– Στα τέλη του 1970 ένας από τους πρώτους στόχους των μεγάλων εταιρειών στο χώρο του φαρμάκου, των ηλεκτρονικών και των χημικών ήταν η παύση της δημόσιας ιδιοκτησίας της κρατικά χρηματοδοτούμενης έρευνας. Αποτέλεσμα ήταν η αγοραία αντιμετώπιση της ακαδημαϊκής έρευνας, που προηγούμενα ήταν διαθέσιμη σε όλους. Παρόλο που το δημόσιο πληρώνει τη μερίδα του λέοντος κατά τη διάρκεια της βασικής έρευνας, η οποία έχει και το μεγαλύτερο ρίσκο (π.χ. για τα νέα φάρμακα), η μακροχρόνια απόδοση κεφαλαίου καταλήγει σε τσέπες ιδιωτών. Με αυτό τον τρόπο οι πολίτες βρίσκονται να πληρώνουν διπλά για φάρμακα και ιατρικές θεραπείες. Αρχικά ως φορολογούμενοι που χρηματοδοτούν την έρευνα και στη συνέχεια ως καταναλωτές που πληρώνουν για τα φάρμακα των οποίων οι τιμές διαμορφώνονται σε συνθήκες μονοπωλίου.
– Δεν υπάρχει καμία αποδεδειγμένη συσχέτιση ανάμεσα στα πνευματικά δικαιώματα και τα κίνητρα για την καινοτομία. Στην πραγματικότητα, οι αποφάσεις για την εφαρμογή των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων τη δεκαετία του ‘80 στις ΗΠΑ μείωσαν την καινοτομία και μεταφράστηκαν σε μείωση της έρευνας και της ανάπτυξης στις βιομηχανίες και τις εταιρείες που ήταν πιο δραστήριες στο πατεντάρισμα του έργου τους.
Τις τελευταίες δεκαετίες η δημόσια σφαίρα γοητεύτηκε από την ιδέα ότι η γνώση θα πρέπει να συνιστά ιδιοκτησία, όπως η αγορά ακινήτων ή τα μετοχικά μερίσματα. Αυτή η αντίληψη στηρίχτηκε στο ότι η πνευματική ιδιοκτησία, τα εμπορικά σήματα και οι πατέντες ανταμείβουν τους ανθρώπους για τη δημιουργική τους εργασία και αυτό δεν μπορεί παρά να είναι καλό και δίκαιο. Ωστόσο, μέσα από το παραμορφωτικό πλέγμα νεοφιλελεύθερων θεσμών και νομικών εργαλείων, αυτή η γραμμή σκέψης κατέληξε να ομοιάζει με ένα είδος φονταμενταλισμού της αγοράς. Πνευματικά δικαιώματα, πατέντες και εμπορικά σήματα εμφανίζονται ως η μόνη ηθικά νομιμοποιημένη και πρακτικά εφαρμόσιμη μέθοδος διαχείρισης της γνωσιακής δημιουργίας. Δεν υπάρχουν ενδιάμεσες εναλλακτικές. Ή υποστηρίζεις τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας ή υποστηρίζεις την “κλοπή” και την “πειρατεία”. Το πρόβλημα με αυτού του τύπου την προσέγγιση είναι ότι παύει όποια ευρύτερη συζήτηση σχετικά με τον τρόπο που η γνώση και ο πολιτισμός πρέπει να “κυκλοφορούν” στο πλαίσιο των κοινωνιών μας.
Η χρησιμότητα των πνευματικών δικαιωμάτων και των πατεντών δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από κανένα λογικό άνθρωπο, καθώς σε πλήθος περιπτώσεων παρέχουν σημαντικά και αναγκαία κίνητρα προκειμένου να γίνει επένδυση σε νέα έργα ή συνδράμουν στο βιοπορισμό των δημιουργών. Ωστόσο, σήμερα τα πνευματικά δικαιώματα και οι πατέντες έχουν κατά πολύ υπερβεί το πνεύμα του νόμου εντός του οποίου τεκμηριώνονται -όπως η προώθηση της επιστήμης και των τεχνών- και έχουν καταστεί αυτοσκοπός.
Την ίδια στιγμή εξαιτίας των τεχνολογικών αλλαγών των τελευταίων δεκαετιών έχουμε οδηγηθεί σε ένα παραγωγικό μοντέλο που αποφέρει τα μέγιστα κέρδη μέσω της έρευνας και της καινοτομίας, ιδίως σε κλάδους όπως το λογισμικό, η βιοτεχνολογία, η φαρμακοβιομηχανία, η νανοτεχνολογία ή η τεχνητή νοημοσύνη. Η οικονομία της έντασης γνώσης διαβρώνει τη δυνατότητα της αγοράς να κρατάει τις τιμές σε ισορροπία, δεδομένου ότι οι αγορές βασίζονται στις ελλείψεις, ενώ οι πληροφορίες και η γνώση αφθονούν. Ο αμυντικός μηχανισμός του καπιταλισμού είναι η δημιουργία μονοπωλίων, όπως αυτά που δημιουργούν οι γιγάντιες πολυεθνικές υψηλής τεχνολογίας, ενώ παράλληλα η γνώση “περιφράσσεται” με τρόπο καταχρηστικό, με εργαλείο τις πατέντες και τα πνευματικά δικαιώματα.
Όταν οι πατέντες ιδιωτικοποιούν τη χρηματοδοτούμενη από τους φορολογουμένους έρευνα
Τα παραπάνω καθίστανται ιδιαίτερα προβληματικά, όταν αφορούν τη δημόσια χρηματοδοτούμενη έρευνα. Πριν από 35 χρόνια υπήρχε μία διευρυμένη συναίνεση ως προς το ότι τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας που προέκυπταν από έρευνα χρηματοδοτούμενη από τα λεφτά των φορολογουμένων θα έπρεπε να παραμένουν σε δημόσια δικαιοδοσία ή τουλάχιστον να αδειοδοτούνται σε μη αποκλειστική βάση. Με αυτό τον τρόπο οι φορολογούμενοι θα μπορούσαν να αποκομίσουν το σύνολο της αξίας της συλλογικής τους επένδυσης.
Στα τέλη του 1970 ένας από τους πρώτους στόχους των μεγάλων εταιρειών στο χώρο του φαρμάκου, των ηλεκτρονικών και των χημικών ήταν η παύση της δημόσιας ιδιοκτησίας της κρατικά χρηματοδοτούμενης έρευνας. Αποτέλεσμα ήταν η αγοραία αντιμετώπιση της ακαδημαϊκής έρευνας, που προηγούμενα ήταν διαθέσιμη σε όλους. Παρόλο που το δημόσιο πληρώνει τη μερίδα του λέοντος κατά τη διάρκεια της βασικής έρευνας, η οποία έχει και το μεγαλύτερο ρίσκο (πχ. για τα νέα φάρμακα), η μακροχρόνια απόδοση κεφαλαίου καταλήγει σε τσέπες ιδιωτών. Με αυτό τον τρόπο οι πολίτες βρίσκονται να πληρώνουν διπλά για φάρμακα και ιατρικές θεραπείες. Αρχικά ως φορολογούμενοι που χρηματοδοτούν την έρευνα και στη συνέχεια ως καταναλωτές που πληρώνουν για τα φάρμακα των οποίων οι τιμές διαμορφώνονται σε συνθήκες μονοπωλίου.
Η ζωή μπορεί τώρα να είναι ιδιόκτητη
Μερικά χρόνια αργότερα, τη δεκαετία του ‘80, η διάκριση ανάμεσα στη βασική έρευνα (ανακάλυψη) και στην εφαρμοσμένη έρευνα (επινόηση) εγκαταλείφθηκε ως άλλο ένα σύμπτωμα της νεοφιλελεύθερης ασυδοσίας. Αυτό σήμαινε ότι οι αλγόριθμοι, το ανθρώπινο γονιδίωμα, οι σπόροι των φυτών, οι γενετικά τροποποιημένοι οργανισμοί, κ.λπ., έγιναν αντικείμενο πατέντας. Η αγορά είχε τώρα το ελεύθερο να ιδιωτικοποιήσει όχι μόνο τη γνώση, αλλά και τα έμβια όντα. Ταυτόχρονα, δημιουργήθηκαν νέοι φραγμοί στον ανοιχτό διαμοιρασμό, τη συνεργασία και την από κοινού ανακάλυψη από ερευνητές και ακαδημαϊκούς.
Τα πράγματα δεν ήταν πάντα έτσι. Όταν ο Jonas Salk, δημιουργός του εμβολίου για την πολιομυελίτιδα ρωτήθηκε τη δεκαετία του ‘50 ποιος είναι ο ιδιοκτήτης της πατέντας του εμβολίου, απάντησε ότι είναι οι άνθρωποι και πως δεν υπάρχει πατέντα. Και συνέχισε ρωτώντας τον δημοσιογράφο “Μπορείς να πατεντάρεις τον ήλιο;”. Η ηγεμονεύουσα σήμερα νεοφιλελεύθερη αντίληψη σχετικά με την ιδιοκτησία της γνώσης δεν είναι αναπόφευκτη, ούτε οικουμενική. Πρόκειται για το αποτέλεσμα συντονισμένων πιέσεων από την πλευρά των αγορών με στόχο να καταστήσουν τα επιστημονικά και πολιτιστικά μας κοινά ιδιωτική ιδιοκτησία.
Στη βάση της θεμελιακής προϋπόθεσης βιωσιμότητας του καπιταλισμού, τη διαρκή επέκταση σε νέα πεδία, οι μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες σαρώνουν τον αναπτυσσόμενο κόσμο επιδιώκοντας να πατεντάρουν τη συλλογική γνώση παραδοσιακών κοινοτήτων, η οποία αποκτήθηκε στη διάρκεια αιώνων. Πρόκειται για μία πρακτική γνωστή ως βιοπειρατεία. Εταιρικοί απεσταλμένοι αναζητούν φυτά και μικροοργανισμούς που μπορεί να τους φανούν χρήσιμα στη δημιουργία νέων φαρμάκων και γενετικά τροποποιημένων καλλιεργειών.
Η ιδιωτικοποίηση της γνώσης έχει εντατικοποιηθεί, καθώς οι προδιαγραφές προκειμένου να αποκτηθούν οι πατέντες διαρκώς μειώνονται, ενώ ταυτόχρονα διευρύνεται το εύρος του τι μπορεί να αποτελεί αντικείμενό τους, π.χ. μαθηματικοί αλγόριθμοι ενσωματωμένοι σε προγράμματα λογισμικού. Πρόκειται για εργαλεία που, ενώ είναι απαραίτητα για την επιστημονική έρευνα, καθίστανται ιδιωτική ιδιοκτησία και είναι διαθέσιμα έναντι υψηλής αμοιβής. Θα ήταν χρήσιμο να φανταστούμε τι θα είχε συμβεί στην εξέλιξη της βιοτεχνολογίας ή των υπολογιστών, αν οι σημερινοί κανόνες που ρυθμίζουν το καθεστώς των πατεντών είχαν εφαρμοστεί από τη δεκαετία του ‘50 ή του ‘60.
Η τραγωδία του ιδιωτικού
Το κοινωνικό προϊόν της έρευνας και της καινοτομίας εξαρτάται από το σύστημα δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και το θεσμικό πλαίσιο της έρευνας. Ιδιαίτερα σε τομείς όπως η βιοτεχνολογία, τα μεγαδεδομένα ή η τεχνητή νοημοσύνη. Η υπερβολική χρήση πατεντών στη γνώση συχνά έχει ως αποτέλεσμα τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα σε ένα συγκεκριμένο πεδίο έρευνας να είναι τόσα πολλά και με τέτοια διασπορά, ώστε καθίσταται ιδιαίτερα δύσκολη η συνέχιση της έρευνας στο πεδίο. Το κόστος της συναλλαγής, προκειμένου να αποκτηθούν τα δικαιώματα, γίνεται εξαιρετικά ακριβό και ιδιαίτερα περίπλοκη η συλλογή τους, καθώς αφορά πολλά διαφορετικά τμήματα της έρευνας. Για παράδειγμα, υπάρχουν 34 “οικογένειες πατεντών” για ένα αντίγονο μαλάριας και τα σχετικά δικαιώματα έχουν πολλούς ιδιοκτήτες σε διαφορετικές χώρες. Ένας από τους λόγους που το εμβόλιο της μαλάριας δεν μπορεί να εξασφαλιστεί όπου είναι αναγκαίο έχει να κάνει με το ότι τα σχετικά δικαιώματα της πατέντας είναι τόσο περίπλοκα και ακριβά.
Πρόσφορη για τη συναγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων είναι η περίπτωση του αγώνα ταχύτητας γύρω από την αποκωδικοποίηση του ανθρώπινου γονιδιώματος. Το 1990 μία κοινοπραξία δημοσίων ερευνητικών κέντρων από πολλές διαφορετικές χώρες ξεκίνησε τη γιγαντιαία προσπάθεια αποκωδικοποίησης του ανθρωπίνου γονιδιώματος. Το project ονομάστηκε The Human Genom Project, με διάρκεια 15 έτη και προϋπολογισμό 3 δις αποκλειστικά από δημόσιους πόρους. Επτά χρόνια πριν την ολοκλήρωση του στόχου, μία ιδιωτική εταιρεία στις ΗΠΑ με το όνομα Celera ανακοίνωσε ότι θα ολοκλήρωνε το ίδιο έργο μέσα σε τρία χρόνια προκειμένου να δημιουργήσει μία ιδιωτική τράπεζα ακολουθιών γονιδιωμάτων. Με αυτό τον τρόπο θα αποκτούσε το μονοπώλιο πάνω σε μελλοντικές χρήσεις δεδομένων που θα αφορούσαν το ανθρώπινο γονιδίωμα. Οι δύο ερευνητικές ομάδες δεν συνεργάστηκαν, διότι διαφώνησαν σε ηθικά και νομικά ζητήματα σχετικά με τη γενετική ιδιοκτησία. Και έτσι ξεκίνησε ένας αγώνας ταχύτητας, η έκβαση του οποίου θα είχε κρίσιμες συνέπειες για την ανθρωπότητα.
Το Human Genom Project ολοκλήρωσε πρώτο το έργο και το διέθεσε on line -ανοιχτό και δωρεάν- στην ανθρωπότητα και την επιστήμη. Αυτός είναι ο λόγος που το ανθρώπινο γονιδίωμα βρίσκεται σήμερα σε δημόσια κυριότητα, αφήνοντας ανοιχτή την πιθανότητα να δημιουργήσουμε στο μέλλον τις προϋποθέσεις διαχείρισής του ως “κοινή κληρονομιά της ανθρωπότητας”. Και οι δύο ομάδες χρησιμοποίησαν την ίδια τεχνολογία με τον ίδιο στόχο. Αυτό που έκρινε τον νικητή ήταν η διαφορά στρατηγικής σε τρία κρίσιμα σημεία. Πρώτον, η εφαρμογή στην πράξη της αρχής ότι η συνεργασία στην κοινή μας κληρονομιά είναι ανοιχτή και προσβάσιμη σε όλα τα έθνη. Δεύτερον, η τήρηση της αρχής better safe than sorry στη μεθοδολογία της έρευνας. Η πρόοδος ήταν πιο αργή, αλλά με βήματα που περιόριζαν το ρίσκο. Την ίδια στιγμή η Celera ακολούθησε την αντίθετη, ταχύτερη μα ριψοκίνδυνη μεθοδολογία, με αποτέλεσμα λάθη που επέφεραν καθυστερήσεις, τα οποία η εταιρεία δεν είχε προβλέψει. Το σημαντικότερο όλων, ωστόσο, ήταν η καθολική υπαγωγή όλων των ερευνητών που εργάζονταν για δημόσιους φορείς και συμμετείχαν στο project στον κανόνα ότι όλα τα δεδομένα θα διαμοιράζονταν δημόσια μέσα σε 24 ώρες από τη συλλογή τους!
Σε αυτό το σημείο αξίζει να σημειωθεί ότι η ανοιχτότητα, ο ελεύθερος διαμοιρασμός και η δημόσια κυριότητα δεν βλάπτουν την αγορά. Το αντίθετο. Την αναζωογονούν. Το αποτέλεσμα είναι περισσότερο ισχυρές, καινοτόμες και ανταγωνιστικές αγορές. Αυτή είναι και η επίδραση που είχε το Linux, το λειτουργικό σύστημα ανοιχτού κώδικα στους υπολογιστές, στον τομέα του software. Δημιούργησε νέες ευκαιρίες για καινοτομίες προστιθέμενης αξίας και ανταγωνιστικές συνθήκες σε ένα περιβάλλον αγοράς στο οποίο μέχρι τότε κυριαρχούσε το μονοπώλιο της Microsoft.
Δεν υπάρχει καμία αποδεδειγμένη συσχέτιση ανάμεσα στα πνευματικά δικαιώματα και τα κίνητρα για την καινοτομία. Στην πραγματικότητα, οι αποφάσεις για την εφαρμογή των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων τη δεκαετία του ‘80 στις ΗΠΑ μείωσαν την καινοτομία και μεταφράστηκαν σε μείωση της έρευνας και της ανάπτυξης στις βιομηχανίες και τις εταιρείες που ήταν πιο δραστήριες στο πατεντάρισμα του έργου τους. Την ίδια στιγμή, στη φαρμακευτική βιομηχανία η κύρια αιτία που οδήγησε σε απαιτήσεις για αύξηση της παραγωγής ήταν η ανάγκη αύξησης των κερδών σε ένα περιβάλλον σημαδεμένο από τη μείωση της καινοτομίας από τα μέσα της δεκαετίας του ‘70. Η ενίσχυση του συστήματος πνευματικής ιδιοκτησίας -ακόμα και αν ο αγώνας ταχύτητας για την ιδιοκτησία της πατέντας είναι θέμα επιβίωσης για κάποιες εταιρείες- με πολλούς τρόπους συνιστά μπλοκάρισμα της κίνησης κυκλοφορίας της παραγωγής γνώσης.
Πολιτισμικοί ή γνωσιακοί πόροι, όπως τα αποτελέσματα της ακαδημαϊκής έρευνας, η γνώση, ο κώδικας, και το σχέδιο, μπορούν να διαμοιραστούν ελεύθερα και γενναιόδωρα, διότι καθίστανται περισσότερο χρήσιμα για όλους όσο περισσότερο τα μοιραζόμαστε. Το μόνο που μας εμποδίζει από το να μοιραζόμαστε τη γνώση γενναιόδωρα είναι το κοινωνικο-οικονομικό μοντέλο που μας περιβάλλει και απαιτεί ολοένα και περισσότερα αποκλειστικά δικαιώματα για την αυτοσυντήρησή του. Όσο υιοθετούμε το νεοφιλελεύθερο ιδεολόγημα ότι δεν είμαστε τίποτα περισσότερο από μεγιστοποιητές της ατομικής μας ωφέλειας και του ατομικού κέρδους, το νομικό πλαίσιο που θα συγκροτούμε θα διατρέχεται από αυτή τη λογική και αυτό τον τύπο ανθρώπου θα αναπαράγει. Πέραν της κοινωνικής αδικίας και της ανισότητας, το ανθρώπινο είδος με αυτή την αυτοεικόνα μπλοκάρει την πραγμάτωση των δυνατοτήτων του.
Η Δώρα Κοτσακά είναι Δρ. Πολιτικής Κοινωνιολογίας, ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ
Πηγή: Η Αυγή