Συνεντεύξεις

David Diop: Φοβάμαι την αμνησία στο πολιτικό επίπεδο

Ο Γαλλο-Σενεγαλέζος συγγραφέας και πανεπιστημιακός ανοίγει μια σκοτεινή σελίδα της αποικιοκρατίας και μιλά για τις μεταναστευτικές ροές από την Αφρική στην Ευρώπη και για τον σημερινό ρατσισμό.

Αυτό το μυθιστόρημα ανοίγει με μια θηριωδία τόσο συνταρακτική, και συνεχίζεται με έναν θρήνο τόσο αγιάτρευτο, και σε τυλίγει με μια τέτοια οργή που σε πιάνει ναυτία αλλά δεν μπορείς να το αφήσεις από τα χέρια σου. Οχι επειδή μέσα στην κοινοτοπία του κακού αναζητάς όλο και πιο δυνατές συγκινήσεις, αλλά επειδή αυτό το αφήγημα σου βάζει δύσκολα διλήμματα, σου ανοίγει τα μάτια, και σε τρομάζει. Διότι ενώ διηγείται μια μακρινή ιστορία, καταλαβαίνεις ότι είσαι κι εσύ μέσα της, κι ότι αυτή η ιστορία αφορά το ευρωπαϊκό παρόν όλων μας.

Στο «Τη νύχτα όλα τα αίματα είναι μαύρα» (εκδ. Πόλις), ο Γαλλο-Σενεγαλέζος Νταβίντ Ντιοπ διαλέγει ως πρωταγωνιστή του έναν Σενεγαλέζο τυφεκιοφόρο στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, προορισμένο για την εκατόμβη των μαχών σώμα με σώμα.

Είναι 20 χρόνων και παρακολουθεί απελπισμένος την επιθανάτια αγωνία του αδελφικού φίλου του που χτυπήθηκε από οβίδα, αλλά αρνείται να τον αποτελειώσει. Οταν συνειδητοποιεί πόσο απάνθρωπα φέρθηκε προκειμένου να κάνει το καθήκον του, καταλαβαίνει και πόσα ψέματα κρύβουν οι λέξεις με τις οποίες του πήραν τα μυαλά.

Τις επόμενες νύχτες, θα καραδοκεί τους συνομήλικούς του Γερμανούς όταν βγαίνουν από τα χαρακώματα να κάνουν ένα τσιγάρο, θα τους ξεκοιλιάζει, θα βγάζει τα εντόσθιά τους έξω όπως ήταν τα εντόσθια του φίλου του, θα τους χαρίζει τον θάνατο, και θα επιστρέφει στις γραμμές των Γάλλων με τρόπαιο τα χέρια που κρατούσαν το όπλο.

Οι λευκοί λοχαγοί του τον ήθελαν να παριστάνει τον άγριο στο πλαίσιο του ψυχολογικού πολέμου, αλλά η βία των μαχών και η οδύνη της απώλειας τον μεταμορφώνουν σε συνειδητό άγριο, αθώο και ένοχο ταυτόχρονα. Τώρα έχει καταλάβει ότι η ίδια του η ανθρωπιά έγινε εργαλείο σε μια σύγκρουση για ξένα συμφέροντα, και μονολογεί: «Είμαι η σπορά και η σοδειά».

Πώς κρατιέται ζωντανό το αίσθημα της ανθρωπιάς όταν είναι κυκλωμένο από τον θάνατο; Πώς αντιμετωπίζεται η διγλωσσία των ισχυρών, ο ρατσισμός, η εκμετάλλευση του «Αλλου»; Τέτοια ζητήματα ανοίγει το πυκνό μυθιστόρημα του Ντιοπ, που τιμήθηκε με το Βραβείο Γκονκούρ των Μαθητών των γαλλικών Λυκείων.

Στην ελληνική έκδοση, το λογοτεχνικό έργο του Ντιοπ (σε μετάφραση υψηλής θερμοκρασίας της Αλεξάνδρας Κωσταράκου) συνοδεύεται από ένα δοκίμιο της ιστορικού Εφης Γαζή. Τα δύο κείμενα συνομιλούν και φωτίζουν την εποχή όπου η συμμετοχή στον «Μεγάλο Πόλεμο» διακοσίων χιλιάδων Δυτικοαφρικανών από τις γαλλικές αποικίες νοτίως του Νίγηρα προκάλεσε πλημμύρα ρατσιστικών σχολίων. Τότε καλλιεργήθηκαν στις δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες προκαταλήψεις που εξακολουθούν να καλλιεργούνται απέναντι στους σημερινούς μετανάστες και τους πρόσφυγες, σαν να είναι κι αυτοί, λέει ο συγγραφέας, «στρατιώτες σε έναν πόλεμο που δεν λέει το όνομά του».

Με καταγωγή από τις πρώην γαλλικές αποικίες στην Αφρική, ο 53χρονος σήμερα Νταβίντ Ντιοπ διδάσκει Ιστορία των Ιδεών στο Πανεπιστήμιο του Πο (στη ΝΔ Γαλλία), και προβληματίζεται ως πανεπιστημιακός με τις αναπαραστάσεις των Αφρικανών στην Ευρώπη.

Εστιάζει ειδικά στη λογοτεχνία του 18ου αιώνα, επειδή «ήταν μαχητική, εγγεγραμμένη στην εποχή της αλλά με πρόθεση οικουμενική», και φωτίζει «πτυχές της αποικιακής ιστορίας της Γαλλίας που διαφεύγουν από την επιστημονική έρευνα». Τώρα όμως, γίνεται ο ίδιος μυθιστοριογράφος -«επιστρατεύω τη φαντασία μου»- προκειμένου να αναδείξει τις αθέατες πλευρές -«και τα συναισθήματα»- της μαζικής διηπειρωτικής μετακίνησης πληθυσμών από την Αφρική στην Ευρώπη κατά τον 20ό αιώνα. «Η Ιστορία εμπνέει, η Λογοτεχνία συγκινεί».

• Το μυθιστόρημά σας μας προκαλεί να αναστοχαστούμε τι θεωρούμε «ανθρωπιά» και τι «απάνθρωπο» στις «πολιτισμένες» ευρωπαϊκές κοινωνίες. Ο πρωταγωνιστής σας υπακούει στους ανθρώπινους νόμους, στρατεύεται στο πλευρό της «μητέρας πατρίδας» του και αφήνει τον παιδικό φίλο του να βασανίζεται. Αραγε η ανθρωπιά είναι υποκειμενική υπόθεση;

Θέλησα από την αρχή του μυθιστορήματός μου να φέρω σε ένα ψυχολογικό αδιέξοδο τον πρωταγωνιστή μου. Ο Σενεγαλέζος στρατιώτης του γαλλικού στρατού Αλφά Ντιάγε έχει να διαλέξει: είτε θα σκοτώσει τον «πάνω κι από αδελφό του» προκειμένου να τον λυτρώσει μια ώρα αρχύτερα από τον πόνο, και θα ψέγει τον εαυτό του επειδή θα έχει ολοκληρώσει το απάνθρωπο έργο του εχθρού. είτε θα τον αφήσει ξεκοιλιασμένο από τη γερμανική οβίδα να υποφέρει φριχτά μέχρι να ξεψυχήσει, και θα έχει τύψεις που από ανθρωπιά δεν τον αποτελείωσε.

Επιλέγει τη δεύτερη εναλλακτική αλλά στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για επιλογή. Διότι αυτός που είναι απάνθρωπος είναι ο ίδιος ο πόλεμος και όχι αναγκαστικά ο στρατιώτης που τον διεξάγει. Η απανθρωπιά του πολέμου είναι ότι παγιδεύει τον στρατιώτη σ’ αυτό το φρικτά πιεστικό δίλημμα.

