Macro

Δανάη Κολτσίδα: Με αφορμή το #cancel_efood

Η εξώθηση των διανομέων της efood από την μισθωτή εργασία σε καθεστώς…freelancers, παρά την αναδίπλωση της εταιρίας μετά την πρωτοφανή (για τα ελληνικά δεδομένα) κατακραυγή και μαζική αποχώρηση χρηστών, είναι μια καλή αφορμή να (ξανα)μπουν στη δημόσια συζήτηση μερικά από τα μεγάλα θέματα της εποχής μας.

Τρία σημεία λοιπόν με αφορμή (και όχι για) το #cancel_efood

1. Εργασιακή επισφάλεια και το τέλος (;) της μισθωτής εργασίας

Όποιος ψάχνει να κατανοήσει το γιατί η αντίδραση ενάντια στην ανακοίνωση της efood κλιμακώθηκε τόσο γρήγορα και πήρε τέτοιες διαστάσεις, δεν χρειάζεται παρά να δει την εργασιακή πραγματικότητα που ήδη αφορά σχεδόν το σύνολο της νεότερης γενιάς και πλέον εξαπλώνεται σε όλες τις ηλικίες και τους κλάδους.

Οι γνωστές πλατφόρμες, όπως η efood, η wolt και πολλές άλλες, πρωτοπορούν μεν στην αποδιάρθρωση του εργασιακού τοπίου, γιατί παρέχουν το οργανωτικό/τεχνολογικό υπόβαθρο μιας σε μαζική κλίμακα επισφαλούς εργασίας, δεν αποτελούν ωστόσο σε καμία περίπτωση εξαίρεση. Συμβάσεις απασχόλησης μηδενικών ωρών, εργαζόμενοι «με μπλοκάκι», απλήρωτες υπερωρίες, ελαστική διευθέτηση του ωραρίου εργασίας και, φυσικά, οι…freelancers των πλατφορμών είναι διαφορετικές εκδηλώσεις της ίδιας τάσης: Διάρρηξη της σχέσης εργασίας, απαλλαγή του εργοδότη από κάθε ευθύνη και υποχρέωση για την αμοιβή, την ασφάλιση, τις συνθήκες εργασίας, την προστασία της ασφάλειας και της υγείας του εργαζόμενου, κατάργηση εννοιών όπως ο «μισθός», το «ωράριο», το «εργατικό ατύχημα», η «άδεια».

Ο απόλυτος εργασιακός εφιάλτης ντύνεται με μοντέρνο περιτύλιγμα, για να πουληθεί πιο εύκολα. Απαλλαγμένοι από τη…μισθωτή σκλαβιά, οι εργαζόμενοι είναι πια επιχειρηματίες, είναι ελεύθεροι να διαλέξουν το αν, το πόσο και το πότε θα δουλέψουν, προκειμένου να συμφιλιώσουν πιο εύκολα την επαγγελματική τους ζωή με άλλες υποχρεώσεις τους. Η επαγγελματική και οικονομική επιτυχία είναι πια μόνο στο χέρι τους. Ανάλογα με το πόσο «έξυπνα» θα φερθούν, πόσο «ευέλικτοι» θα είναι, πόσο «εργατικοί» και ούτω καθεξής.

Όλα αυτά βέβαια μόνο στο επίπεδο της νεοφιλελεύθερης φαντασίωσης. Η πραγματικότητα, όπως εξαιρετικά περιέγραψε ο Ken Loach πριν λίγα χρόνια στο Sorry we missed you, είναι πολύ διαφορετική. Οι αμοιβές είναι πολύ χαμηλές, ειδικά αν συνυπολογίσει κανείς ότι όλο το κόστος του όποιου εξοπλισμού βαρύνει τον εργαζόμενο/επιχειρηματία, επομένως η ελαστικότητα του ωραρίου σημαίνει ότι κανείς πρέπει να δουλεύει ατελείωτες ώρες αν θέλει να μπορέσει να βγάλει υποτυπωδώς τα προς το ζην. Αργίες, διακοπές, σαββατοκύριακα και βράδια είναι άγνωστες έννοιες, αφού ο εργαζόμενος/επιχειρηματίας βγάζει (έστω αυτά τα λίγα) μόνο όσο δουλεύει – καμία μέρα πληρωμένης ανάπαυσης, σε αντίθεση με τη μισθωτή απασχόληση. Και, ακόμα χειρότερο, όταν κάτι πάει στραβά – από μια βλάβη στον εξοπλισμό (λ.χ. το μηχανάκι του ντελιβερά) ή, πολύ χειρότερα, ένα πρόβλημα υγείας – ξαφνικά ο εργαζόμενος/επιχειρηματίας βρίσκεται εκτός δουλειάς, πλήρως ξεκρέμαστος, χωρίς αναρρωτική άδεια (και άρα χωρίς εισόδημα) και χωρίς καμία ευθύνη του εργοδότη, ακόμα κι αν πρόκειται για εργατικό ατύχημα.

Παράλληλα προς την μετατροπή των μισθωτών σε (τύποις) ελεύθερους επαγγελματίες, μια σειρά άλλες τάσεις έρχονται να αλλοιώσουν τη σχέση μισθωτής απασχόλησης και άρα τα δικαιώματα (των εργαζομένων) και τις υποχρεώσεις (των εργοδοτών) που απέρρεαν από αυτή. Η πιο χαρακτηριστική είναι αυτή της ενοικίασης εργαζομένων, όπου ο τυπικός εργοδότης είναι διαφορετικός από αυτόν που πραγματικά απασχολεί τον εργαζόμενο, συσκοτίζοντας μέσα σε ένα δαιδαλώδες θεσμικό πλαίσιο την ευθύνη.

Την επισφάλεια την έχουμε οι περισσότεροι και οι περισσότερες ταυτίσει με συγκεκριμένους κλάδους και επαγγέλματα: ντελίβερι, κούριερ, σερβιτόροι/ες, πωλητές/τριες, καθαριστές/τριες. Στην πραγματικότητα όμως χτυπάει όλο και περισσότερους/ες. Το ξέρουν πολύ καλά οι εργαζόμενοι/ες στον τραπεζικό κλάδο, οι νέοι και οι νέες επιστήμονες/ισσες και ερευνητές/τριες, οι ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί, οι καλλιτέχνες, οι δημοσιογράφοι και ούτω καθεξής. Το πεδίο της μισθωτής απασχόλησης διαρκώς συρρικνώνεται ή, στην καλύτερη περίπτωση, σχετικοποιείται. Αποκαλυπτικά είναι, λόγου χάρη, τα στοιχεία της έρευνας που δημοσίευσε τον Νοέμβριο του 2020 το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, σύμφωνα με τα οποία το 62% των εξαρτημένα απασχολούμενων κατατάσσεται με βάση τις απαντήσεις του στις επιμέρους ενδείξεις επισφάλειας σε καθεστώς μέσης επισφάλειας και πάνω, με το 42% των νέων ως 34 ετών να απασχολούνται με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, με «μπλοκάκι» ή και τελείως άτυπα, το 36% του συνόλου των απασχολουμένων να μην έχει σταθερό ωράριο και το 60% να δηλώνει ότι τα έσοδα από την εργασία του δεν επαρκούν για να καλύψουν τις βιοτικές του ανάγκες.

Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα, ο κόσμος της εργασίας, αριστεροί και προοδευτικοί επιστήμονες, φορείς, αλλά και πολιτικές δυνάμεις έχουν εδώ και πολύ καιρό αναλάβει δράση. Με κινητοποιήσεις, με έρευνες που τεκμηριώνουν το πρόβλημα και τις συνέπειές του, αλλά και με προτάσεις, πολλές από τις οποίες μάλιστα σε πολλές χώρες, αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο έχουν πάρει και μορφή νομοθετικών προτάσεων.

Μια σύνοψη τέτοιων προτάσεων περιλαμβάνεται στο e-paper που δημοσιεύτηκε πρόσφατα από το ευρωπαϊκό think-tank Transform! Europe Network με συγγραφέα τον Ιταλό καθηγητή Εργατικού Δικαίου, Andrea Allamprese και τίτλο Progressive Narratives. The Future of Labour Law as Envisaged by Europe’s National Labour Movements [Προοδευτικές αφηγήσεις. Το μέλλον του εργατικού δικαίου όπως το οραματίζονται τα εργατικά κινήματα των ευρωπαϊκών χωρών]. Στη μελέτη αυτή αποτυπώνονται προτάσεις όπως η θεσμοθέτηση της έννοιας της οικονομικής εξάρτησης ενός εργαζομένου από έναν εργοδότη, προκειμένου να τεκμηριωθεί η ύπαρξη σχέσης εξαρτημένης εργασίας, ανεξάρτητα από τις προβλέψεις της σχετικής σύμβασης, η εξομοίωση της προστασίας και της ασφαλιστικής και άλλης κάλυψης που απολαμβάνουν μισθωτοί και ανεξάρτητα απασχολούμενοι, ώστε να μην υπάρχει κίνητρο για τους εργοδότες να προτιμούν τους εργαζόμενους με «μπλοκάκι». Τέτοιες προτάσεις έχουν κατατεθεί και στη χώρα μας, ιδίως από τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, ενώ μερικές έγιναν και πράξη, ακόμα και υπό το καθεστώς των μνημονίων, όπως λ.χ. η θέσπιση από κοινού συντρέχουσας ευθύνης και του εργολάβου και του αναθέτοντος για την τήρηση του εργατικού δικαίου, ώστε να αποφεύγεται η καταστρατήγηση μέσω υπεργολαβιών.

Αντίστοιχα, στο πεδίο του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ευρωβουλευτές της Αριστεράς (The Left) και άλλων προοδευτικών πολιτικών δυνάμεων, έχουν αναλάβει σχετικές πρωτοβουλίες, καταθέτοντας μάλιστα και προτάσεις Οδηγιών προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Μια τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση ήταν η πρωτοβουλία της Γαλλίδας ευρωβουλευτή της Αριστεράς (La France Insoumise), Leila Chaibi, η οποία στα τέλη του 2020 κατέθεσε σχέδιο Οδηγίας για την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων στις ψηφιακές πλατφόρμες.

Στην εντελώς αντίθετη, φυσικά, κατεύθυνση κινούνται όλες οι παρεμβάσεις της σημερινής κυβέρνησης…

2. Startups και καινοτομία: Ποια τεχνολογία και για ποιους;

Το ζήτημα των startups και της καινοτομίας έχει θεωρηθεί – και δυστυχώς οριζόντια, ως ένα βαθμό, από το πολιτικό σύστημα – ως η απάντηση στις σύγχρονες προκλήσεις της μικρής και μεσαίας επιχειρηματικότητας, ως η μαγική εικόνα του μέλλοντος. Ούτε λίγο ούτε πολύ το ζήτημα των startups, έτσι γενικώς και αδιακρίτως, παρουσιάζεται ως ακόμη ένα πρόβλημα αξιοσύνης, ικανότητας, φαντασίας και ευρηματικότητας. Αρκεί κανείς να έχει ένα ιδεάκι, να εντοπίσει (ή να μπορέσει να δημιουργήσει) μια ανάγκη στην αγορά, να σκεφτεί ένα νέο, έξυπνο app και η επιτυχία θα έρθει.

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι υπάρχουν πράγματι άνθρωποι και ομάδες ανθρώπων που έχουν αναπτύξει πραγματικά καινοτόμα προϊόντα και υπηρεσίες, που λύνουν σημαντικά κοινωνικά προβλήματα – ή έστω στοιχειωδώς υπαρκτές ανάγκες της αγοράς –, που αναπτύσσουν νέα τεχνολογία και επιστημονική γνώση. Όμως κάθε app δεν εμπίπτει σε αυτή την κατηγορία.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι, πράγματι, η λειτουργία πλατφορμών όπως το efood. Διανομή φαγητού υπήρχε πολλές δεκαετίες πριν και θα συνεχίσει να υπάρχει και μετά τις πλατφόρμες αν αυτές εξαφανιστούν ως δια μαγείας. Η κερδοφορία λοιπόν των πλατφορμών αυτών στηρίζεται στην εξής απλή – και απολύτως παρασιτική στον πυρήνα της – ιδέα, που δεν προσθέτει τίποτα στην αλυσίδα της παραγωγής, διανομής και κατανάλωσης ενός αγαθού, όπως εν προκειμένω το φαγητό.

Πριν τις πλατφόρμες, το κατάστημα πουλούσε φαγητό σε πακέτο και – ως επιπλέον παροχή προς τον πελάτη – διέθετε τη δυνατότητα δωρεάν παράδοσής του κατ’ οίκον για παραγγελίες πάνω από ένα ποσό. Ο διανομέας ήταν υπάλληλος του καταστήματος (οι συνθήκες εργασίας τους εκεί μια άλλη, μεγάλη συζήτηση), ενώ ήταν εθιμικά καθιερωμένη εκ μέρους του πελάτη και η καταβολή ενός μικρού ποσού επιπλέον ως φιλοδώρημα. Οι πλατφόρμες πήραν την ήδη καθιερωμένη αυτή αλυσίδα και κατάφεραν με έναν «μαγικό» τρόπο να κερδίζουν σε βάρος και των τριών μερών αυτής της εξίσωσης : Τα καταστήματα πλέον οφείλουν να καταβάλουν ένα διόλου ευκαταφρόνητο (της τάξης του 15%) ποσοστό του τζίρου τους από κάθε παραγγελία μέσω της πλατφόρμας. Οι διανομείς έχασαν σε πολλές περιπτώσεις τις θέσεις τους ως υπάλληλοι των καταστημάτων και έγιναν…freelancers συνεργάτες των πλατφορμών. Και οι καταναλωτές βρέθηκαν πολύ συχνά να πληρώνουν την πλατφόρμα για τη διανομή με χρεώσεις έως και 3,00 ευρώ ανά παραγγελία (!), χωρίς φυσικά να καταργηθεί παράλληλα το σύνηθες του ελάχιστου ποσού παραγγελίας. Τι προσέφεραν οι πλατφόρμες; Θεωρητικά τουλάχιστον περισσότερες επιλογές στον καταναλωτή και μεγαλύτερη δυνητική πελατεία στις επιχειρήσεις. Δυνητικά, πάντα όλα αυτά. Γιατί το πώς λειτουργούν οι αλγόριθμοι και το ποια καταστήματα βλέπει κανείς πρώτα είναι μια άλλη, πολύ μεγάλη συζήτηση.

Η υπόθεση λοιπόν της efood είναι ίσως μια καλή αφορμή να μετριάσουμε τον άκρατο και άκριτο ενθουσιασμό μας γύρω από την «καινοτομία» έτσι γενικά και τη νεοφυή επιχειρηματικότητα συλλήβδην. Να ξανασκεφτούμε πρώτα ως κράτος και κοινωνία ποια επιχειρηματικότητα είναι αυτή που πράγματι αξίζει να στηριχθεί και με τι όρους ως προς τη λειτουργία της και δεύτερον ως καταναλωτές τι αξίζει πραγματικά την προσοχή μας, τι καλύπτει ανάγκες μας και τι αντίθετα μας δημιουργεί νέες πουλώντας μας λύσεις σε προβλήματα που δεν θα είχαμε εξαρχής. Στο κάτω-κάτω, στο σουβλατζίδικο της γωνίας λέγαμε και καμιά καλησπέρα… Κυρίως, είναι σημαντική μια ευρύτερη συζήτηση για το τι ακριβώς εννοούμε όταν λέμε καινοτομία, με ποια κριτήρια την περιγράφουμε και πού κατευθύνουμε εν τέλει τους πάντοτε πεπερασμένους και πολύτιμους διαθέσιμους πόρους μας – γνωσιακούς, οικονομικούς και άλλους – ως κοινωνία.

3. Και μια κουβέντα για την πολιτική

Πολλή συζήτηση έχει γίνει κατά καιρούς για το τέλος της παραδοσιακής πολιτικής, για την κρίση των πολιτικών κομμάτων, την κρίση του συνδικαλισμού και ούτω καθεξής. Όλα αυτά ισχύουν, φαίνεται όμως ότι υπάρχει και ένα δια-γενεακό ζήτημα πρόσληψης των πραγμάτων. Σε πάρα πολλές έρευνες σχετικά με τους νέους και την πολιτική διαπιστώνεται ότι υπάρχουν συμπεριφορές και δράσεις που οι νέοι και οι νέες αντιλαμβάνονται πολιτικές, ακόμη και αν αυτό δεν γίνεται κατανοητό ως τέτοιο από τις μεγαλύτερες γενιές ή από τους παραδοσιακούς τρόπους περιγραφής και μέτρησης των πολιτικών φαινομένων. Ένα τέτοιο φαινόμενο ζήσαμε στην Ελλάδα χθες : Η διαγραφή του λογαριασμού σε μια ψηφιακή πλατφόρμα, η αρνητική κριτική στο Google Play ή στο Apple Store, η ανάρτηση με το hashtag #cancel_efood θεωρήθηκε – και ήταν – πολιτική πράξη υπεράσπισης των εργασιακών δικαιωμάτων των 115 ανθρώπων που βρέθηκαν αντιμέτωποι με τον κίνδυνο βίαιης επισφαλειοποίησης και προσέλαβε μαζικά χαρακτηριστικά, ήταν δε νικηφόρα.

Αυτό δεν αποτελεί έκπληξη. Στην ετήσια έρευνα του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς Νεολαία. Συνήθειες, αντιλήψεις και πολιτική συμπεριφορά, εκτός των παραδοσιακών μορφών πολιτικής κινητοποίησης, μεγάλο ποσοστό ερωτώμενων 17-34 ετών δήλωσε ότι θα συμμετείχε σε συλλογή υπογραφών (42%) ή σε μποϊκοτάζ προϊόντων. Εξάλλου – και αυτό το ξέρει πολύ καλά το μάρκετινγκ, όπως αποτυπώθηκε λ.χ. στη διαφημιστική καμπάνια ενός κατεξοχήν νεανικού πακέτου κινητής τηλεφωνίας – βασικό χαρακτηριστικό της νεότητας είναι το «εδώ και τώρα». Οι μικροί αγώνες, όπως ο χθεσινός, μπορεί να μην ανατρέπουν το σύστημα, μπορεί να μην καταργούν τους νόμους, όμως μπορούν να είναι νικηφόροι, εδώ και τώρα.

Πρέπει να αναρωτηθούμε σοβαρά γιατί μόλις πριν λίγους μήνες – στη «μητέρα των μαχών» απέναντι στο εργασιακό νομοσχέδιο Χατζηδάκη – η αντίδραση υπήρξε πολύ πιο χλιαρή από τον χθεσινό «χαμό» με αφορμή ένα περιστατικό σε μία μόνο εταιρία, τη στιγμή που τα διακυβεύματα ήταν παρόμοια. Να δούμε πόσο ο πολιτικός λόγος που διατυπώνεται από τους συγκροτημένους θεσμούς (συνδικάτα, κόμματα κ.λπ.) ακουμπάει στις εμπειρίες, στις ζωές και στις αγωνίες εκείνων στους οποίους απευθύνεται.

Στην αναζήτηση νέων μεγάλων αφηγήσεων ή νέων κοινωνικών υποκειμένων που θα γίνουν οι φορείς της πολιτικής ανατροπής, καμιά φορά η παραδοσιακή Αριστερά φαίνεται να μην μπορεί να δει αυτό που συμβαίνει κυριολεκτικά κάτω απ’ τη μύτη της και, στην πραγματικότητα, από δικούς της με την ευρεία έννοια ανθρώπους – μέλη της, ψηφοφόρους της και αυτούς τους οποίους υποτίθεται επιδιώκει να εκπροσωπήσει. Ναι, τα συνδικάτα πρέπει να μαζικοποιηθούν, όπως και τα κόμματα – γιατί σε τελική ανάλυση οι αγώνες συνενώνονται και πολιτικοποιούνται εκεί. Όμως φαινόμενα όπως ο ψηφιακός ακτιβισμός και κινήματα όπως το καταναλωτικό θα έπρεπε εδώ και πολύ καιρό να έχουν πάψει να θεωρούνται δευτερεύοντα.

Αν οι άνθρωποι πολιτικοποιούνται μέσα από τις εμπειρίες τους, οι γενιές που βρίσκονται ή που έρχονται σήμερα στο προσκήνιο πολιτικοποιούνται (και) μέσα από τις διαδικασίες όπως η χθεσινή. Διαδικασίες καθόλου μακρινές από τη δική τους σκληρή εργασιακή και άλλη πραγματικότητα. Ρόλος των συνδικάτων και των κομμάτων θα ήταν να κατανοήσουν τις διαδικασίες αυτές και να συνδεθούν μαζί τους, κυρίως όμως το στοίχημα θα ήταν να τις πολιτικοποιήσουν και να τις βοηθήσουν να νικήσουν: Μετά τη χθεσινή διαδικτυακή πρωτοβουλία που ανάγκασε την efood να ανακαλέσει το σχεδιασμό της, θα περίμενε κανείς το συνδικαλιστικό κίνημα να αξιοποιήσει την κοινωνική δυναμική και να αναδείξει το ζήτημα αντίστοιχων πρακτικών σε άλλες εταιρίες, να προκηρύξει απεργία σε αυτές και να ζητήσει από τους ανθρώπους που εκδήλωσαν την αγανάκτησή τους βάζοντας ένα αστεράκι στο efood app να πάνε ένα βήμα πιο πέρα και να συμβάλουν στην περιφρούρησή της. Θα περίμενε κανείς οι κοινοβουλευτικές ομάδες των κομμάτων τις Αριστεράς να καταθέσουν πρόταση νόμου – γιατί όχι και κοινή; – που να αξιοποιεί τις επεξεργασίες άλλων χωρών και να διαμορφώνει ένα θεσμικό πλαίσιο προστασίας απέναντι στην εργασιακή επισφάλεια και τις καταχρηστικές εργοδοτικές πρακτικές.

Δανάη Κολτσίδα

Πηγή: Danai Koltsida