Δύο κεντρικά πολιτικά ζητήματα απασχόλησαν τη διήμερη πανελλαδική συνάντηση των 53+ (15/4/2018): Το πρώτο αφορούσε το πολιτικό σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ για την επόμενη μέρα, μετά δηλαδή το τέλος του σημερινού μνημονιακού προγράμματος που ήταν αποτέλεσμα του επώδυνου συμβιβασμού το καλοκαίρι του 2015. Το δεύτερο σχετιζόταν με τον υποβαθμισμένο ρόλο του κόμματος στη χάραξη της κυβερνητικής πολιτικής, αλλά πρωτίστως με την αναζήτηση των κατάλληλων μεθόδων και πολιτικών για την επανασύνδεση του πολιτικού υποκειμένου της ριζοσπαστικής Αριστεράς με τα κοινωνικά στρώματα που στήριξαν το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ για την έξοδο από την κρίση. Από τον πλούσιο διάλογο που αναπτύχθηκε, τις θετικές και αρνητικές επισημάνσεις στην καθημερινή άσκηση του κυβερνητικού έργου, αλλά και τις αγωνίες πολλών συντρόφων/ισσών για τα μελλούμενα αναδείχθηκαν αρκετά προβλήματα. Ελπίζω να μην τα αδικήσω αν επικεντρωθώ σε αυτά που κατά την άποψή μου θα βρίσκονται μπροστά μας στην επόμενη περίοδο.
-Οι ρυθμίσεις για το χρέος (δημόσιο και ιδιωτικό) και η ακύρωση, ή το πάγωμα έστω, των τριών μηχανισμών λιτότητας (δημοσιονομικής, χρηματοπιστωτικής, εργασιακής απορρύθμισης) αποτελούν ακόμη τα κρίσιμα θέματα που ταλανίζουν την Ελληνική κοινωνία στην παρούσα ιστορική στιγμή.
-Οι δυνατότητες που προσφέρονται και συνακόλουθα οι πολιτικές που θα πρέπει να εφαρμοστούν με την ευκαιρία της διακυβέρνησης από ένα κόμμα της αριστεράς, για τον μετασχηματισμό του αστικού κράτους, το όποιο έχει εμπεδώσει τις σχέσεις κυριαρχίας ηγεμονίας και εκμετάλλευσης των υποτελών τάξεων, σε ένα εξελιγμένο στάδιο που θα διευκολύνει την ανάπτυξη πολλαπλών κοινωνικών αντιστάσεων με στρατηγικό στόχο την κοινωνική χειραφέτηση.
-Η αναπόδραστη παρουσία του ελληνικού καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού στο διεθνές και Ευρωπαϊκό γίγνεσθαι απαιτεί απαντήσεις και στρατηγικές για τις δεσπόζουσες κατευθύνσεις εντός των οποίων σήμερα υπάρχουμε και λειτουργούμε ως κοινωνικός σχηματισμός. Παραμένουμε, δηλαδή, εσαεί εντός της νεοφιλελεύθερης Ευρώπης της δημοσιονομικής πειθαρχίας του Μάαστριχτ και της Λισαβόνας, αναζητώντας πολιτικές συμμαχίες με την φθαρμένη σοσιαλδημοκρατία για τον μετασχηματισμό της, ή συντασσόμαστε με την ριζοσπαστική αριστερά για την Ευρώπη των λαών και της κοινωνικής χειραφέτησης;
-Η αναβάθμιση του κόμματος, η επαναλειτουργία των καταργημένων ενδιάμεσων οργάνων του, ο διακριτός του ρόλος, η εσωκομματική δημοκρατία και η στροφή του στο κοινωνικό σώμα για την αποκατάσταση των σχέσεων εκπροσώπησης που έχουν διαρραγεί εξαιτίας των μνημονιακών πολιτικών της αριστερής Κυβέρνησης μετά τον επώδυνο συμβιβασμό.
Από το σύνολο των τεσσάρων αυτών θεματικών που εκ πρώτης όψεως εμφανίζονται διακριτές θα προσπαθήσω σε αυτό το σημείωμα να καταθέσω την άποψή μου στην πρώτη εξ αυτών, θεωρώντας ότι αποτελεί κλειδί και για τις επόμενες ενότητες. Κυρίως όμως γιατί το πρόβλημα του χρέους ήταν, είναι και θα είναι για όλες τις εκδοχές της Αριστεράς στην Ελλάδα ο σημερινός Μινώταυρος που τρέφεται από τις σάρκες της.
