΥΡΙΖΑ-, συνιστά μια ποιοτικά διαφορετική στρατηγική εξόδου από την οικονομική κρίση που αξίζει να μελετηθεί.

Το ΙΝΕ απορρίπτει συνολικά τη στρατηγική Πισσαρίδη γιατί θεωρεί ότι δεν αντιμετωπίζει την ενδογενή αδυναμία της ελληνικής οικονομίας για επενδυτική και παραγωγική ανάπτυξη, η οποία οφείλεται:

α. στο ελλειμματικό ισοζύγιο των νοικοκυριών (που δεν μπορούν να καταναλώσουν) και στο πλεονασματικό ισοζύγιο των επιχειρήσεων (που δεν επενδύουν τα κέρδη τους),

β. στην υπερχρέωση του ιδιωτικού («κόκκινα» δάνεια) και δημόσιου τομέα (υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα που επιβαρύνουν την ανάκαμψη),

γ. στη χαμηλή τεχνολογική εξειδίκευση, την ισχυρή τάση τριτογενοποίησης της οικονομίας (τουρισμός, εμπόριο) και την απουσία βιομηχανικής πολιτικής,

δ. στη μονομερή και αποκλειστικά ποσοτική εξωστρέφεια της οικονομίας, παραβλέποντας την ποιοτική αναβάθμιση των εξαγωγών και χωρίς καμία αξιοποίηση των δυνατοτήτων υποκατάστασης των εισαγωγών, και τέλος και κυριότερα

ε. στον ανισόμερο έως μονόπλευρο προσανατολισμό της δημοσιονομικής πολιτικής (μείωση φόρων/εισφορών) και των μεταρρυθμίσεων (ευελιξία αγοράς εργασίας) στην επιδίωξη αύξησης της κερδοφορίας των επιχειρήσεων σε βάρος της συνοχής της αγοράς εργασίας και της ευημερίας της ελληνικής κοινωνίας.

Το ΙΝΕ επικρίνει την έκθεση Πισσαρίδη για τον βασικό στόχο που θέτει, την αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ, μια πρόταση την οποία χαρακτηρίζει κοινότοπη, μη υλοποιήσιμη εξαιτίας των μέσων που επιστρατεύει (οι φορολογικές ελαφρύνσεις δεν απέδωσαν με βάση τη διεθνή εμπειρία) και πιθανότατα επιζήμια στην ανάπτυξη, καθότι η πρόταξη της αύξησης των κερδών οδηγεί στην περαιτέρω αύξηση των ανισοτήτων.

Κατά το ΙΝΕ, η έκθεση Πισσαρίδη αγνοεί τη δομική αδυναμία της ελληνικής οικονομίας και συσχετίζει εσφαλμένα το έλλειμμα παραγωγικών επενδύσεων με θεσμικές ελλείψεις και αποτυχίες της αγοράς, όπως η κακή λειτουργία του δικαστικού συστήματος, η κρατική γραφειοκρατία, η έλλειψη κινήτρων, το υψηλό μη μισθολογικό κόστος και η ανεπαρκής εκπαίδευση-κατάρτιση.

Δεν αντιλαμβάνεται έτσι πως για τη μετάβαση σε ένα βιώσιμο υπόδειγμα ανάπτυξης χρειάζεται:

1. Να συμμετέχει και η κοινωνία. Αυτό σημαίνει το υπόδειγμα να είναι και δίκαιο ώστε να εξασφαλίζονται συνθήκες αξιοπρεπούς διαβίωσης. Προϋπόθεση, δε, γι’ αυτό είναι μια πολιτική δέσμευση για αύξηση της εργασίας και των μισθών παράλληλα με την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους και των δημόσιων επενδύσεων.

2. Επειδή υπάρχει διαχρονικά μεγάλο έλλειμμα επιχειρηματικότητας και επενδύσεων, με την οικονομία μετά την 10ετή ύφεση να έχει περιπέσει σε παγίδα ρευστότητας, η επανεκκίνηση και ανάκαμψή της οφείλει να προέλθει από την ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών.

3. Η πολιτική ενίσχυσης του διαθέσιμου εισοδήματος πρέπει να εντάσσεται σε μια ολιστική αναπτυξιακή στρατηγική για τον διαρθρωτικό μετασχηματισμό του παραγωγικού συστήματος, ο οποίος να περιλαμβάνει την ποιοτική αναβάθμιση του τριτογενούς τομέα με δραστηριότητες έντασης γνώσης, τον τεχνολογικό μετασχηματισμό με άξονα τους κλάδους της μεταποίησης που χαρακτηρίζονται από μεσαία προς υψηλή τεχνολογία και, τέλος, τον σχεδιασμό μιας βιομηχανικής πολιτικής που θα στηρίζεται στη δημιουργία του κατάλληλου θεσμικού πλαισίου για μόνιμη συνεργασία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα σε θέματα επενδύσεων (ειδικά πράσινων) και για καλύτερη ισορροπία μεταξύ αυτάρκειας και εξωστρέφειας.

4. Το ΙΝΕ τονίζει πως θεμελιακή αρχή βιωσιμότητας μιας χρεωμένης οικονομίας όπως η ελληνική είναι η διατηρήσιμη ροή εισοδήματος για τη στήριξη της ζήτησης και την ικανοποίηση των δανειακών υποχρεώσεων της χώρας. Ομως αυτό συνεπάγεται πως η δημοσιονομική πολιτική οφείλει να υπηρετεί την εργασία αντί για τα επιχειρηματικά κέρδη. Στις δε τρέχουσες αντίξοες συνθήκες της πανδημίας αυτό σημαίνει πως είναι επιτακτική η ανάγκη μιας συμφωνίας με την Ε.Ε. για τη μείωση του στόχου πρωτογενών πλεονασμάτων.

5. Τέλος, στο καθαυτό μέτωπο της εργασίας, το ΙΝΕ προτείνει: (α) τον επαναπροσδιορισμό του τρόπου αξιολόγησης της κατάστασης της αγοράς εργασίας, όπου εκτός της ανεργίας να λαμβάνεται υπόψη η μεταβολή του όγκου, της κλαδικής διάρθρωσης και της ποιότητας της απασχόλησης, (β) τον επαναπροσδιορισμό του τρόπου άσκησης της δημοσιονομικής πολιτικής με στόχο την αύξηση της εργασίας, ειδικά των χαμηλότερα αμειβόμενων εργαζόμενων και των αποκλεισμένων από την αγορά εργασίας μέσω προγραμμάτων εγγυημένης εργασίας και (γ) τον επαναπροσδιορισμό και αύξηση του κατώτατου μισθού με βάση το όριο της σχετικής φτώχειας (60% του διάμεσου μισθού).

Οι προτάσεις του ΙΝΕ είναι συνεκτικές, περιέχουν καινοτόμα στοιχεία και έρχονται σε μία κρίσιμη περίοδο που τα κόμματα της αντιπολίτευσης αναζητούν προγραμματικές προοδευτικές λύσεις στα αδιέξοδα της κρίσης. Αξίζει λοιπόν να μελετηθούν σοβαρά και σε βάθος.

Ο Κώστας Καλλωνιάτης είναι Οικονομολόγος, επιστημονικός συνεργάτης του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών