Θα είμαι ειλικρινής. Αναστατώθηκα από τη μακροσκελή ανακοίνωση του υπουργείου Πολιτισμού που με κατηγορούσε για το ρεπορτάζ μου για την Ακρόπολη. Αναστατώθηκα, γιατί δεν είχα ποτέ δεχθεί ανάλογη επιστολή. Επικοινώνησα με διάφορες πηγές, άλλες που αναφέρονται και άλλες όχι στο άρθρο, για να ελέγξω, για άλλη μια φορά, αν είχα κάνει λάθος. Στη συνέχεια, θυμήθηκα ότι είχα ήδη εκπλαγεί από τη βία ορισμένων σχολίων που δέχθηκα στα κοινωνικά δίκτυα όταν δημοσιεύτηκε το άρθρο. Η έρευνα που έκανα έγινε με κριτήρια δημοσιογραφικά. Δεν ήταν έκφραση των προτιμήσεών μου. Ήταν το αποτέλεσμα μιας εργασίας για την οποία πήρα συνέντευξη από διαφορετικούς ειδικούς, που δεν εμφανίζονται όλα στο άρθρο. Διασταύρωσα τις πηγές μου. Συγκέντρωσα έγγραφα που επιβεβαιώνουν αυτά στα οποία αναφέρομαι. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι, όλα αυτά τα έγγραφα με βοήθησαν να κατανοήσω το θέμα καθώς και τη διαμάχη που υπάρχει στην Ελλάδα σχετικά από το τέλος του 2020.
Επέλεξα αυτό το θέμα ακριβώς γιατί αποτελεί αντικείμενο συζήτησης στην Ελλάδα. Και ήδη από το τέλος του 2020, όπως προείπα. Με ενδιέφερε από τότε. Αλλά επιπλέον, τον Μάρτιο, μια από τις πηγές μου μού έδωσε συγκεκριμένες πληροφορίες για το έργο. Δημοσιογράφοι και ξένοι ανταποκριτές δεν είναι εκεί για να κάνουν πρόβα τα επίσημα λόγια. Οφείλουν να αναφέρουν στους αναγνώστες τα νέα και τις συζητήσεις στη χώρα που καλύπτουν. Επιπλέον, εδώ μιλάμε για την Ακρόπολη, ένα Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, «το παγκόσμιο σύμβολο του κλασικού πνεύματος και του πολιτισμού», όπως γράφει ο διεθνής οργανισμός στην ιστοσελίδα της. Δεν αρκεί αυτός ο οικουμενικός χαρακτήρας, για να αναφερθούμε στις αντιπαραθέσεις που μπορεί να υπάρχουν γύρω από τον ιερό βράχο και την ανακαίνισή του; Προσπάθησα λοιπόν να παρουσιάσω απόψεις, ανεξάρτητα αν είναι οι επίσημες ή όχι, αρκεί να είναι τεκμηριωμένες.