· Το δημόσιο χρέος σήμερα:
Το 2009 στην αρχή της κρίσης το δημόσιο χρέος στη χώρα μας ήταν 300 δις ευρώ και το 130% του ΑΕΠ χωρίς να μπορεί να εξυπηρετηθεί με συνεχιζόμενα δάνεια από τις αγορές γεγονός που οδήγησε τον Γεώργιο Παπανδρέου να εξαγγείλει στο Καστελόριζο την έναρξη της μνημονιακής περιπέτειας.
Μετά από 8 χρόνια το δημόσιο χρέος έχει εκτιναχτεί στα 330 δις ευρώ και σε ποσοστό επί του ΑΕΠ βρίσκεται στο 180%. Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ το 2015 έγινε κυβέρνηση υποσχόμενος στον ελληνικό λαό την διαγραφή μεγάλου μέρους του χρέους και τον τερματισμό της λιτότητας, το θεμελιώδες επιχείρημα στις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές που ξεκίνησαν την επόμενη, ήταν ότι το χρέος δεν ήταν πλέον βιώσιμο-διαχειρίσιμο. Επίσης και ότι αν δεν γίνονταν αποδεκτές οι προτάσεις μας για σημαντική μείωση, οι δανειστές δεν θα έπαιρναν ποτέ τα λεφτά τους πίσω, η δε Ελληνική κοινωνία θα μαστιζόταν από ανθρωπιστική κρίση.
Όλοι/ες γνωρίζουμε τα γεγονότα που ακολούθησαν το πρώτο εξάμηνο των σκληρών διαπραγματεύσεων, την ιστορική κορύφωση της ταξικής πάλης με το 62% του δημοψηφίσματος τον Ιούλιο του 15 και τον επώδυνο συμβιβασμό όπως και την επανεκλογή του ΣΥΡΙΖΑ το Σεπτέμβριο του 15. Η δέσμευση της νέας κυβέρνησης της Αριστεράς συνίστατο τότε στην διεξαγωγή ενός τιτάνιου αγώνα να μετριάσει τις επιπτώσεις της λιτότητας και της εσωτερικής υποτίμησης ιδιαίτερα για τα κοινωνικά στρώματα που εκπροσωπούσε και να οδηγήσει το δυσβάσταχτο χρέους σε διαχειρίσιμα επίπεδα. Σήμερα, τρία χρόνια μετά, το θεμελιώδες ερώτημα που παραμένει, είναι εάν οι μνημονιακές πολιτικές που υπηρέτησε ο ΣΥΡΙΖΑ, τα μέτρα και οι μεταρρυθμίσεις που υλοποιήθηκαν, έχουν οδηγήσει τις εξελίξεις σε μία διαχειρίσιμη κανονικότητα για το χρέος και τη λιτότητα, παρά το γεγονός ότι οι δύο αριθμοί (330 δις και 180%) είναι μεγαλύτεροι από τους αντίστοιχους αριθμούς του 2009. Η κυβέρνηση στο ερώτημα αυτό απαντάει θετικά για τέσσερις λόγους βάζοντας παράλληλα και μία προϋπόθεση:
-Πρώτον, διότι στα τρία χρόνια που ακολούθησαν ικανοποίησε με υπεραπόδοση τους δημοσιονομικούς στόχους των πλεονασμάτων που της ζητήθηκαν.
-Δεύτερον, διότι θεσμοθέτησε, ψήφισε και υλοποίησε όλες τις μνημονιακές υποχρεώσεις που ζητούσαν οι δανειστές, ικανοποιώντας παράλληλα έστω οριακά και κοινωνικές πολιτικές για τα πιο εξαθλιωμένα στρώματα της κρίσης.
-Τρίτον, γιατί οι δανειστές απαλλάχτηκαν από τον αρχικό τους φόβο για τη συνολική αμφισβήτηση των σκληρών δημοσιονομικών πολιτικών από μία αριστερή κυβέρνηση και τη πιθανή διάχυση του ελληνικού παραδείγματος και σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες που είχαν αντίστοιχα προβλήματα δημόσιου χρέους.
