Υδρογονάνθρακες: καθαρές κουβέντες, όχι τοξική σιωπή
Η αξιοπιστία μιας πολιτικής δύναμης κρίνεται από τη σχέση που έχουν τα λόγια με τα έργα της και από τη συμβατότητα μεταξύ των επιμέρους λόγων. Εφόσον, λοιπόν, ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει να συγκαταλέγεται στα «πράσινα κόμματα» και να υπηρετήσει τον οικολογικό μετασχηματισμό της κοινωνίας μας, πρέπει όχι μόνο να κάνει «πράσινη στροφή» (την οποία και χαιρετίζω), αλλά και να εξηγήσει στους πολίτες γιατί υπέγραψε τους υδρογονάνθρακες. Όχι για ηθικούς λόγους (να ζητήσει συγγνώμη), αλλά για πολιτικούς. Δε θα του βγει σε καλό, εάν κάνει τη στροφή χωρίς να εξηγήσει το γιατί των υδρογονανθράκων. Απλούστατα, διότι κάτι τέτοιο θα γινόταν αντιληπτό ως πολιτικός τυχοδιωκτισμός και δεν θα δημιουργούσε σχέσεις εμπιστοσύνης μεταξύ του κόμματος και της κοινωνίας που θέλει να εκφράσει. Τα λάθη συγχωρούνται, ιδίως όταν κανείς τα κάνει όχι από ιδιοτέλεια, αλλά από ένα σοβαρό σκεπτικό που λαμβάνει υπόψιν όλα τα πραγματικά δεδομένα. Αν, επομένως, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν εξηγήσει ότι υπέγραψε τους υδρογονάνθρακες για να εξασφαλίσει η χώρα το φυσικό αέριο που χρειάζεται κατά τη μεταβατική περίοδο μέχρι η ενέργεια να προέρχεται εξολοκλήρου από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, τότε δικαίως ο ΣΥΡΙΖΑ θα παραμείνει στη συνείδηση πολλών ως ένα κόμμα που δεν διαφέρει τελικά και πολύ από τη ΝΔ, που θέλει τις εξορύξεις για τους πραγματικά λάθος λόγους (θέσεις εργασίας, αύξηση δημοσίων εσόδων).
Φυσικά, οι ενστάσεις δεν θα εκλείψουν (οι άδειες δεν δόθηκαν μόνο για κοιτάσματα φυσικού αερίου, αλλά και για κοιτάσματα πετρελαίου), όμως η υπογραφή των αδειών εξόρυξης θα βγάζει νόημα και θα μπορεί να γίνει αντικείμενο σοβαρής συζήτησης. Ακόμα και αν τα επιχειρήματα αφορούν την προστασία της χώρας από γεωπολιτικούς κινδύνους (βλ. επιθετικότητα Τουρκίας), πάλι οι ενστάσεις (ίσα-ίσα τώρα εντείνονται αυτοί οι κίνδυνοι) θα διατυπώνονται σε ένα πλαίσιο που θα καθιστά το ΣΥΡΙΖΑ όχι κάτι «πουλημένους», αλλά μια σοβαρή πολιτική δύναμη που ξέρει τι της γίνεται και αναζητεί τις καλύτερες επιλογές. Ακόμα και να διαφωνεί κανείς με τους υπολογισμούς του ΣΥΡΙΖΑ, σίγουρα όλοι και όλες θέλουν μια ασφαλή μετάβαση στις ΑΠΕ (που δε θα δημιουργήσει πρόσκαιρη ενεργειακή φτώχεια σε στρώματα του πληθυσμού), καθώς και γεωπολιτική ασφάλεια, μακρυά από πολέμους και εντάσεις. Ο συνομιλητής (ΜΚΟ, κίνημα, άλλα κόμματα) που θα ισχυριστεί ότι δεν χρειαζόμαστε το φυσικό αέριο ως μεταβατικό καύσιμο και ότι είμαστε εις θέση να σταματήσουμε εδώ και τώρα να παράγουμε ενέργεια από ορυκτά καύσιμα θα πρέπει ο ίδιος να αποδείξει τη βασιμότητα των ισχυρισμών του. Πράγμα από δύσκολο έως ακατόρθωτο.
Σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα έχει ο ΣΥΡΙΖΑ, ριζοσπαστικό έχει;
Όλοι/ες λένε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι και πρέπει να παραμείνει κόμμα της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, ότι έχει ανάγκη από ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα, αλλά ελάχιστοι λένε ποιο. Ως προς αυτό, ο κομματικός λόγος κυριαρχείται από αοριστολογίες και από μια προγραμματική ατολμία. Όλοι/ες λένε κατά καιρούς «Ηλία, ρίχτο… αλλά να μην πέσει πάνω μου». Ριζοσπάστες, αλλά βασικά αδιάβαστοι σε σχέση με τις ριζοσπαστικές πολιτικές και τους/τις θεωρητικούς τους και συντηρητές των αριστερών ριζών και της αριστερής παράδοσης. Δεν είναι κακό να υπερασπίζεται κανείς τα επιτεύγματα της αριστερής Σοσιαλδημοκρατίας, είναι κακό να την μπερδεύει με τη Ριζοσπαστική Αριστερά. Δεν είναι κακό να αμυνόμαστε απέναντι στο νεοφιλελευθερισμό, είναι κακό να έχουμε αμυντικό λόγο, εκχωρώντας έτσι τη μάχη για το μέλλον στον αντίπαλο. Δεν είναι δυνατή μια ολική επαναφορά στα χρόνια της Σοσιαλδημοκρατίας, α) γιατί έχει αλλάξει το εργασιακό και το κοινωνικό τοπίο, β) γιατί έχουν προκύψει νέα μεγάλα προβλήματα που ζητούν νέες πρωτότυπες λύσεις, και γ) γιατί οι νέες γενιές θέλουν και άλλα πράγματα εκτός από τη σοσιαλδημοκρατική κοινωνική ασφάλεια. Ως προς το πρώτο, το σύγχρονο κοινωνικό κράτος δεν μπορεί να έχει τη μορφή ενός αθροίσματος κοινωνικών επιδομάτων, αλλά ενός καθολικού εγγυημένου εισοδήματος που θα δίνεται χωρίς προϋποθέσεις, ώστε κανένας και καμία να μη φοβάται ότι, αν δε δεχθεί να δουλέψει σε όποια δουλειά του/της προσφέρεται, θα μείνει στον άσο, και άρα να μπορεί να κάνει πιο νηφάλιες επιλογές. Πρέπει να λείψει εκείνος ο τρόμος που μας κάνει όλους ευάλωτους απέναντι στους καπιταλιστές, σε συνθήκες εμπέδωσης μεγάλης ανεργίας λόγω ψηφιακής τεχνολογίας και ρομποτικής . Ως προς το δεύτερο, είναι σαφές ότι δεν χρειαζόμαστε οικονομική ανάπτυξη, αλλά αειφόρο οικονομία και περιβαλλοντική ανάπτυξη (ενεργειακές κοινότητες, ηλεκτρικά αυτοκίνητα και ΜΜΜ, τοπική παραγωγή, περιβαλλοντικούς φόρους στο κεφάλαιο). Ως προς το τρίτο, η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, που πλέον λειτουργεί περισσότερο υπέρ των αντιπροσώπων και λιγότερο υπέρ της δημοκρατίας πρέπει να συμπληρωθεί με θεσμούς άμεσης δημοκρατίας. Για παράδειγμα, καλή είναι η απλή αναλογική, αλλά καλύτερος ο συμμετοχικός προϋπολογισμός (το ζήτημα δεν είναι να μην μείνει κανένας παράγοντας εκτός της διαδικασίας λήψης αποφάσεων, αλλά να μη μείνουν οι κοινότητες των πολιτών εκτός).
Σίγουρα πρέπει να εμπεδωθεί στον κόσμο ότι με το ΣΥΡΙΖΑ 1) θα υπάρχει καλύτερη δημόσια παιδεία-υγεία-κοινωνική ασφάλιση για όλους και όλες, 2) θα επεκταθούν τα κοινωνικά και εργασιακά δικαιώματα, και 3) θα μειωθεί η ανεργία και οι ανισότητες. Όμως, τώρα μιλάμε για το μέλλον της κοινωνίας μας σε ένα καινούργιο παγκόσμιο περιβάλλον. Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να γίνει το όχημα της ελληνικής κοινωνίας στην προσπάθειά της α) να μετασχηματίσει την οικονομία και την καθημερινότητά της, ώστε να μπορέσουν να ζήσουν και οι επόμενες γενιές, β) να διαφοροποιήσει την οικονομία (δημόσια αγαθά – ιδιωτικός καπιταλισμός – κοινωνική οικονομία και Κοινά), ώστε να προστατευθούμε από τις καταστροφικές ανισότητες που παράγει ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός, και γ) να μετασχηματίσει το πολιτικό σύστημα, ώστε να πάρουμε τις ζωές μας στα χέρια μας (τόσο μέσα στο κόμμα όσο και μέσα στους θεσμούς).