Οι συντάκτες της επιστολής του υπουργείου Πολιτισμού δεν συμφωνούν με τις απόψεις που παρατίθενται: είναι δικαίωμά τους! Από την άλλη πλευρά, το ότι το όνομά μου ρίχνεται στην αρένα με τα θηρία σε ένα δελτίο Τύπου που αναπαράγεται ευρέως από τον Τύπο, με κάνει να αναρωτιέμαι για τα πραγματικά κίνητρα. Γιατί είμαι ο μοναδικός που δέχθηκε μια τέτοια επίθεση σε επίσημη ανακοίνωση του υπουργείου, όταν και άλλες ξένες εφημερίδες έχουν επίσης δημοσιεύσει άρθρα σχετικά με αυτό το θέμα; Γιατί επιχειρείται να εξατομικευθεί μια συζήτηση που αφορά ένα οικουμενικό μνημείο; Εκτιμώ ότι η στοχοποίησή μου είναι ένας τρόπος για να βρεθεί ένας αποδιοπομπαίος τράγος. Το ρεπορτάζ που έγραψα δεν περιλαμβάνει επιθέσεις, πόσο μάλλον προσωπικές επιθέσεις. Παρουσιάζει γεγονότα, θέτει ερωτήματα, προτείνει απαντήσεις, προσφέρει απόψεις. Μοιάζει σαν να υπάρχει μια προσπάθεια να απαξιωθεί η δουλειά μου και να απαξιωθώ κι εγώ ο ίδιος. Αρχαιολόγοι έχουν ήδη απαντήσει επί της ουσίας του θέματος και είναι αρμοδιότεροι από εμένα για να το κάνουν. Αντίθετα, αυτό για το οποίο εγώ οφείλω να προειδοποιήσω, αφορά την άσκηση του επαγγέλματός μου. Έχω την αίσθηση ότι γίνεται ολοένα και πιο δύσκολο να παρουσιαστεί στους αναγνώστες ένας διάλογος με διαφορετικές απόψεις για την ελληνική πραγματικότητα. Αυτό που με ανησυχεί είναι η τάση να περιοριστούν οι δημοσιογράφοι στην πραγματοποίηση των ερευνών τους και τελικά, να σωπάσουν. Αυτό δεν είναι καθόλου σημάδι μιας δημοκρατίας σε καλή κατάσταση, μιας δημοκρατίας που σέβεται τον διάλογο, σέβεται την ελευθερία του Τύπου και βασίζεται στην ελευθερία του λόγου.
Το δημοσίευμα του Φ. Περιέ στην Λιμπερασιόν: «Ακρόπολη: Η ομορφιά της τσιμεντώθηκε και παραμορφώθηκε» (2/5/21)
* * *
Με στόχο τον απόλυτο έλεγχο της ενημέρωσης
Το ρεπορτάζ του Φαμπιέν Περιέ, επί δώδεκα χρόνια ανταποκριτή πολλών γαλλόφωνων εντύπων στην Αθήνα, για τις εργασίες στην Ακρόπολη, που δημοσιεύτηκε στη “Liberation” στις 2 Μαΐου, δέχθηκε μια οξύτατη απάντηση από το υπουργείο Πολιτισμού της Ελλάδας, το οποίο έστειλε σχετική επιστολή στην εφημερίδα τέσσερις μέρες αργότερα. Όμως, η απάντηση αυτή δεν περιορίστηκε στα σημεία που θέτει το άρθρο όπως θα δικαιούταν –και θα όφειλε ενδεχομένως– να πράξει το υπουργείο. Επεκτάθηκε σε μια προσωπική επίθεση κατά του δημοσιογράφου που παραπέμπει σε ανοιχτή στοχοποίησή του και μια μάλλον σαφή αν και υπόρρητη προτροπή προς την εφημερίδα να τον κάνει πέρα.
Η πρόθεση της κυβέρνησης να κάνει έναν δημοσιογράφο να σωπάσει εφόσον δεν σκοπεύει να την δοξολογήσει δεν προκαλεί αληθινή έκπληξη. Οι αρπαχτικοί όροι με τους οποίους αυτή η κυβέρνηση ειδικά διεκδικεί τον απόλυτο έλεγχο της ενημέρωσης αποτελούν σχεδόν κοινό τόπο. Έκπληξη προκαλεί ίσως το γεγονός ότι το κάνει με τόσο ανοιχτό και δημόσιο τρόπο και απευθυνόμενη σε μία από τις μεγαλύτερες εφημερίδες της Ευρώπης. Αυτό δείχνει μια εμπέδωση της αυταρχικής λογικής και της απαίτησης να κρυφτεί η άλλη άποψη, τόσο μεγάλη ώστε η κυβέρνηση να χάνει το μέτρο και τη συνείδηση με ποιον συνομιλεί. Το πάντρεμα του αυταρχισμού με την απουσία αυτού του μέτρου, υπήρξε πάντα εξαιρετικά επικίνδυνο για τις ελευθερίες. Η υπεράσπιση του Φαμπιέν Περιέ δεν είναι ζήτημα μόνο δημοσιογραφικής ανεξαρτησίας, είναι επιπλέον μια άμυνα απέναντι στην πολιτική στόχευση ενός λόγου ενιαίου και μονοφωνικού.
Γιάννης Ανδρουλιδάκης