Macro

Δανάη Κολτσίδα: Ερευνώντας τις έρευνες

Για τις δημοσκοπήσεις ισχύει το ρητό για τη γυναίκα του Καίσαρα. Δεν πρέπει να υπάρχει η παραμικρή υπόνοια μη ποιοτικών ή, πολύ περισσότερο, χειραγωγούμενων ερευνών.
Το αντικείμενο της εξεταστικής επιτροπής που πρότεινε να συγκροτηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ, με τη στήριξη της υπόλοιπης αντιπολίτευσης, δεν απασχολεί για πρώτη φορά τη δημόσια συζήτηση. Για το θέμα της διαφάνειας, της ανεξαρτησίας και του πλουραλισμού στην ενημέρωση –που συγκεντρώνει και το μεγαλύτερο πολιτικό ενδιαφέρον –έχουν ειπωθεί πολλά και σίγουρα θα προκύψουν πολύ περισσότερα στην κοινοβουλευτική συζήτηση. Ας περιοριστούμε λοιπόν εδώ στο δεύτερο ζήτημα της εξεταστικής επιτροπής: αυτό των πολιτικών ερευνών.
Δημοσκοπήσεις: στο μεταίχμιο μεταξύ επιστήμης, επιχειρηματικότητας, επικοινωνίας και πολιτικής
Και ας ξεκινήσουμε από μια απλοϊκή μεν, κρίσιμη δε επισήμανση: Οι πολιτικές έρευνες κοινής γνώμης βρίσκονται στο μεταίχμιο μεταξύ επιστήμης, επιχειρηματικότητας, επικοινωνίας και πολιτικής.
Ως επιστημονικά εργαλεία, κρίνονται προφανώς πρωταρχικά με τους κανόνες της έρευνας και της στατιστικής. Ταυτόχρονα όμως διεξάγονται από εμπορικές επιχειρήσεις, που έχουν εύλογα την έγνοια της επιβίωσης και της ανάπτυξης, διαμορφώνουν πλέγμα συναλλαγών με ισχυρότερους και μικρότερους πελάτες κ.ο.κ. Και βέβαια, διαφοροποιούνται από τις υπόλοιπες (αμιγώς) ακαδημαϊκού χαρακτήρα έρευνες τη στιγμή που τα πορίσματά τους βγαίνουν από το ακαδημαϊκό περιβάλλον, εκλαϊκεύονται και γίνονται επικοινωνιακό προϊόν απευθυνόμενο στο ευρύ κοινό. Το πόσο αλλάζουν οι όροι της συζήτησης πάνω σε ένα επιστημονικό εύρημα, τη στιγμή που αυτό θα εκτεθεί στην κατανόηση, ανάλυση και κρίση των μη ειδικών, και μάλιστα μέσα από το φίλτρο της μιντιακής επικοινωνίας, είχαμε μια ευκαιρία να το αντιληφθούμε κατά τη διάρκεια της πανδημίας με τις μελέτες για τον κορονοϊό και τα εμβόλια…
Τέλος, οι δημοσκοπήσεις βρίσκονται σε έναν διαρκή διάλογο με την πολιτική με τη στενή έννοια. Αποτυπώνουν τάσεις, αλλά και επηρεάζουν τις κομματικές στρατηγικές. Βέβαια, η διάχυτη πεποίθηση ότι τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων επηρεάζουν αποφασιστικά τις επιλογές μας ως πολίτες αποτελεί ακόμα αντικείμενο έντονης συζήτησης στην επιστημονική κοινότητα, ως προς το αν, με ποιον τρόπο και σε τι βαθμό συμβαίνει αυτό. Ωστόσο, το fair play στην κορυφαία δημοκρατική διαδικασία στο πλαίσιο των αντιπροσωπευτικών συστημάτων, τις εκλογές, δεν είναι κάτι που πρέπει να παίρνει κανείς ελαφρά τη καρδία. Και, με αυτή την έννοια, για τις δημοσκοπήσεις ισχύει το ρητό για τη γυναίκα του Καίσαρα. Δεν πρέπει να υπάρχει η παραμικρή υπόνοια μη ποιοτικών ή, πολύ περισσότερο, χειραγωγούμενων ερευνών.
Η ποιότητα των δημοσκοπήσεων δεν αφορά μόνο τις εταιρίες που τις διεξάγουν
Το τελευταίο αυτό δεδομένο για τη γυναίκα του Καίσαρα θέτει ψηλά τον πήχη για τις δημοσκοπήσεις και τις εταιρίες που τις διεξάγουν, αλλά και τα μέσα που τις δημοσιεύουν:
Πρώτα απ’ όλα επιστημονικά. Τόσο η νομοθεσία όσο και (κυρίως) τα συλλογικά όργανα του κλάδου, οι ενώσεις των εταιριών σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, έχουν θέσει κάποιους ελάχιστους κανόνες δεοντολογίας, ενώ έχει προβλεφθεί και μηχανισμός ελέγχου εσωτερικά (από την εταιρία του κλάδου «Ελεγκτική Δημοσκοπήσεων»), αλλά και από δημόσιους θεσμούς (βασικά το ΕΣΡ).Το πόσο αποτελεσματικός είναι ο έλεγχος αυτός είναι πάντα ένα ανοιχτό ερώτημα.
Ωστόσο, πρέπει πάντοτε να έχουμε στο μυαλό μας ότι ο έλεγχος αυτός θα αφορά πάντοτε την αλήθεια των στοιχείων της έρευνας (αν δηλαδή συλλέχθηκαν όσα ερωτηματολόγια αναφέρονται στο δείγμα, αν η στατιστική ανάλυση που δημοσιεύεται αντιστοιχεί στα πραγματικά πρωτογενή δεδομένα κ.ο.κ.), καθώς και την τήρηση των ελάχιστων κανόνων της μεθοδολογίας και της δεοντολογίας που προαναφέραμε. Για παράδειγμα, αν το δείγμα είναι αντιπροσωπευτικό και επαρκές ώστε να γίνονται στατιστικά έγκυρες διασταυρώσεις, αν οι ερωτήσεις ήταν σαφείς και διατυπωμένες με αμερόληπτο τρόπο και όχι καθοδηγητικές, αν ήταν κατάλληλες να μετρήσουν αυτό που επιδιωκόταν κ.λπ.
Σε κάθε περίπτωση βέβαια, ο έλεγχος αυτός δεν μπορεί να φτάσει μέχρι το σημείο να αποκλείει κάθε μεθοδολογική απόκλιση, κάθε ερευνητικό «πείραμα», κάθε μεθοδολογική καινοτομία, εφ’ όσον υποστηρίζεται επιστημονικά. Όπως ξέρουμε από την πρόσφατη σχετικά εμπειρία στη χώρα μας και διεθνώς, σε περιόδους «αλλαγής (πολιτικού) παραδείγματος» και άρα αβεβαιότητας, η διατύπωση νέων υποθέσεων εργασίας και η αναζήτηση νέων μεθοδολογικών εργαλείων είναι μονόδρομος. Τα εργαλεία που διαθέτουμε, ο τρόπος που συλλέγουμε τα δείγματα, οι παράμετροι ως προς τις οποίες σταθμίζουμε τις απαντήσεις, ακόμα και οι ερωτήσεις που διατυπώνουμε για να μετρήσουμε τη μία ή την άλλη τάση στο εκλογικό σώμα λειτουργούν στο πλαίσιο της εκάστοτε «κανονικότητας» για την οποία έχουν διαμορφωθεί.
Όταν τα κοινωνικά/πολιτικά δεδομένα αλλάζουν σημαντικά, είναι πιθανόν μια έρευνα να ακολουθεί απολύτως την πεπατημένη και, παρ’ όλα αυτά, να καταλήγει σε εσφαλμένα συμπεράσματα, να αποτυγχάνει δηλαδή να αποτυπώσει την πραγματικότητα.
Έπειτα, οικονομικά. Η επιστημονική έρευνα που πραγματοποιείται με εμπορικό σκοπό προκαλεί συχνά μια εύλογη «καχυποψία»(με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τις φαρμακευτικές εταιρίες). Πώς θα διασφαλιστεί ότι η επιστημονική ακεραιότητα επικρατεί τυχόν επιχειρηματικών υπολογισμών; Εδώ το μεγάλο ζητούμενο είναι η διαφάνεια στη μετοχική σύνθεση, στις αναθέσεις, στις συνεργασίες, στα συντρέχοντα οικονομικά συμφέροντα αφ’ ενός και η οικονομική ευρωστία, αλλά και οικονομική ανεξαρτησία των αντίστοιχων εταιριών αφ’ ετέρου.