Το ηγεμονικό σημαίνον της ασφάλειας
Το ζήτημα αυτό χρειάζεται θεωρητική ανάλυση και σκέψη, και όχι αντανακλαστικές αντιδράσεις, γιατί μπορεί να την πατήσουμε. Η ασφάλεια είναι κυρίαρχο σημαίνον στον πολιτικό λόγο, γιατί ζούμε σε «κοινωνίες διακινδύνευσης», για να θυμηθούμε τον Ulrich Beck. Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, οι άνθρωποι νιώθουν να χάνουν τη γη κάτω από τα πόδια τους, με αποτέλεσμα να ψάχνουν γη για να πατήσουν. Ακολουθώντας τις ελίτ, που εγκαταλείπουν κάθε σχέδιο που να μας συμπεριλαμβάνει όλους υψώνοντας τείχη προς τις μάζες, αυτές οι τελευταίες προσκολλώνται στα σύνορα, προκειμένου να μη μοιραστούν με τους μετανάστες το μικρό κομμάτι από την πίτα που τους έχει μείνει1. Σε αυτό το πλαίσιο λαμβάνει χώρα μια τάση συντηρητικοποίησης. Όπως έχει επισημάνει ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν2, οι νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις παράγουν με τις πολιτικές τους κοινωνική ανασφάλεια για να πουλήσουν στη συνέχεια προσωπική ασφάλεια. Εκείνο που έχει να κάνει η καθ’ ημάς Αριστερά δεν είναι να αποδεχθεί τις αρετές της αστυνόμευσης, από τη μια, ούτε να αρνηθεί το master frame της ασφάλειας, από την άλλη, αλλά να του δώσει το κατάλληλο περιεχόμενο, προσπαθώντας να «γεφυρώσει» οικεία και ανοίκεια αιτήματα για την πλειοψηφία της κοινωνίας. Ασφάλεια, λοιπόν, προσφέρει το ισχυρό κοινωνικό κράτος και όχι η δημιουργία ανασφάλειας σε όσους έχασαν την ασφάλεια στις χώρες τους. Ασφάλεια προσφέρει η εργατική νομοθεσία και η δημόσια ασφάλιση και όχι η παντοδυναμία του εργοδότη και η χρυσοπληρωμένη ιδιωτική ασφάλιση. Ασφάλεια προσφέρει η κοινωνική αλληλεγγύη και όχι η μοναξιά του σιδηρόφρακτου σπιτιού.
Η ασφάλεια είναι ένα κοινό αίτημα γηγενών και μεταναστών. Οι μετανάστες που αποζητούν ασφάλεια συναντούν γηγενείς που τους τη στερούν, με αποτέλεσμα οι ανασφαλείς μετανάστες να δημιουργούν με την παρουσία τους ανασφάλεια στους γηγενείς, ενώ θα μπορούσαν να εγγυηθούν την ασφάλειά τους, γιατί ακριβώς αυτό είναι και το δικό τους αίτημα. Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να το πει: οι μετανάστες, αν τους αγκαλιάσουμε, θα εγγυηθούν τη δημογραφική μας ασφάλεια, το μέλλον της κοινωνικής μας ασφάλισης, τη βιωσιμότητα της αγροτικής οικονομίας και της οικοδομής, και την ασφάλεια των γειτονιών μας, μιας και έχουν κι αυτοί οικογένειες με παιδιά. Αν όχι, ο ίδιος ο φόβος μας θα μας παρακινεί σε δράσεις που θα επιβεβαιώνουν την αίσθηση της αταξίας και θα παρέχουν τα κίνητρα και όλη την ενέργεια που απαιτείται για την αναπαραγωγή του φόβου3.
* Δρ. Πολιτικής Επιστήμης – ερευνητής
1 Λατούρ Μπρούνο, Δοκίμιο πολιτικού προσανατολισμού στο νέο κλιματικό καθεστώς, Πόλις, 2019
2 Μπάουμαν Ζίγκμουντ, Ρευστοί Καιροί, Μεταίχμιο, 2017
3 Στο ίδιο
Δημήτρης Παπανικολόπουλος
Πηγή: Η Αυγή