Ο ΣΥΡΙΖΑ σε κάθε ευκαιρία κατηγορεί την αξιωματική αντιπολίτευση ότι αντιμετώπισε τις κυβερνήσεις της αριστεράς που προέκυψαν από τις δύο εκλογές του 2015 σαν παρένθεση και με αυτή την αντίληψη οικοδόμησε τη στρατηγική της. Ωστόσο, από ορισμένες απόψεις τουλάχιστον, και ο ίδιος φαίνεται να συμπεριφέρεται σαν να βλέπει τις κυβερνήσεις που σχηματίστηκαν με κορμό τον ίδιο, κατά κάποιο τρόπο σαν παρένθεση. Με τη διαφορά ότι η δική του παρένθεση έχει ευρύτερο ορίζοντα, τη λήξη του μνημονιακού προγράμματος και της τετραετίας.
Παρά τις συχνές διακηρύξεις του προέδρου και πρωθυπουργού, αλλά και στελεχών όλων των βαθμίδων, ότι στόχευσή του είναι και η επόμενη, η δεύτερη τετραετία, δεν υπάρχουν στην πολιτική πρακτική του και στους μεσοπρόθεσμους σχεδιασμούς του ικανά σημάδια μιας στρατηγικής που πάει πέρα από τον Αύγουστο του 2018 και τη λήξη της τετραετίας. Και αυτή είναι κάτι παραπάνω από απαραίτητη, είναι ζωτικής σημασίας, όπως θα επιχειρήσουμε να δείξουμε.
Αποφασιστικό στοιχείο το πρόγραμμα
Αν ο ΣΥΡΙΖΑ μπόρεσε να δώσει τη μάχη των εκλογών του Σεπτεμβρίου 2015 και στη συνέχεια να ανασυγκροτήσει τις δυνάμεις του στο βαθμό που το πέτυχε, το κατόρθωσε διακηρύσσοντας το σχέδιό του, από τη μια, να εφαρμόσει τις υποχρεώσεις που του επιβλήθηκαν με το πρόγραμμα προσαρμογής (δίνοντας ακόμα και μέσα σε αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο όσες μάχες μπορούσαν να δοθούν) και, από την άλλη, να προωθήσει στα στενά περιθώρια που πιθανόν υπήρχαν, το δικό του παράλληλο πρόγραμμα.
Όλοι μπορούμε, μετά από δύο χρόνια, να εκτιμήσουμε, πέρα από καυχησιολογίες και μηδενισμούς, τι λιγότερο ή περισσότερο απέδωσε αυτή η προσπάθεια, αυτό το σχέδιο. Όποια, όμως, εκτίμηση κι αν κάνει κάποιος, δεν μπορεί να αρνηθεί ότι, εκ των πραγμάτων, το γεγονός ότι η κυβέρνηση στέκει στα πόδια της, παρά τις ασίγαστες επιθέσεις και την απουσία συμμάχων στο επικοινωνιακό μέτωπο, το οφείλει στη μερική, έστω, εφαρμογή αυτού του πολιτικού σχεδίου, όσες ελλείψεις κι αν εντοπίσει κάποιος τόσο στη σύλληψή του όσο και στην εφαρμογή του. Χωρίς αυτό, η κυβέρνηση θα ήταν στη συνείδηση όλων μια καλή, μέτρια ή κακή μηχανή εφαρμογής του μνημονίου. Θα είχε καταγραφεί, δηλαδή, σαν «ιδιοκτήτρια του προγράμματος» –ακόμα κι αν δεν ισχυριζόταν εκείνα τα μελοδραματικά που μας έλεγαν μεταξύ 2010 και 2014 οι σημερινοί επικριτές της. Ότι, δηλαδή, ακόμα κι αν δεν μας το είχαν επιβάλει, θα έπρεπε να το είχαμε επινοήσει εμείς…
Ένα σχέδιο για την επόμενη μέρα
Αυτά ως τώρα. Από εδώ και πέρα, όμως, και πριν φτάσουμε στο καλοκαίρι του 2018, πολύ περισσότερο στην προεκλογική περίοδο, χρειάζεται να προχωρήσει η επεξεργασία και η έγκαιρη εξαγγελία ενός πολιτικού προγράμματος, ενός σχεδίου για το μετά. Ενός σχεδίου που θα αναδεικνύει και θα κάνει ορατή την όποια διαφορά μεταξύ της σημερινής κατάστασης και της επαγγελόμενης εξόδου από το πρόγραμμα, παρά το γεγονός ότι, πρώτον, η μνημονιακή νομοθεσία θα μας συνοδεύει και μετά την έξοδο και, δεύτερον, η εποπτεία της Κομισιόν δεν θα είναι καθόλου αμελητέα.
