Ένα άρθρο τριών οικονομολόγων του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, που δημοσιεύτηκε στο τελευταίο τεύχος της τριμηνιαίας επιθεώρησής του, βάζει στο στόχαστρο τον νεοφιλελευθερισμό και επικαλούμενο στατιστικά στοιχεία αμφισβητεί την αποτελεσματικότητά του. Πρόκειται για ένα ακόμα πλήγμα εκ των έσω στην οικονομική θεωρία και την πολιτική πρακτική που εδώ και 30 χρόνια επιβάλλεται στις περισσότερες χώρες του πλανήτη. Πόσο μοιραίες θα αποβούν αυτές οι κριτικές που απορρέουν από την εμπειρική έρευνα; Ζούμε άραγε το αργό τέλος μιας καταστροφικής ιδεολογίας;
Δεν είναι η πρώτη φορά που ένα κείμενο ή μια έρευνα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου προκαλεί αντιδράσεις ακριβώς επειδή έρχεται σε αντίφαση με τις πρακτικές που το ίδιο το Ταμείο προωθεί και υποστηρίζει στη χώρα μας ή γενικότερα ανά τον κόσμο. Μόνο που, αυτήν τη φορά, οι διατυπώσεις είναι ακόμη πιο τολμηρές. Στο τελευταίο τεύχος της τριμηνιαίας επιθεώρησης του Ταμείου Finance & Development δημοσιεύεται ένα άρθρο τριών οικονομολόγων του ΔΝΤ (J. D. Ostry, P. Loungani, D. Furceri), εκ των οποίων ο πρώτος είναι και αναπληρωτής διευθυντής του τμήματος οικονομικών μελετών. Αν και, για όσους παρακολουθούν συστηματικά τις διεργασίες που συμβαίνουν στο Ταμείο και τις αντίστοιχες δημοσιεύσεις, το κείμενο δεν αποτελεί έκπληξη, η αιχμηρότητα του τίτλου του ‒«Neoliberalism: Oversold» («Νεοφιλελευθερισμός: Υπερεκτιμημένος»)‒ μοιάζει να σηματοδοτεί ένα περαιτέρω βήμα στις διατυπώσεις και την κριτική που ασκεί το Ταμείο, κριτική που αφορά, εννοείται, ακριβώς τις πολιτικές που το ίδιο, εδώ και πολλά χρόνια, προωθεί.
Το άρθρο των τριών οικονομολόγων εκκινεί από το παράδειγμα της πινοτσετικής Χιλής, μιας από τις πρώτες χώρες στις οποίες εφαρμόστηκε αυτό που πλέον αποκαλούμε «νεοφιλελευθερισμό» και οι συμβουλές των «Chicago Boys». Και οι συγγραφείς του αναρωτιούνται αν το κατά Φρίντμαν «οικονομικό θαύμα» της πινοτσετικής διακυβέρνησης υπήρξε πράγματι αποτέλεσμα των δύο βασικών αξόνων της νεοφιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής, της ελευθερίας κίνησης κεφαλαίων και της δημοσιονομικής λιτότητας (δηλαδή της συρρίκνωσης του κρατικού τομέα και των εκτεταμένων ιδιωτικοποιήσεων).
Εννοείται πως το άρθρο δεν αμφισβητεί συνολικά την νεοφιλελεύθερη ατζέντα, στην οποία, άλλωστε, αναγνωρίζει πολλά θετικά αποτελέσματα (οικονομολόγοι του ΔΝΤ είναι, ας μην το ξεχνάμε), στέκονται ωστόσο κριτικά στους δύο από τους βασικότερους άξονες κάθε νεοφιλελεύθερης πολιτικής, την ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων και τη δημοσιονομική λιτότητα. Αφενός λοιπόν στο άρθρο τους καταλήγουν ότι η νεοφιλελεύθερη ατζέντα δεν μπορεί να εφαρμόζεται τυφλά και χωρίς κριτήρια σε όλες τις χώρες, αφετέρου ότι δεν μπορεί, όπως αποδεικνύουν οι έρευνες που επικαλούνται, να εγγυηθεί την ανάπτυξη, όπως ισχυρίζονται οι θεωρητικοί και πρακτικοί της εν λόγω οικονομικής θεωρίας. Το κυριότερο όμως συμπέρασμά τους είναι ότι, αντίθετα με τη νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία, η αύξηση των ανισοτήτων, που θεωρούνταν επιθυμητή επειδή ενθάρρυνε τον ανταγωνισμό και την ανάπτυξη, τελικά δεν συμβάλλει τόσο στην ανάπτυξη της οικονομίας ή μάλλον, το αντίθετο, το κόστος της είναι πολύ μεγαλύτερο από το όποιο όφελος επιτυγχάνεται.
Όπως σχολιάζει ο οικονομολόγος και συντάκτης του Guardian Αντίτυα Τσακραμπόρτυ στο άρθρο του με τον τίτλο «You’re witnessing the death of neoliberalism ‒ from within» («Είστε μάρτυρες του θανάτου του νεοφιλελευθερισμού ‒ από τα μέσα»), ο τίτλος ήδη αποτελεί σκάνδαλο. Κι αυτό διότι μέχρι χτες σχεδόν ο όρος νεοφιλελευθερισμός, που πράγματι έχει τις ρίζες του στη Λατινική Αμερική και εμφανίστηκε ακριβώς για να περιγράψει την οικονομική πολιτική του δικτάτορα Πινοτσέτ, δεν χρησιμοποιούνταν παρά μόνο υποτιμητικά, σχεδόν σαν προσβολή, από εκείνους που ασκούσαν κριτική στις οικονομικές πολιτικές της «ελεύθερης αγοράς» και της απορρύθμισης, δηλαδή από τους αριστερούς οικονομολόγους και κοινωνικούς επιστήμονες. Οι θιασώτες του αρνούνταν και την ίδια την ύπαρξη του όρου. «Και τώρα έρχεται το ΔΝΤ» γράφει ο Τσακραμπόρτυ, να περιγράψει «πως μια “νεοφιλελεύθερη ατζέντα” έχει εξαπλωθεί στην υφήλιο τα τελευταία 30 χρόνια». Άρα ο νεοφιλελευθερισμός υπάρχει, τεκμηριωμένα και διά στόματος ΔΝΤ, και αποτελεί μια ιδεολογική επιλογή και όχι την ουδέτερη και αντικειμενική «συνταγή που λειτουργεί» όπως προσπαθούσαν να μας πείσουν επί χρόνια. Εξάλλου, αυτό ακριβώς αμφισβητούν και οι τρεις οικονομολόγοι που υπογράφουν το άρθρο, ότι η συνταγή λειτουργεί και δη αποτελεί πανάκεια διά κάθε οικονομική νόσον.
Κάτι ακόμη που επισημαίνει ο Τσακραμπόρτυ στον Guardian είναι ότι για μια ακόμη φορά διαπιστώνεται ένα χάσμα μεταξύ του ερευνητικού τμήματος του ΔΝΤ και των υπαλλήλων που προσγειώνονται σε χρεοκοπημένες χώρες επιβάλλοντας συνταγές ανάκαμψης που αφήνουν πίσω τους ερείπια. Πράγματι, αρκεί να φανταστεί κανείς μια ακόμη απομαγνητοφωνημένη συνομιλία όπου Τόμσεν και Βελκουλέσκου θα σχολιάζουν το εν λόγω άρθρο.
Ας δούμε όμως το άρθρο λίγο πιο συγκεκριμένα.
Ανοιχτές ή κλειστές αγορές
Όσον αφορά το πρόβλημα της ελεύθερης κίνησης κεφαλαίων, οι συγγραφείς επικαλούνται παλαιότερες μελέτες του σημερινού επικεφαλής οικονομολόγου του ΔΝΤ Maurice Obstfeld. Επισημαίνουν ότι η σχέση μεταξύ ανοικτών χρηματοοικονομικών αγορών και ανάπτυξης είναι σύνθετη και ότι ενώ ορισμένες ροές κεφαλαίων, όπως οι άμεσες ξένες επενδύσεις, ενδεχομένως λειτουργούν θετικά στην ανάπτυξη, άλλες, όπως οι επενδύσεις χαρτοφυλακίου, οι τραπεζικές σχέσεις και οι «θερμές», ή κερδοσκοπικές, ροές χρέους, δεν ευνοούν ούτε την ανάπτυξη ούτε τη διαχείριση του κινδύνου σε σχέση με τους εμπορικούς εταίρους της κάθε χώρας. Κι αν τα αναπτυξιακά οφέλη είναι αβέβαια, υποστηρίζουν, τα κόστη σε οικονομική αστάθεια και συχνότητα κρίσεων είναι πιο προφανή.
Βέβαια, το ΔΝΤ, ήδη από το 2010, έχει εκφράσει επιφυλάξεις όσον αφορά τις πολιτικές ελεύθερης κίνησης κεφαλαίων και έχει υποστηρίξει ότι υπό συνθήκες ο περιορισμός της κίνησης κεφαλαίων είναι μια σωστή πολιτική, αναιρώντας παλαιότερες απόψεις του για τις πολιτικές που ακολούθησαν χώρες της ΝΑ Ασίας. Οι συγγραφείς μάλιστα του εν λόγω άρθρου φτάνουν μέχρι του σημείου να υποστηρίξουν ότι τα capital controls είναι μια βιώσιμη, και ορισμένες φορές η μόνη, επιλογή για την αποτροπή μιας φούσκας που δημιουργείται από δανεισμό από το εξωτερικό.
Το μέγεθος του κράτους
Όσον αφορά τις πολιτικές λιτότητας και τον περιορισμό του μεγέθους του κράτους, μέσω ιδιωτικοποιήσεων, δημοσιονομικών περικοπών ή μείωσης του δημόσιου χρέους, το άρθρο κάνει κάποιες ενδιαφέρουσες παραδοχές. Η πρώτη αφορά το αποδεκτό μέγεθος του χρέους, κάτι που εμφανίζεται ως θέσφατο στην ευρωπαϊκή πολιτική. Ουσιαστικά ανοίγουν ένα παραθυράκι, αμφισβητώντας την αξία μείωσης του χρέους για χώρες όπως η Γερμανία, η Βρετανία ή οι ΗΠΑ, και υποστηρίζουν ότι είναι καλύτερα να διατηρηθεί ένα επίπεδο χρέους παρά να επιδιώκονται υπερβολικά πλεονάσματα, μέσα από πολιτικές λιτότητας που πλήττουν τις κοινωνικές πολιτικές, μειώνουν ζήτηση και αυξάνουν την ανεργία. Αμφισβητούν την ιδέα της «επεκτατικής λιτότητας», που είχε υποστηρίξει στο παρελθόν ο Ζαν-Κλωντ Τρισέ, επισημαίνοντας ότι μια μείωση κατά μία εκατοστιαία μονάδα του ΑΕΠ επιφέρει αύξηση κατά 0,6 ποσοστιαίες μονάδες της ανεργίας και αύξηση κατά 1,5 του δείκτη ανισότητας Gini μέσα σε μια πενταετία. Παρ’ όλα αυτά, για τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, δεν βρίσκουν άλλη λύση πέραν της δημοσιονομικής προσαρμογής (είπαμε, οικονομολόγοι του ΔΝΤ είναι).
Η αύξηση των ανισοτήτων
Αυτό για το οποίο είναι βέβαιοι οι τρεις οικονομολόγοι του ΔΝΤ είναι ότι η φιλελεύθερη ατζέντα αυξάνει τις οικονομικές ανισότητες, και σε αντίθεση με τη νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία που θεωρεί αυτή την αύξηση θετική, αυτοί υποστηρίζουν πως στην ουσία τροφοδοτεί έναν φαύλο κύκλο.
Αυτό φαίνεται να αποδεικνύουν οι έρευνες που επικαλούνται και στο τέλος του άρθρου τους προτείνουν οι πολιτικές να είναι πιο ανοιχτές στην αναδιανομή και στην αύξηση των δαπανών για την παιδεία και την κατάρτιση (προαναδιανεμητικές πολιτικές που επίσης μειώνουν τις ανισότητες). Δεν κάνουν βέβαια κάποιο μεγάλο άλμα, ούτε προτείνουν την κατάργηση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, προτείνουν ωστόσο ένα καλύτερο μίγμα ανοιχτότητας και ρύθμισης, μέριμνα προκειμένου να αποτραπεί η αύξηση των ανισοτήτων, και κυρίως αποδεικνύουν με τα εμπειρικά δεδομένα που πλέον υπάρχουν και τα οποία επικαλούνται, ότι ο άκρατος νεοφιλελευθερισμός υπονομεύει την ανάπτυξη που τόσο επιδιώκει να δημιουργήσει. Εξαιρετική είναι άλλωστε και η καταληκτική φράση του κειμένου που λέει πως οι πολιτικές που επιβάλλει το ΔΝΤ και άλλοι θεσμοί δεν πρέπει να καθοδηγούνται από την πίστη, αλλά από τα εμπειρικά στοιχεία που έχουν στα χέρια τους. Μια έμμεση παραδοχή ότι ο νεοφιλελευθερισμός είναι ανορθολογισμός, ή, για να χαριτολογήσουμε, θρησκεία. Pas mal, για έκθεση τεχνοκρατών…
Αργοπεθαίνει ο νεοφιλελευθερισμός;
Αφού λοιπόν ακούσαμε από τα πιο επίσημα χείλη ότι ο νεοφιλελευθερισμός υπάρχει, ότι είναι υπερεκτιμημένος και ότι τα στοιχεία αμφισβητούν την αποτελεσματικότητά του ‒κάτι που βέβαια το ξέραμε παρακολουθώντας τις συνέπειες τέτοιων πολιτικών σε μια σειρά από χώρες ανά τον πλανήτη‒, θα πρέπει ίσως να αναρωτηθούμε τι σημαίνει αυτό το ρήγμα που επιφέρουν στην νεοφιλελεύθερη ιδεολογία παρόμοια άρθρα ή δηλώσεις επίσημων αξιωματούχων αυτών ακριβώς των φορέων που επιβάλλουν τα τελευταία τριάντα χρόνια τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές.
Στο άρθρο του ο Τσακραμπόρτυ υποστηρίζει ότι γινόμαστε μάρτυρες ενός τέλους, ότι η οικονομική θεωρία που κυριάρχησε τις τελευταίες δεκαετίες περνά σε μια φάση αργού θανάτου υπό το βάρος της ίδιας της της αναποτελεσματικότητας, των αλλεπάλληλων κρίσεων που προκαλεί και του κόστους που απαιτεί η επανόρθωσή τους, αν μπορεί να επιτευχθεί κιόλας. Ανοίγει ίσως έτσι ένας ενδιαφέρων διάλογος στην επιστημονική κοινότητα των οικονομολόγων ή μια μακρά πολιτική διαδικασία που ίσως, όπως λέει ο Τσακραμπόρτυ, να κλείσει με το θάνατο μιας ακόμη ιδεολογίας. Για τους κοινωνικούς επιστήμονες ωστόσο που ερευνούν και αναλύουν τον νεοφιλελευθερισμό, η ιδεολογία αυτή φαίνεται να μην αντιμετωπίζεται τόσο ως μια απλή οικονομική θεωρία, αλλά ως ένας νέος τρόπος διακυβέρνησης και άσκησης της εξουσίας, δηλαδή ως ένας νέος τρόπος διαμόρφωσης και ελέγχου των υποκειμένων, τον οποίο αποκαλούμε συνήθως βιοεξουσία ή βιοπολιτική. Άλλη μεγάλη συζήτηση αυτή.
Η Έφη Γιαννοπούλου είναι μεταφράστρια και αρθρογράφος.