Ο «Μεγάλος Πόλεμος» του 1914-18 εφάρμοσε σε βιομηχανική κλίμακα ακριβώς αυτό που έκανε μετά τον θάνατο του φίλου του ο τρελαμένος Αλφά Ντιάγε, κατακρεουργώντας τελετουργικά οκτώ Γερμανούς στρατιώτες. Είναι ένας «εργοστασιακός πόλεμος» («guerre usinière»), έγραφε καίρια ο Μπλεζ Σαντράρ για τον Α’ Π.Π.

Οι οβίδες του διαμελίζουν τη νεολαία ολόκληρου του κόσμου που είναι φυτεμένη μέσα στα χαρακώματα. Ετσι και ο στρατιώτης Ντιάγε ενεργεί όπως ο βιομηχανικός πόλεμος αλλά σε ατομική κλίμακα. Ομως παραδόξως φροντίζει από ανθρωπιά να δώσει γρήγορα τέλος στο βασανιστήριο των νεαρών εχθρών που ξεκοιλιάζει, ενώ δεν το έκανε στον φίλο του τον Μαντέμπα Ντιοπ όταν εκείνος τον ικέτευε να τον σκοτώσει στο όνομα της φιλίας τους.

• Εχει ειπωθεί ότι στον Μεγάλο Πόλεμο ο γαλλικός στρατός δεν έδινε πανωφόρια στους Αφρικανούς τυφεκιοφόρους που προωθούνταν στην πρώτη γραμμή, επειδή «έτσι κι αλλιώς θα πέθαιναν». Εκατό χρόνια αργότερα, εσείς, ένας «σοκολατής», διδάσκετε σε γαλλικό Πανεπιστήμιο. Ωστόσο η προκατάληψη απέναντι σε ανθρώπους με καταγωγή από την Αφρική εξακολουθεί να είναι ισχυρή σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Πώς μπορούμε να αντιπαλέψουμε τον φυλετικό ρατσισμό;

Ο ρατσισμός των στρατιωτικών διοικητών είναι βέβαιο ότι υπήρχε στον Α’ Π.Π. αλλά η ιστορία με τα πανωφόρια, που προέρχεται από μια μαρτυρία, δεν σηκώνει γενίκευση. Απ’ την άλλη, στο στρατιωτικό Μουσείο των Αναπήρων (Invalides) στο Παρίσι, δεν είδα παρά φωτογραφίες που δείχνουν Σενεγαλέζους στρατιώτες αγκαλιά με στρατιώτες της μητροπολιτικής Γαλλίας.

Ο κοινός πόνος, οι κοινές φρικτές εμπειρίες του πολέμου έφεραν πράγματι κοντά ανθρώπους που οι προκαταλήψεις θα μπορούσαν να τους χωρίσουν. Πιστεύω λοιπόν ότι ο καλύτερος δρόμος για να περιοριστεί ο ρατσισμός είναι εκείνος που φέρνει τους ανθρώπους σε καταστάσεις όπου μπορούν να αναγνωρίσουν και να μοιραστούν την ανθρωπιά τους.

Εννοείται ότι δεν θα πρέπει να περιμένουμε μια κατάσταση κρίσης ή πολέμου για να πραγματωθεί αυτή η αναγνώριση. Αυτό θα έπρεπε να είναι το έργο των πολιτικών, εάν πράγματι θέλουν να καταπολεμήσουν όχι μόνο τον φυλετικό αλλά και κάθε ρατσισμό. Να επικεντρώνονται στο να δημιουργούν τις προϋποθέσεις, τις αφορμές, όχι για να καλλιεργείται ο ατομισμός αλλά για να συναντιέται η ανθρωπιά.