Ένα τέτοιο σχέδιο δεν μπορεί να αρκείται στη δήλωση της πολιτικής βούλησης για απεμπλοκή από τα μνημόνια. Απαιτεί τον πολύ συγκεκριμένο προγραμματισμό των βημάτων που χρειάζεται να γίνουν στους κρίσιμους τομείς, ώστε αυτό το σχέδιο, αφενός, να αποκτήσει σάρκα και οστά, αφετέρου, να καταγραφεί στη συνείδηση των λαϊκών τάξεων, της πλειονότητας των πολιτών, σαν το πολιτικό και ιδεολογικό στοιχείο που ξεχωρίζει τον ΣΥΡΙΖΑ από κάθε άλλη πολιτική δύναμη.
Θα ήταν χρήσιμο, από αυτή την άποψη, να γνωρίσουμε από κοντά και λεπτομερώς την εμπειρία φιλικών κυβερνήσεων και κομμάτων, όπως της Πορτογαλίας, που φαίνεται ότι επιχειρούν τέτοια βήματα απεμπλοκής. Θα έπρεπε ήδη να έχουν γίνει τέτοιες αποστολές συνεργασίας και εργασίας.
Νιώθουμε την ανάγκη για μια τέτοια επισήμανση και μια τέτοια συζήτηση, γιατί αρκετές από τις κυβερνητικές πρωτοβουλίες το τελευταίο διάστημα φαίνεται, αφενός, να δίνουν βάρος στο επικοινωνιακό μέτωπο και στη δημιουργία αρνητικών εντυπώσεων ιδίως για τη ΝΔ, αφετέρου, να λαμβάνονται με ορίζοντα τις εκλογές: δηλαδή, τη χρησιμότητά τους στη διαμόρφωση ενός ευνοϊκού εκλογικού αποτελέσματος για τον ΣΥΡΙΖΑ και τους συμμάχους του και αρνητικού για τη ΝΔ.
Οι εκλογές κρίνονται στο μέλλον, όχι στο παρελθόν
Χωρίς να υποτιμούμε τη χρησιμότητα της διεκδίκησης της λαϊκής ψήφου με όλα τα θεμιτά μέσα, μπορούμε να ισχυριστούμε βασιμότατα ότι αυτό που κρίνει ακόμα και την έκβαση της εκλογικής μάχης με την πιο στενή της έννοια, είναι η επεξεργασία και η διατύπωση ενός συνεκτικού και πειστικού προγράμματος για την επόμενη μέρα, ακόμα κι όταν κοινή είναι η πεποίθηση ότι είναι ζητούμενο αν μπορεί να εφαρμοστεί σε όλη του την έκταση.
Σ’ αυτό το πεδίο, άλλωστε, προσέρχεται με τα λιγότερα και λιγότερο αποτελεσματικά όπλα ο αντίπαλος, καθώς εμφορείται από μια νεοφιλελεύθερη αντίληψη για τα οικονομικά και μια άκρως συντηρητική έως αντιδραστική αντίληψη για τα κοινωνικά. Τα τηλεφωνήματα του Αυγενάκη και οι οφσόρ της Μαρέβας μπορεί να παίξουν το δευτερεύοντα ή τριτεύοντα ρόλο τους, αλλά δεν θα κρίνουν ούτε τις εκλογές, ούτε τα μετά τις εκλογές.
Άλλωστε, αν και δεν συγκαταλέγομαι στους απαισιόδοξους, ακόμα κι αν επιβεβαιωθεί η προφητεία των δημοσκόπων, μόνο σ’ αυτό το πεδίο μπορεί να αποκρουστεί η απόπειρα της ΝΔ να σχηματίσει κυβέρνηση και να αποφύγει μια νέα, σύντομη εκλογική αναμέτρηση με απλή αναλογική. Γιατί ένα τέτοιο σχέδιο, ένα τέτοιο πρόγραμμα για το μετά, είναι το πιο ισχυρό συγκροτητικό στοιχείο για ένα κόμμα σαν τον ΣΥΡΙΖΑ και για τις συμμαχίες που μπορεί να επιδιώξει με δυνάμεις που συγκλίνουν πάνω σ’ αυτό.
Χαράλαμπος Γεωργούλας
Πηγή: Η Εποχή