-Τέταρτον, διότι οι πρώτες δοκιμαστικές απόπειρες δανεισμού από τις αγορές πραγματοποιήθηκαν με λογικά επιτόκια, περίπου 4%, τα οποία αν και είναι πολύ μεγαλύτερα από τα επιτόκια του ESM, προεξοφλούν μία αντίστοιχη συμπεριφορά των αγορών την επόμενη μέρα.
Προϋπόθεση για να μετατραπεί το δυσβάσταχτο χρέος σε διαχειρίσιμο είναι οι δανειστές να εισάγουν μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης που να πείθουν τουλάχιστον τις αγορές να συνεχίσουν να δανείζουν την Ελλάδα με επιτόκια μικρότερα του 4%.
Το αμείλικτο όμως ερώτημα, που επιμένει να τίθεται κι αν ακόμη πραγματοποιηθούν οι κυβερνητικές προσδοκίες, αφορά την ουσιαστική βιωσιμότητα του χρέους μετά το τέλος του προγράμματος και αποτυπώνεται στις συχνές δηλώσεις του προέδρου για καθαρή έξοδο από την επιτροπεία. Αυτό όμως για να μην αποτελεί απλά μία ευσεβή επιθυμία μπορεί να απαντηθεί με την αδιάψευστη νομοτέλεια εξέλιξης τριών επιπλέον αριθμών:
Καθαρή έξοδος και βιώσιμο χρέος μετά την προσφυγή στις αγορές σημαίνει συγκεκριμένα ότι τα επιτόκια του νέου δανεισμού (μικρότερα πάντα του 4% σύμφωνα με τους ειδικούς) να είναι τέτοια ώστε να μην προκαλούν στο χρόνο αύξηση της απόλυτης ονομαστικής αξίας των σημερινών 330 δις. Αν αυτό δεν είναι εφικτό ο άλλος κρίσιμος αριθμός, δηλαδή το 180%, το κλάσμα χρέους προς το ΑΕΠ, να μειώνεται σημαντικά κάθε χρόνο. Για να πραγματοποιείται όμως η δεύτερη αυτή συνθήκη θα πρέπει η οικονομία της χώρας να αυξάνεται σε όλη τη διάρκεια του 21ου αιώνα σε ρυθμούς αρκετά μεγαλύτερους του 2% (ένας ακόμη μαγικός αριθμός για τον οποίον οι οικονομολόγοι όλων των σχολών μας προειδοποιούν ότι δεν έχει ιστορικό προηγούμενο ειδικά όταν μία οικονομία υποχρεώνεται σε πρωτογενή πλεονάσματα μεγαλύτερα του 3,5% μεσοπρόθεσμα και 2% στη συνέχεια για τα επόμενα 50 χρόνια?).
Η χιλιοειπωμένη αναφορά σε αυτούς τους αριθμούς και στην εσωτερική μαθηματική λογική που τους διέπει, είναι δυστυχώς αναγκαία σήμερα αν θέλουμε να κατανοήσουμε το μέγεθος του προβλήματος και να απαντήσουμε με πολιτικό τρόπο στο τι πρόκειται να συμβεί στη συνέχεια. Συνακόλουθα, αν αποδεχθούμε ότι αυτό είναι καταρχάς το πλαίσιο μέσα στο οποίο είμαστε υποχρεωμένοι να σχεδιάσουμε τη στρατηγική μας την επόμενη μέρα, ας εξετάσουμε στη συνέχεια πώς τοποθετούνται οι βασικοί παίκτες με αυτά τα δεδομένα.
· Οι θέσεις των δανειστών, των αγορών χρήματος, και της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ
Στην παρούσα κατάσταση ακούμε συχνά τους εκπροσώπους των ευρωπαϊκών θεσμών και του ΔΝΤ (με κάποιες εξαιρέσεις πάντοτε) να επαινούν και να συγχαίρουν την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ για τη συνεπή υλοποίηση των μνημονιακών υποχρεώσεων και την επίτευξη των στόχων που μας επέβαλαν. Αυτό οδηγεί συχνά ηγετικά κυβερνητικά στελέχη στην βεβαιότητα ότι κάτι έχει αλλάξει από την προηγούμενη σκληρή και ανάλγητη στάση των ευρωπαίων εταίρων μας. Ισχυρίζονται, δηλαδή, ότι οι εκπρόσωποι των ευρωπαϊκών θεσμών δεν επιδιώκουν πλέον την παραδειγματική τιμωρία της αριστερής κυβέρνησης, αντίθετα μάλιστα εμφανίζονται να συμφωνούν γενικά με τους σχεδιασμούς μας για έξοδο στις αγορές χωρίς την ανάγκη της περίφημης προληπτικής γραμμής στήριξης, την οποία υπερασπίζονται οι εσωτερικοί μας πολιτικοί αντίπαλοι για ευνόητους λόγους. Η θέση τους όμως αυτή είναι απόλυτα κατανοητή αν αναλογιστούμε ότι οι ευρωπαίοι εκπρόσωποι απευθυνόμενοι στα δικά τους εσωτερικά ακροατήρια εμφανίζονται δικαιωμένοι για τις σκληρές νεοφιλελεύθερες δημοσιονομικές πειθαρχίες που συνεχίζουν να υπερασπίζονται για το σύνολο της Ευρώπης. Αφετέρου, εξασφαλίζουν την επιστροφή των δανείων που μας χορήγησαν δίχως την ανάγκη νέων δανεικών, κάτι που απαιτεί και τη συγκατάθεση των εθνικών τους κοινοβουλίων.
Το εάν όμως το χρέος θα γίνει ουσιαστικά βιώσιμο και τα επόμενα χρόνια, όπως απαιτούν στοιχειωδώς οι αρχές της αστικής οικονομίας και η ελληνική κοινωνία για να αναπνεύσει, καρφί δεν τους καίγεται. Τους αρκεί να παίρνουν τα λεφτά τους μεσοπρόθεσμα με εμβαλωματικές ρυθμίσεις, να κεφαλαιοποιούν πολιτικά την εμμονή τους στο νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα, ελπίζοντας πως έτσι συντείνουν έστω προσωρινά στην σταθεροποίηση του πολιτικού τους συστήματος, το οποίο αμφισβητείται επικίνδυνα από την λαϊκιστική ακροδεξιά, όπως αποδεικνύουν οι πρόσφατες εκλογές σε μια σειρά ευρωπαϊκών χωρών.
Οι αγορές χρήματος, πάντα στην ίδια πλευρά με τους δανειστές, έχουν τη δική τους αταλάντευτη στοχοθεσία: Απαλλαγμένες από πολιτικές σκοπιμότητες λειτουργούν με μοναδικό σκοπό τη μεγιστοποίηση του κέρδους. Δανείζουν με ανεκτά τοκογλυφικά επιτόκια όσους έχουν την ανάγκη τους, παρακολουθώντας όμως προσεκτικά τις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες των δανειζομένων χωρών ώστε να αποφύγουν τον περιβόητο “ηθικό κίνδυνο”, μήπως δηλαδή αύριο τους σκάσουν κανέναν κανόνι, κατά το κοινώς λεγόμενο. Με τα δικά τους λοιπόν κριτήρια εποπτεύουν τους δανειζόμενους. Το ότι σήμερα, στις δοκιμαστικές εξόδους μας για δανεισμό, εμφανίζονται χαλαροί με λογικά επιτόκια, προεξοφλώντας ότι επίκειται μία κάποια θετική ρύθμιση του χρέους με τους δανειστές για τα επόμενα έστω χρόνια, αυτό σε καμία περίπτωση δεν προεξοφλεί ότι δεν θα επιχειρήσουν απαγορευτικά τοκογλυφικά επιτόκια αύριο. Και αυτό εφόσον ο μαγικός αριθμός 180% δεν μειώνεται σταθερά αφενός, και το πολιτικό μας σύστημα δεν έχει σταθεροποιηθεί στη βάση του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος, αφετέρου.
Τούτων δοθέντων, η δική μας κυβέρνηση επιχειρεί τους δικούς της σχεδιασμούς. Σταθερά προσηλωμένη στη θεωρία της πολιτικής ως τέχνης του εφικτού επιδίδεται σε μία αγχώδη μάχη με το χρόνο:
– Αν μετά από τρία χρόνια πετύχει να καταγραφεί ως η κυβέρνηση που τελείωσε τη μνημονιακή περιπέτεια, παρά το βαρύ τίμημα για τα θύματα της κρίσης που εκπροσωπούσε προεκλογικά, πιστεύει ότι θα κεφαλαιοποιήσει πολιτικά αυτό το γεγονός. Αν παράλληλα με την καθαρή έξοδο στις χρηματαγορές πραγματοποιηθούν σημαντικές χρηματοδοτικές εισροές και ακολουθήσει επενδυτική έκρηξη πολύ μεγαλύτερη του 2% ο ελληνικός καπιταλισμός θα εισέλθει στον ενάρετο κύκλο που οραματίζεται το κυβερνητικό μας επιτελείο.
– Αν καταφέρει στην τρέχουσα αξιολόγηση να διαπραγματευτεί οριακές έστω βελτιώσεις στα ήδη θεσμοθετημένα σκληρά μέτρα (φορολογικό, συνταξιοδοτικό, κατώτατο μισθό) πιστεύει πως θα αναβαθμίσει το κοινωνικό της πρόσωπο επανασυσπειρώνοντας τους ψηφοφόρους που την παρακολουθούν από τη γωνία του άκυρου και του λευκού. Αυτό όμως απαιτεί πάντοτε τη συγκατάθεση των δανειστών, γεγονός που παραπέμπει στην μόνιμη δεύτερη εποπτεία. Στην απαίτηση για την τήρηση των θεσμοθετημένων μεταρρυθμίσεων μετά την παραχώρηση μεσοπρόθεσμων ρυθμίσεων για το χρέος που αναμένουμε να αποφασιστούν. Για να εξασφαλιστεί μία τέτοια απαίτηση χρειάζονται σταθερά διαπιστευτήρια ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πλέον οριστικά και αμετάκλητα συνεπές συστημικό πολιτικό μόρφωμα. Απαιτούνται εγγυήσεις ότι το κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς, στα τρία χρόνια που μεσολάβησαν, μεταλλάχθηκε σε κόμμα του Κράτους. Μόνο έτσι μπορεί να εξασφαλίζει την αναπαραγωγή του υπάρχοντος καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού, φτωχού και υποβαθμισμένου, για όσο διάστημα τουλάχιστον οι κοινωνικές κατηγορίες που το ανέδειξαν, ανασφαλείς πλέον και μουδιασμένες δεν αντιδρούν δυναμικά ματαιώνοντας την ήττα που έχουν υποστεί.
– Αν μπορέσει επίσης να διαχειριστεί το πρόβλημα της πολιτικής κρίσης, που ανέδειξε η μνημονιακή εποχή, εξασφαλίζοντας πολιτικές συμμαχίες με τα διαμελισμένα κόμματα της μνημονιακής περιόδου για να εμπεδώσει ένα νέο δικομματισμό, με τον ΣΥΡΙΖΑ να κατέχει δεσπόζουσα θέση στην μεταμνημονιακή περίοδο, αυτό θα αξιολογηθεί ως σημαντικό επίτευγμα. Το φλερτ με την Ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, οι απευθύνσεις συνεργασίας στο Ποτάμι και το Κίνημα Αλλαγής, οι αναφορές κορυφαίων κυβερνητικών στελεχών, η αποκαλυπτική τοποθέτηση του συντρόφου Δραγασάκη στην συνέντευξη [του 9.84] με τον Β. Σκουρή και την Α. Σπανού για αστερισμό πολιτικών δυνάμεων με κορμό το ΣΥΡΙΖΑ φανερώνουν αποκαλυπτικά τις σκέψεις και τους πολιτικούς σχεδιασμούς των ηγετικών μας στελεχών.
Το τι θα συμβεί όμως αν οι προϋποθέσεις αυτές δεν ικανοποιηθούν στο ακέραιο, κυβέρνηση και δανειστές θεωρούν πως έχουν την απάντηση: Μπορούν να καταφύγουν στη γνωστή θεωρία του μισογεμάτου ποτηριού.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ανάγνωση των πρόσφατων αποτελεσμάτων της έκθεσης του ΔΝΤ για την ανάπτυξη και τα πλεονάσματα: ναι μεν το ΔΝΤ? μείωσε τις προσδοκίες για ανάπτυξη πάνω από 2%, αλλά μας ανέβασε την εκτίμηση για μεγαλύτερα δημοσιονομικά πλεονάσματα που αμφισβητούσε τα προηγούμενα χρόνια. Μέχρι να συμβεί η οριστική κατάρρευση και να αρχίσει μία νέα μνημονιακή περίοδος ποιοι?? μπορούν να ισχυρίζονται ότι πετυχαίνουν οι πολιτικές τους έστω και με την μερική ικανοποίηση στην εξέλιξη των μαγικών αριθμών που αναφερθήκαμε. Αν οι χρηματοδοτικές μας ανάγκες για τα επόμενα τέσσερα χρόνια δεν υπερβούν το 15% του ΑΕΠ, όπως μας έχουν ορίσει οι δανειστές μας, και οι δύο πλευρές θα εμφανίζονται ικανοποιημένες. Αν όμως στη συνέχεια εκτιναχθεί στα ύψη θα ερίζουν για το ποιος ευθύνεται από τους δύο.
Με αυτά τα δεδομένα οι παραπάνω προϋποθέσεις διαμορφώνουν έναν αγχώδη αγώνα δρόμου με το χρόνο. Ο τελικός του προορισμός θα επηρεαστεί από μία σειρά αστάθμητων συστημικών κινδύνων, που είναι πιθανόν να εξαντλήσουν το δρομέα μας πολύ πριν από το πολυπόθητο τέρμα. Η διεθνής οικονομική αλλά και πολιτική συγκυρία σε Ευρώπη και Αμερική είναι απολύτως ρευστή ενώ οι γεωπολιτικές αναταράξεις στην περιοχή μας και αλλού εγκυμονούν κινδύνους ευρύτερης πολεμικής σύγκρουσης.
Οι ενδοκαπιταλιστικοί εμπορικοί ανταγωνισμοί, η επιθετική ρητορική του Ερντογάν όπως και οι προκλήσεις της Τουρκίας απέναντι στον Ελληνικό εθνικό αστικό μεγαλοϊδεατισμό και τους σχεδιασμούς του άξονα Ισραήλ- Αίγυπτος-Κύπρος-Ελλάδα για την αποκλειστική εκμετάλλευση του Αιγαίου, αποτελούν μόνο ορισμένες πλευρές εμφάνισης συστημικών κινδύνων ικανών να ανατρέψουν κάθε πολιτικό σχεδιασμό της πολυπόθητης κανονικότητας στην οποία στηρίζεται το ηγετικό επιτελείο της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ σήμερα.
· Εν κατακλείδι
Πιθανόν η εικόνα που παρουσίασα με την ανάλυση δεδομένων είναι απαισιόδοξη. Δεν πιστεύω, δηλαδή, ότι θα πετύχουμε οικονομική και πολιτική αυτονομία μετά το τέλος του προγράμματος, ώστε να υλοποιήσουμε, με αργά αλλά σταθερά βήματα, μία κοινωνική πολιτική που θα αποκαταστήσει τις διαταραγμένες σχέσεις κοινωνικής εκπροσώπησης με τους «από κάτω». Τίθεται συνακόλουθα το ερώτημα εάν απέναντι σε αυτές τις εξελίξεις υπάρχει εναλλακτική στρατηγική που να συνάδει με τα ιδεολογικά και πολιτικά χαρακτηριστικά ενός πολιτικού υποκειμένου που εξακολουθεί να ισχυρίζεται ότι ανήκει στην παράδοση των κομμάτων της ριζοσπαστικής μαρξιστικής Αριστεράς. Στο ερώτημα αυτό θα επιχειρήσω μία απάντηση ξεκινώντας όμως και εγώ από κάποιες αναγκαίες προϋποθέσεις.