• Τι σας προκαλεί φόβο στη σημερινή Γαλλία;

Αυτό που μπορεί να μας προκαλέσει φόβο όχι μονάχα στη Γαλλία αλλά σε ολόκληρη την Ευρώπη είναι η αμνησία. Η Ιστορία, σε πολιτικό επίπεδο τουλάχιστον, θα έπρεπε να μην επαναλαμβάνεται διαρκώς.

• Εσείς νιώθετε περισσότερο Γάλλος ή Σενεγαλέζος; Γεννηθήκατε στο Παρίσι αλλά μεγαλώσατε στη Σενεγάλη και τώρα έχετε κάνει οικογένεια στη Γαλλία. Τι διαμόρφωσε την ταυτότητά σας;

Νομίζω ότι έχω δύο πολιτισμικές ευαισθησίες. Είμαι Γαλλο-Σενεγαλέζος. Ο καθένας μας έχει την ιστορία του. Εγώ είχα την τύχη να με αγαπούν και να με κανακεύουν και οι δύο οικογένειές μου, εκείνη της Σενεγάλης και εκείνη της Γαλλίας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, η λογοτεχνία που παράγω (μέχρι σήμερα τουλάχιστον) να είναι ένας τόπος όπου συνδιαλέγονται («conciliation») οι δύο ευαισθησίες μου.

Προσοχή, δεν μιλώ για συμφιλίωση («réconciliation»), διότι αυτός ο όρος θα σήμαινε ότι η λογοτεχνία μου είναι αποτέλεσμα ενός ανταγωνισμού. Λέω «συνδιαλέγονται», διότι υπαινίσσομαι ότι αυτές οι ευαισθησίες, που προέρχονται από δύο τόπους πολύ διαφορετικούς μεταξύ τους, εναρμονίζονται μέσα μου.

• Ο πρωταγωνιστής σας είναι αναλφάβητος και μιλά μόνο τη γλώσσα της εθνότητας Γουόλοφ, που αντιπροσωπεύει το 40% των Σενεγαλέζων. Δεν καταλαβαίνει τα γαλλικά όταν κατατάσσεται στον γαλλικό στρατό. Ωστόσο, ως πρωτοπρόσωπος αφηγητής χρησιμοποιεί τα κλασικά γαλλικά χωρίς χρώμα «αφρικανικό», ούτε ιδιωματικές εκφράσεις που θα παρέπεμπαν στην ιδιότητα του «Αλλου». Πιστεύετε ότι αποφεύγοντας κάθε εξωτικό στοιχείο στη γλώσσα σας θα αγκαλιάσετε ένα ευρύτερο κοινό;

Αυτό που επιθυμούσα είναι οι γαλλόφωνοι αναγνώστες (συνυπολογίζω τους Γάλλους) να εισχωρήσουν στο πνεύμα του κεντρικού χαρακτήρα μου χωρίς να συναντήσουν το εμπόδιο ενός εξωτισμού της πλάκας. Φυσικά θα μπορούσα να βάλω τον πρωταγωνιστή μου να μιλά σαν «μικρός νέγρος».

Αυτή ήταν η στοιχειώδης γαλλική γλώσσα που διδασκόταν από τον ίδιο τον γαλλικό στρατό προκειμένου οι Αφρικανοί στρατιώτες να μπορούν να υπακούσουν στις διαταγές των αρχηγών τους στο πεδίο της μάχης. Ομως μια τέτοια επιλογή ήταν πολύ μακριά από το λογοτεχνικό μου σχέδιο αφού ήθελα να αναδείξω όλη την πολυπλοκότητα και την ευαισθησία που έκρυβε μέσα του ένας Αφρικανός στρατιώτης.

