Macro

Δημογραφικό και ισότητα των φύλων ή γιατί η δημογραφία πρέπει να συνομιλήσει με τη φεμινιστική θεωρία

Σύμφωνα με τη φεμινιστική κριτική, οι δημογραφικές έρευνες έχουν την τάση να ανάγουν μια εξαιρετικά περίπλοκη ανθρώπινη δραστηριότητα σε ένα μετρήσιμο φαινόμενο, στο πλαίσιο του οποίου οι γυναίκες αγνοούνται ή αντιμετωπίζονται απλώς ως μια μεταβλητή. Πρόκειται για μια προσέγγιση που αποδυναμώνει την εμπρόθετη δράση και τις επιλογές των γυναικών, καθώς και το αναφαίρετο δικαίωμά τους να έχουν τον έλεγχο της σεξουαλικότητάς τους. Παραγνωρίζεται ότι το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση του σώματος είναι ισοδύναμο με το δικαίωμα στην τεκνοποίηση και τη γονεϊκότητα, και υποτιμάται το γεγονός ότι τόσο ο τρόπος παρουσίασης της μητρότητας όσο και η κοινωνική αποδοχή της διαχρονικά διαμεσολαβείται και εμπεδώνεται μέσα από την πατριαρχική κοινωνική συνείδηση (Γκασούκα, 2017)i. Η στερεοτυπική αντίληψη ότι η μητρότητα αποτελεί το μοναδικό προορισμό των γυναικών συμβάλλει στη διαιώνιση των πατριαρχικών έμφυλων κατηγοριοποιήσεων και ταυτοτήτων, επαναφυσικοποιώντας την ετεροφυλοφιλία, εφόσον οι λόγοι περί κύησης και γεννήσεων προϋποθέτουν μία συγκεκριμένη σχέση μεταξύ θηλυκού και αρσενικού γένους.

Από την άλλη, οι αλλαγές στα πρότυπα γονιμότητας συνήθως αποδίδονται στις οικονομικές ή/και πολιτισμικές εξελίξεις και σπανιότερα στις πολιτικές και δεν εξετάζονται ως μέρη ενός συνολικότερου κοινωνικοοικονομικού πλαισίου. Οι επιπτώσεις είναι εξαιρετικά σημαντικές, ιδιαιτέρως όταν το δημογραφικό πρόβλημα αποδίδεται στα άτομα και καθίσταται απολιτικό. Υποβαθμίζοντας την αλληλεξάρτηση μεταξύ πολιτικών, οικονομικών, κοινωνικών και πολιτισμικών θεσμών, περιορίζουν τη δυνατότητα να εξετάσουμε το «δημογραφικό άτομο» ως δρών υποκείμενο των κοινωνικών και πολιτικών αλλαγών.

Μια σύγχρονη και πιο ριζοσπαστική προσέγγιση θα πρέπει να προβληματοποιήσει και να εξετάσει κριτικά φαινομενικά ουδέτερες έννοιες, όπως «οικογένεια», «γυναίκες», «γονεϊκότητα», καθώς και τους κανόνες που θέτουν, ενώ η δημογραφική έρευνα θα πρέπει να συμπεριλάβει την εξέταση των δομών εξουσίας και των αλλαγών που συντελούνται στους έμφυλους ρόλους στο δημόσιο και τον ιδιωτικό βίο. Η ένταξη της διάστασης του φύλου μπορεί να διευρύνει τη σκοπιά μας, αμφισβητώντας στερεότυπους κοινωνικούς ορισμούς (για το φύλο, τη σεξουαλικότητα, την αναπαραγωγή, τη συγγένεια) και κυρίως την ταύτιση του σώματος των γυναικών και της μητρότητας με τη συνέχεια του έθνους.

Σεξουαλικά και αναπαραγωγικά δικαιώματα

Προκειμένου να αρθεί η ουσιοκρατική ταύτιση των γυναικών με τη μητρότητα και να διασφαλιστεί και το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση του σώματος και το δικαίωμα στη γονεϊκότητα, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα θεμελιώδη σεξουαλικά και αναπαραγωγικά δικαιώματα των γυναικών, τα οποία αποτελούν επέκταση των πολιτικών τους δικαιωμάτων, αλλά και όσα προβλέπονται στις διεθνείς συμβάσεις που έχει κυρώσει η Ελλάδα.

Στη Σύμβαση του ΟΗΕ για την Εξάλειψη Όλων των Μορφών Διακρίσεων κατά των Γυναικών/ CEDAW, ορίζεται ότι άνδρες και γυναίκες έχουν «τα ίδια δικαιώματα να αποφασίζουν ελεύθερα και υπεύθυνα για τον αριθμό και τα χρονικά διαστήματα που θα φέρουν στον κόσμο τα παιδιά τους». Το 1994, στη Διακήρυξη του Καΐρου, τα σεξουαλικά και αναπαραγωγικά δικαιώματα ορίστηκαν ως θεμελιώδη δικαιώματα που συμπεριλαμβάνουν τη σεξουαλική & αναπαραγωγική ελευθερία και την ισότητα των φύλων. Στη Διακήρυξη και στην Πλατφόρμα Δράσης του Πεκίνου (1995), αναγνωρίζεται ρητά το δικαίωμα όλων των γυναικών να έχουν τον έλεγχο όλων των διαστάσεων της υγείας και της αναπαραγωγικής τους ικανότητας, καθώς και το δικαίωμα να αποφασίζουν ελεύθερα για τη σεξουαλική και αναπαραγωγική τους υγεία, χωρίς διάκριση, εξαναγκασμό και χρήση βίας, ενώ στο Χάρτη Σεξουαλικών και Αναπαραγωγικών Δικαιωμάτων της Διεθνούς Ομοσπονδίας Οικογενειακού Προγραμματισμού (1996) ορίζονται δώδεκα δικαιώματα, που στηρίζονται σε διεθνώς αναγνωρισμένα και κατοχυρωμένα ανθρώπινα δικαιώματα.

Αμφισβητώντας έμφυλα στερεότυπα και εθνικές αγωνίες

Εικοσιπέντε χρόνια μετά το πόρισμα της προηγούμενης Διακομματικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για το δημογραφικό, η φεμινιστική κριτική συνεχίζει να αμφισβητεί στερεοτυπικές αντιλήψεις και κοινοτοπίες αποκήρυξης των γυναικών που τεκνοποιούν κάτω από τον επιθυμητό δείκτη ή επιλέγουν να μην τεκνοποιήσουν. Υπενθυμίζουμε ότι στο πόρισμα του 1993 είχε υιοθετηθεί ένας εθνικιστικός, ρατσιστικός και σεξιστικός λόγος, στον οποίο ασκήθηκε οξεία κριτική από το Ευρωπαϊκό Φόρουμ Αριστερών Φεμινιστριών (1993) και από θεωρητικές του φεμινισμού (Κονδύλη 1994,ii Μπακαλάκη 1994,iii Αθανασίου 2003,iv Αθανασίου 2007v). Η φεμινιστική κριτική είναι επίκαιρη και σήμερα. Συμβάλλει στην ανάδειξη του πολιτικού χαρακτήρα των διαδικασιών διαχείρισης της ζωής και στην ανάδειξη της διασύνδεσης του δημογραφικού με τους τρόπους συγκρότησης του σώματος στο πλαίσιο της βιοπολιτικής πειθαρχίας και των λόγων περί εθνικού προβλήματος. Αμφισβητεί αντιλήψεις για τα έμφυλα υποκείμενα και το έθνος, οι οποίες προβάλλονται ως αντικειμενικές αλήθειες. Επιδιώκει την άρση της κοινωνικής δυσανεξίας απέναντι στις γυναίκες που δεν συμμορφώνονται με τα βιοπολιτικά προτάγματα της εποχής, επιδιώκει τη συμπερίληψη του συνόλου των νέων/εναλλακτικών μορφών οικογένειας, συγγένειας και συμβίωσης, με βάση την προσφάτως ψηφισθείσα νομοθεσία της χώρας, και τέλος επιδιώκει την απάλειψη των όρων που στιγματίζουν τα άτομα και ιδιαιτέρως τις γυναίκες που επιλέγουν την «αγαμία» ή την «ατεκνία».

Το λεγόμενο «δημογραφικό πρόβλημα» αποτελεί έναν δυσεπίλυτο γρίφο για τα σύγχρονα κράτη και πολύ περισσότερο για το ελληνικό κράτος που τώρα αρχίζει να βγαίνει από την κρίση. Αποτελεί άλλωστε κοινό τόπο ότι η δημιουργία υποδομών και η εφαρμογή πολιτικών ισότητας και πολιτικών για τη συμφιλίωση εργασίας και φροντίδας απαιτούν πόρους με υψηλό δημοσιονομικό κόστος. Αν όντως η στιγμή είναι κρίσιμη, και το «εθνικό σώμα βρίσκεται σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης» (Αθανασίου, 2007), είναι αναγκαίο να διασαφηνιστεί και να οριστεί ο συνολικότερος στόχος και οι επιδιώξεις της δημογραφικής πολιτικής, και μάλιστα σε συνάρτηση με τους γενικότερους πολιτικούς και κοινωνικούς στόχους και τα συλλογικά οράματα για το άμεσο, μεσοπρόθεσμο και απώτερο μέλλον.

Σύγχρονες προκλήσεις

Οι πολιτικές για την άρση των έμφυλων ανισοτήτων στο δημόσιο και ιδιωτικό βίο συνιστούν βασικές προϋποθέσεις για την ουσιαστική και μακροπρόθεσμη αντιμετώπιση των δημογραφικών προκλήσεων. Παράλληλα, είναι κομβικό να αντιμετωπίσουμε τη φροντίδα ως πολιτικό πρόβλημα, να κατανοήσουμε ότι το μοντέλο του αυτοσυντηρούμενου άνδρα-κουβαλητή είναι παραπλάνηση, και να επινοήσουμε ένα μοντέλο κοινωνικής πολιτικής που θα αναγνωρίζει τη φροντίδα και ως οικονομικό μέγεθος και ως στοιχείο κοινωνικής & προσωπικής ευημερίας. Αυτό σημαίνει πλήρη αναδιοργάνωση του κοινωνικού χρόνου, ανατροπή του αξιακού συστήματος με το οποίο απαξιώνεται η εργασία φροντίδας, και εφαρμογή ολοκληρωμένων πολιτικών για την εξισορρόπηση επαγγελματικής και ιδιωτικής/ οικογενειακής ζωής. Αναλυτικές και εξειδικευμένες προτάσεις καταγράφονται σε πρόσφατες έρευνες πεδίου (Γκερμότση, Μοσχοβάκου, Παπαγιαννοπούλου, 2016vi, Καραμεσίνη, Συμεωνάκη, 2016vii), στη μελέτη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (Davaki, 2016)viii, και σε έρευνα του ΕΚΚΕ (Μπαλούρδος, Δεμερτζής, Πιερράκος, Κικίλιας, 2019)ix.

Θεωρούμε ότι το άνοιγμα του δημοσίου διαλόγου, με αφορμή τη δημοσιοποίηση της Έκθεσης της Διακομματικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για το Δημογραφικό (Δεκέμβριος 2018) θα συμβάλλει στην ανάδειξη της φεμινιστικής κριτικής και στην ενσωμάτωση της σκοπιάς του φύλου στις σχεδιαζόμενες πολιτικές, αμφισβητώντας κυρίαρχες και στερεοτυπικές προσεγγίσεις για το λεγόμενο δημογραφικό ζήτημα. Είμαστε πεισμένες ότι τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή για έναν σύγχρονο, ριζοσπαστικό και φεμινιστικό σχεδιασμό για την αντιμετώπιση του δημογραφικού ζητήματος, με σεβασμό στην αυτοδιάθεση και τον αυτοπροσδιορισμό των πολιτών, που θα περιλαμβάνει όλα τα οικογενειακά στάτους, δεν θα κλείνει τα μάτια στις μεταναστευτικές/προσφυγικές ροές από και προς την χώρα μας, και θα δίνει ιδιαίτερη αξία στις πολιτικές ισότητας και συμφιλίωσης της επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής.

 

i Γκασούκα Μ., (2017) «Μητρότητα και ιδεολογήματα: Σκέψεις πέρα από το ρομαντικό και το ειδυλλιακό.» Η Αυγή, 14/05/2017.

ii Κονδύλη Μ., (1994) Σχόλιο για το «δημογραφικό πρόβλημα», Δίνη: Φεμινιστικό Περιοδικό 7, σελ. 144-148.

iii Μπακαλάκη Α., (1994), «Έλα και θα γίνουμε και οι δυο μαμάδες, και θα την ταϊζουμε ρύζι και ντολμάδες.» Δίνη: Φεμινιστικό Περιοδικό 7, σελ:149-153.

iv Αθανασίου Α., (2003) «Η πειθαρχία της συνέχειας: σώμα, χρόνος και βιοπολιτική στην Ελλάδα σήμερα.» Σύγχρονα Θέματα, 82, σελ: 45-52.

v Αθανασίου Α., (2007) «Το εθνικό σώμα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης: Η πολιτική της ζωής και τα όρια του πολιτικού.» Διεθνές Συμπόσιο «Αναθεωρήσεις του Πολιτικού: Ανθρωπολογική και Ιστορική Έρευνα στην Ελληνική Κοινωνία», Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Μυτιλήνη, 8-11 Νοεμβρίου 2007.

vi Γκερμότση Β., Μοσχοβάκου Ν., Παπαγιαννοπούλου Μ., (2016) Έκθεση Ευρημάτων Έρευνας Πεδίου «Ισότητα των Φύλων στο Εργατικό Δυναμικό: Η συμφιλίωση της επαγγελματικής με την οικογενειακή/ιδιωτική ζωή στις Ελληνικές Βιομηχανίες». Αθήνα: ΚΕΘΙ.

vii Καραμεσίνη Μ., Συμεωνάκη Μ., (2016) Μετά-ανάλυση των δεδομένων της έρευνας χρήσης χρόνου «Ισότητα των Φύλων στο Εργατικό Δυναμικό: Η συμφιλίωση της επαγγελματικής με την οικογενειακή/ιδιωτική ζωή στις Ελληνικές Βιομηχανίες». Αθήνα: Εργαστήριο Σπουδών Φύλου / Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών,

viii Davaki K., (2016) Demography and Family Policies from a Gender Perspective. Study for the European Parliament’s Committee on Women’s Rights and Gender Equality, European Union, 2016.

ix Μπαλούρδος Δ., Δεμερτζής Ν., Πιερράκος Γ., Κικίλιας Η., (2019), Η χαμηλή γονιμότητα στην Ελλάδα, δημογραφική κρίση και πολιτικές ενίσχυσης της οικογένειας. Αθήνα: Διανέοσις.

 

Η Ειρήνη – Ελένη Αγαθοπούλου είναι Πρόεδρος Κέντρου Ερευνών για Θέματα Ισότητας – H Άννα Βουγιούκα είναι Κοινωνική Επιστήμονας & εμπειρογνώμονας σε θέματα ισότητας φύλων

Πηγή: Η Αυγή