Εδώ οι «παίκτες», έμμεσοι και άμεσοι, πολλαπλασιάζονται. Ιδιοκτήτες και μέτοχοι που ενδέχεται να έχουν άλλες παράλληλες επιχειρηματικές δραστηριότητες σχετικές ή μη με την έρευνα, μεγάλοι πελάτες, όχι απαραίτητα πολιτικοί, αλλά και επιχειρήσεις κ.λπ. με συγκεκριμένες όμως επιδιώξεις στον πολιτικό στίβο, μέσα ενημέρωσης που μπορούν να προβάλλουν ή να «θάψουν» μια εταιρία, τράπεζες που χορηγούν ή όχι δάνεια κ.ο.κ. συνθέτουν – όπως και σε κάθε άλλο επιχειρηματικό κλάδο – ένα πυκνό πλαίσιο οικονομικών αλληλοεξαρτήσεων και τάσεων που άλλοτε συγκλίνουν και άλλοτε βρίσκονται σε διάσταση.
Το ζητούμενο λοιπόν είναι αυτό το οικονομικό πλέγμα και οι συγκρούσεις συμφερόντων που ενδέχεται να παράγει για μια εταιρία πολιτικών ερευνών να είναι κατ’ αρχήν γνωστά. Αυτή άλλωστε η διαφάνεια είναι κάτι που δεν είναι ξένο στο χώρο της επιστήμης, όπου πάντοτε οι ερευνητές και οι ερευνήτριες οφείλουν να δηλώνουν τις χρηματοδοτήσεις τους ή άλλου είδους εμπλοκή τους στο αντικείμενο που ερευνούν.
Τέλος, επικοινωνιακά. Σε ό,τι αφορά τις έρευνες που δημοσιεύονται –και είναι και αυτές που εν προκειμένω μας ενδιαφέρουν– ούτως ή άλλως, το μέσο ενημέρωσης που παραγγέλνει τη δημοσκόπηση έχει τον έλεγχο του αν, πότε και με τι αντικείμενο θα πραγματοποιηθεί αυτή. Πολύ περισσότερο όμως, τη στιγμή που μια εταιρία παραδίδει τα αποτελέσματα της έρευνάς της στο μέσο που την παρήγγειλε, αυτή σε μεγάλο βαθμό φεύγει από τον έλεγχό της, ειδικά όταν η οικονομική επιβίωση της εταιρίας εξαρτάται σημαντικά από τη συγκεκριμένη συνεργασία. Έτσι, ο τίτλος, ο τρόπος της παρουσίασης, ακόμα και η επιλογή του ποια ευρήματα θα αναδειχθούν και ποια θα θαφτούν ανήκουν πολύ συχνά στη διακριτική ευχέρεια του μέσου. Εδώ λοιπόν μπαίνει από το παράθυρο το θέμα της ανεξαρτησίας των ΜΜΕ και η επίδραση των επιχειρηματικών, πολιτικών ή άλλων πιέσεων και στο χώρο της ενημέρωσης, οι κάθε είδους «λίστες» κ.ο.κ.
Για να δώσουμε ένα μόνο παράδειγμα της επίδρασης της παρουσίασης στην πρόσληψη του κοινού για τα αποτελέσματα μιας έρευνας. Σήμερα, μια εταιρία παραδίδει μια δημοσκόπηση στην οποία η διαφορά του Χ κόμματος από το Ψ στην πρόθεση ψήφου είναι 10%, ενώ πριν ένα μήνα στην έρευνα της ίδιας εταιρίας η διαφορά ήταν 15%. Πόσο ακριβής είναι ένας (τυπικά αληθής) πρωτοσέλιδος τίτλος «Συντριπτική υπεροχή του Χ έναντι του Ψ»; Και πόσο διαφορετικά θα διάβαζε το κοινό τα αποτελέσματα αν ο τίτλος της εφημερίδας είχε ένα (πολιτικά) τελείως αντίστροφο περιεχόμενο, του τύπου «Κατρακυλάει η διαφορά Χ και Ψ»;
Πέρα από τη διερεύνηση: Ένας πιο θεσμικός προβληματισμός για τα επιστημονικά δεδομένα στην πολιτική και την επικοινωνία
Η διερεύνηση των συγκεκριμένων καταγγελιών που έχουν διατυπωθεί είναι η μία πλευρά της κοινοβουλευτικής συζήτησης για τις δημοσκοπήσεις, η οποία έχει μεγάλο ενδιαφέρον ασφαλώς και είναι αυτονόητη σε μια δημοκρατία που λειτουργεί αποτελεσματικά. Το ευκταίο θα ήταν πάντως η συζήτηση αυτή να περιλάβει έναν ευρύτερο, πιο θεσμικό προβληματισμό, ώστε να περιοριστούν αντίστοιχα φαινόμενα στο μέλλον και να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη και του πολιτικού κόσμου και της κοινής γνώμης στις δημοσκοπήσεις. Ιδέες υπάρχουν και έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί από διάφορες πλευρές. Ενδεικτικά δύο:
1. Συμπλήρωση του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου εγγυήσεων για τις δημοσιευόμενες στον τύπο έρευνες, με κανόνες ως προς:
• το χρόνο (π.χ. το να μην δημοσιεύονται «μπαγιάτικες» έρευνες που αποτυπώνουν το κλίμα άλλης πολιτικής περιόδου, αλλά δημιουργούν εντυπώσεις) ή
• το ελάχιστο περιεχόμενο της δημοσίευσης (π.χ. να δημοσιεύονται υποχρεωτικά μαζί με την παρουσίαση της συγκεκριμένης έρευνας οι χρονοσειρές της εταιρίας, ώστε ο αναγνώστης να μπορεί άμεσα και εύκολα να συγκρίνει τα τωρινά αποτελέσματα με τα προηγούμενα)
ή και άλλα παρόμοια ζητήματα. Μάλιστα, οι κανόνες αυτοί θα πρέπει ρητά να δεσμεύουν όχι μόνο την αρχική πηγή (δηλαδή το κανάλι, την εφημερίδα ή το site που παρήγγειλε και δημοσιεύει την έρευνα),αλλά και κάθε τυχόν πλήρη ή τμηματική αναδημοσίευση.
2. Ενίσχυση του ρόλου των πανεπιστημίων και, κυρίως, των δημόσιων ερευνητικών φορέων στο πεδίο της κοινωνικής και πολιτικής έρευνας, ως του κέντρου όπου δοκιμάζονται νέες μεθοδολογίες και εργαλεία, οργανώνεται η σχετική επιστημονική συζήτηση, μεταφέρονται διεθνείς πρακτικές και παράγονται (και ανοιχτά) ερευνητικά δεδομένα υψηλής ποιότητας. Ήδη το παραγόμενο έργο είναι σπουδαίο και πολυεπίπεδο και, με τις κατάλληλες προϋποθέσεις, οι δημόσιοι φορείς θα μπορούσαν να παίξουν ακόμα μεγαλύτερο ρόλο. Λόγου χάρη:
• με προγράμματα συνεχιζόμενης κατάρτισης σε ζητήματα αιχμής της ερευνητικής μεθοδολογίας,
• με τη χρήση των δικών τους δεδομένων όχι μόνο ως πηγής πληροφόρησης, αλλά και ως στοιχείου αναφοράς/ελέγχου για τα δεδομένα άλλων ερευνών και, βέβαια,
• καλύπτοντας κατά προτεραιότητα τις ερευνητικές ανάγκες της δημόσιας διοίκησης, είτε πρόκειται για την παραγωγή τεκμηρίωσης και μελετών είτε για την αξιολόγηση της δημόσιας πολιτικής σε συγκεκριμένους τομείς ή την καταγραφή της κοινής γνώμης ως προς πλευρές της πολιτικής αυτής.
Κλείνοντας, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι ζούμε σε μία περίοδο που όλο και συχνότερα η νομιμοποίηση των πολιτικών αποφάσεων δεν γίνεται στη βάση δημοκρατικών σταθμίσεων, αλλά με την επίκληση επιστημονικών δεδομένων και ευρημάτων. Με αυτή την έννοια, η συζήτηση για τις δημοσκοπήσεις είναι μια πλευρά μόνο –αν και πολύ ουσιαστική– της συζήτησης συνολικά για τη σχέση πολιτικής και επιστήμης στη σημερινή δημοκρατία.
Παραδοσιακά, η δημοκρατία απαιτούσε πολίτες που να μπορούν να κρίνουν τις πολιτικές απόψεις και αποφάσεις. Σήμερα αυτό σημαίνει επιπλέον και να μπορούν να ελέγξουν την εγκυρότητα των επιστημονικών δεδομένων που τους παρουσιάζονται και, κυρίως, να εξάγουν από αυτά τα δικά τους πολιτικά συμπεράσματα με κριτικό τρόπο. Το να διασφαλίσουμε συλλογικά τους θεσμικούς, πολιτικούς, επιστημονικούς, επικοινωνιακούς και οικονομικούς όρους ώστε να γίνει αυτό εφικτό είναι ουσιώδες για τη λειτουργία της σημερινής δημοκρατίας.

Η Δανάη Κολτσίδα είναι Νομικός και πολιτική επιστήμονας, διευθύντρια του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς

Πηγή: ieidiseis