Αρνήθηκα να πέσω στα κλισέ και γι’ αυτό κατέγραψα σε «κλασικά» γαλλικά τις ψυχικές διεργασίες του πρωταγωνιστή μου. Ωστόσο, παράλληλα, φρόντισα ώστε με ένα παιχνίδι φραστικών επαναλήψεων αυτά τα γαλλικά του ήρωά μου να αποκτούν έναν ρυθμό που να προκαλεί στον αναγνώστη την υποψία ότι ο Αλφά Ντιάγε δεν σκέφτεται στα γαλλικά αλλά στα γουόλοφ, τη γλώσσα που μιλούν στη Σενεγάλη.

Η παρουσία των «Σενεγαλέζων» αποτέλεσε τμήμα της προπαγάνδας του Α’ Π.Π., κυρίως από την πλευρά των Γερμανών που έψεγαν τους Γάλλους αντιπάλους τους, υποστηρίζοντας ότι έθεταν σε κίνδυνο τον ευρωπαϊκό πολιτισμό φέρνοντας στην Ευρώπη τη «μαύρη πανούκλα». Αυτά επισημαίνει στο επίμετρο του βιβλίου η αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου Εφη Γαζή.

Οι Γάλλοι απάντησαν προωθώντας το στερεότυπο του θαρραλέου «μεγάλου παιδιού», όπως αυτό που χαμογελούσε στις συσκευασίες σοκολάτας της εταιρείας Banania. «Για τη νομιμοποίηση της αποικιοκρατίας», θυμίζει ο Ντιοπ, «υποστηρίχτηκε η ιδέα μιας αποστολής εκπολιτισμού της Ευρώπης στην Αφρική και γι’ αυτό ο Αφρικανός άρχισε να εμφανίζεται ταυτόχρονα υποδεέστερος και τελειοποιήσιμος». Μην ξεχνάμε και την ατζέντα της «προστασίας του ευρωπαϊκού τρόπου ζωής» που συζητήθηκε πρόσφατα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή…

• Με το «Τη νύχτα όλα τα αίματα είναι μαύρα» φέρνετε στο φως μια ελάχιστα γνωστή πτυχή της ιστορίας της αποικιοκρατίας. Ομως παρά το επίσημο τέλος της, η εκμετάλλευση των Αφρικανών από τους Ευρωπαίους δεν έχει σταματήσει…

Σας καλώ να προσέξετε το εξής: Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος υπήρξε η πρώτη πράξη ενός μαζικού μεταναστευτικού κύματος από την Αφρική προς την Ευρώπη, το οποίο ήταν επιθυμητό από τη Γαλλία. Η δεύτερη πράξη αυτής της μεγάλης μετανάστευσης από την Αφρική έγινε όταν η γαλλική βιομηχανία χρειάστηκε εργατικά χέρια για τα εργοστάσιά της, κατά την τριακονταετία των «trente glorieuses», δηλαδή στην περίοδο της μεταπολεμικής οικονομικής ανάπτυξης μεταξύ 1946-1975.

Στα χρόνια 1914-1918 σκοτώθηκαν 30.000 Σενεγαλέζοι τυφεκιοφόροι από τις 200.000 που ήρθαν στην Ευρώπη, και που προέρχονταν από ολόκληρη τη Δυτική Αφρική. Εκείνη την εποχή η Γαλλία ήταν μια ισχυρή αποικιοκρατική δύναμη και συμμετείχε στην πολεμική προσπάθεια με στρατιώτες που έρχονταν και από την Ασία. Δεν ισχύει ότι όλοι τους υποχρεώθηκαν να καταταγούν.

Ενα πολύ μεγάλο ποσοστό ανάμεσά τους ήσαν εθελοντές στην υπηρεσία της «μητέρας πατρίδας». Είναι η περίπτωση του Μπακαρί Ντιαλό, του οποίου η μαρτυρία εκδόθηκε το 1924 με τίτλο «Force bonté» (κατά λέξη «Δύναμη καλοσύνη»). Στο μυθιστόρημά μου, εθελοντής φαντάρος είναι ο 20χρονος Μαντέμπα Ντιοπ που θέλησε να πολεμήσει για τη Γαλλία, και από αυτόν παρασύρθηκε και τον ακολούθησε ο φίλος του ο Αλφά, που δεν μιλούσε λέξη γαλλικά.