Για να είναι εφικτή η ακύρωση των μνημονιακών πολιτικών την επόμενη περίοδο θα πρέπει η κρίση του αστικού πολιτικού συστήματος και του οικονομικού υποδείγματος που υλοποίει να μην επιλυθεί με όρους συγκατάθεσης και κοινωνικής συναίνεσης των υποτελών τάξεων. Να μην επιλυθεί επομένως με το ανακάτεμα των μορφωμάτων του αστικού block. Η ηγεμονία της αστικής τάξης δεν είναι δυνατόν να αποκατασταθεί, διότι αυτή αδυνατεί πλέον να εξασφαλίσει βασικές συνθήκες αξιοπρεπούς διαβίωσης στα θύματα της κρίσης. Αυτό το γεγονός συνεπάγεται πως κάθε απόπειρα στα πλαίσια μιας ρεαλιστικής πολιτικής, παρόλο που επικαλείται την απουσία κοινωνικών δυναμικών αντιστάσεων, είναι καταδικασμένη να αποτύχει.
Ο ρόλος μιας αριστερής κυβέρνησης, που με τους δεδομένους συσχετισμούς δεν μπορεί να πρωτοστατήσει σε μία φυγή προς τον ουρανό σήμερα, είναι να διατηρεί και να αποκαλύπτει τα βασικά χαρακτηριστικά της οικονομικής κοινωνικής και πολιτικής κρίσης επιχειρώντας να διαμορφώσει τους όρους για την εμφάνιση στο προσκήνιο του κοινωνικού υποκειμένου που αμφισβητεί τις καπιταλιστικές σχέσεις. Οι προϋποθέσεις αυτές καταλήγουν στην ακόλουθη στρατηγική σήμερα και την επόμενη μέρα.
Η κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να απευθυνθεί στο λαό με απόλυτη ειλικρίνεια. Να εξηγήσει συστηματικά ότι η αρχική αντίθεση μνημόνιο-αντιμνημόνιο δεν έχει ακόμη ξεπεραστεί διότι το αρχικό αίτημα για διαγραφή μεγάλου μέρους του χρέους παραμένει πάντα επίκαιρο και οι δημοσιονομικές πολιτικές που επιβλήθηκαν κόστισαν πολύ αίμα στο κοινωνικό σύνολο χωρίς καμία σοβαρή αναβάθμιση του ελληνικού καπιταλισμού. Αν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ το καλοκαίρι του 15 υποχρεώθηκε να υποχωρήσει διότι γνώριζε τις συνέπειες της χρηματοπιστωτικής ασφυξίας με την οποία την απειλούσαν οι δανειστές, αυτό δεν σημαίνει ότι εγκατέλειψε την προσπάθεια για μία μακροοικονομική πολιτική που θα ανακούφιζε τα φτωχότερα κυρίως στρώματα και θα απολάμβανε μιας πολιτικής και οικονομικής αυτονομίας που θα επέλεγαν οι Έλληνες πολίτες με δημοκρατικές διαδικασίες. Αυτή η στάση πιο συγκεκριμένα σημαίνει ότι το αίτημα για ανατροπή των τριών μηχανισμών λιτότητας και των μεγάλων πλεονασμάτων επανέρχεται σήμερα με τέτοιο τρόπο που να μπορεί να πυροδοτήσει μία κοινωνική δυναμική, ανάλογη με αυτή που εκδηλώθηκε το πρώτο εξάμηνο του 2015 μέχρι το δημοψήφισμα, απαιτώντας την αμφισβήτηση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών σε Ελλάδα και Ευρώπη.
Ο παραγωγικός μετασχηματισμός της οικονομίας για να είναι δίκαιος θα πρέπει να στοχεύει σε πλευρές του επιθετικού καπιταλιστικού σχηματισμού και όχι απλά στο ανακάτεμα κεφαλαιακών προτεραιοτήτων καπιταλιστικής ανταγωνιστικότητας και εξωστρεφούς προσανατολισμού. Μία τέτοια διαπραγμάτευση όμως με τους δανειστές δεν θα έχει αποτελέσματα εάν δεν γίνεται με όρους ρήξης και ανατροπής, απαλλαγμένης από το φόβο της ήττας σε μία εκλογική αναμέτρηση. Κυρίως πρέπει να τροφοδοτείται από την πεποίθηση πως αν οικοδομηθούν στέρεες και ειλικρινείς σχέσεις με τους «από κάτω» η ελληνική άνοιξη δεν θα αργήσει να γίνει πραγματικότητα.
Ο Μάκης Σπαθής είναι ομότιμος καθηγητής του ΕΜΠ