Αυτό που έχουμε ξεχάσει είναι ότι τα πράγματα δεν πήγαν ρολόι στη στρατολόγηση. Για παράδειγμα, σε μια επαρχία της σημερινής Μπουρκίνα Φάσο υπήρξαν αρκετά χωριά που ξεσηκώθηκαν ενάντια στην αναχώρηση των νέων. Και η εξέγερσή τους καταπνίγηκε από τον γαλλικό στρατό με μεγάλη βιαιότητα…

• Τι συμβαίνει σήμερα στη Γαλλία με τις μεταναστευτικές ροές από την Αφρική;

Η τρίτη πράξη στη μεταναστευτική ιστορία των κατοίκων της Αφρικής διαφέρει κατά πολύ από τις δύο προηγούμενες του 20ού αιώνα, διότι πλέον η παρουσία των μεταναστών δεν είναι επιθυμητή ούτε στη Γαλλία ούτε στα άλλα ευρωπαϊκά κράτη.

Η Ευρώπη εκτιμά ότι δεν χρειάζεται τους Αφρικανούς μετανάστες. Παρ’ όλα αυτά, η ίδια τους η εμπειρία, που κλείνει έναν αιώνα, τους αποδεικνύει ότι γίνονται αναγκαίοι. Είναι λοιπόν πολλοί οι νεαροί Αφρικανοί που δυσκολεύονται να πιστέψουν ότι αυτή η επιθυμητή μεταναστευτική παράδοση, όπως τη γνώριζαν οι προπαππούδες, οι παππούδες και οι γονείς τους στη διάρκεια του 20ού αιώνα, έχει ξαφνικά διακοπεί στον 21ο αιώνα. Δεν τους πείθουν οι σχετικές διακηρύξεις της Ευρώπης.

Ετσι σήμερα, οι λαθραίοι (sic) εργάτες από την Αφρική, αυτοί που δεν ασφαλίζονται και επομένως είναι λιγότερο «ακριβοί» από τους υπόλοιπους Ευρωπαίους εργάτες, αυτοί που στέλνουν κάθε μήνα χρήματα στις οικογένειές τους πίσω στις πατρίδες τους, καταδεικνύουν με την παρουσία τους ότι συμβαίνει το αντίθετο από τα όσα υποκριτικά λένε επισήμως οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι.

Οι νεαροί Αφρικανοί μετανάστες βλέπουν ότι είναι ψέμα το «μην έρχεστε πια εδώ, δεν υπάρχουν δουλειές, δεν έχετε τίποτα να κερδίσετε». Η εμπειρία τούς δείχνει το αντίθετο. Γι’ αυτό, σαν άλλοι στρατιώτες σε έναν πόλεμο που δεν λέει το όνομά του, είναι έτοιμοι να θυσιαστούν για την οικογένειά τους, με το να διασχίσουν τη θάλασσα και να έρθουν στην Ευρώπη διακινδυνεύοντας τη ζωή τους.

• Αρα η Ευρώπη εξακολουθεί να συμπεριφέρεται αποικιοκρατικά;

Κατά παράδοξο τρόπο, σε αυτό ακριβώς το φαινόμενο εγώ βλέπω να καθρεφτίζεται το τέλος της αποικιοκρατίας ή της νεο-αποικιοκρατίας, στον βαθμό που η Ευρώπη στον 21ο αιώνα δεν έχει μέσα για να αναχαιτίσει τις μεταναστευτικές ροές από την Αφρική. Αυτές που κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα κατάφερνε να τις κοντρολάρει απόλυτα, ανάλογα με τις ανάγκες της είτε σε εργατικά χέρια είτε σε… σάρκα-τροφή για τα κανόνια.

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών